Πολιτικη & Οικονομια

Το ρύζι και το ζαχαροκάλαμο

Ελεύθερη οικονομία ή βαρβαρότητα

4755-35205.jpg
Ανδρέας Παππάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
126383-284147.jpg

Προ ημερών, σε έναν εργασιακό χώρο, μια συμπαθέστατη νεαρά που παντρεύτηκε πρόσφατα έλεγε ότι για το μήνα του μέλιτος θα πάει στο Βιετνάμ. Το περίπου αυτονόητο σήμερα αυτό ταξίδι οδήγησε σε μια γενικότερη συζήτηση για τη χώρα, κατά τη διάρκεια της οποίας πληροφορήθηκα, μεταξύ άλλων, ότι εδώ και μερικά χρόνια ο κυριότερος εμπορικός εταίρος του Βιετνάμ είναι… οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Να, λοιπόν, που από το «στο Βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι» και το «ένα, δύο, πολλά Βιετνάμ», από τη σφαγή του Μάι Λάι και τη φωτογραφία με το γυμνό κοριτσάκι που τρέχει για να αποφύγει τις βόμβες ναπάλμ, φτάσαμε στο Βιετνάμ ως ιδανικό –ή, εν πάση περιπτώσει, γοητευτικό– προορισμό για νεόνυμφους. Να ’ναι καλά οι άνθρωποι, και οι κάτοικοι της χώρας, και όσοι την επισκέπτονται, νεόνυμφοι και μη. Πάλι καλά να λέμε που οι ηγέτες της χώρας σχετικά γρήγορα –πιο γρήγορα, ας πούμε, απ’ ό,τι οι Κινέζοι ομόλογοί τους– κατάλαβαν πως το πραγματικό δίλημμα σήμερα (όπως και χθες, άλλωστε) είναι: ελεύθερη οικονομία ή βαρβαρότητα.

Σκέφτομαι ότι, αν κοιμόταν κάποιος, όπως ο Ριπ βαν Ουίνκλ, εκεί γύρω στο 1965 και ξυπνούσε σήμερα, μάλλον θα πίστευε ότι τον Πόλεμο του Βιετνάμ τον κέρδισαν οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους. Από την άλλη, αναλογίζομαι πόσοι και πόσοι, στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, δεν έγιναν αριστεροί ωθούμενοι απ’ όσα συνέβαιναν στο Βιετνάμ, από το αντιπολεμικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες, από το «μάθημα» που έδιναν καθημερινά στους Αμερικανούς οι ηρωικοί Βιετκόνγκ και οι πολεμιστές του Χο Τσι Μινχ και του στρατηγού Βον Γκουγέν Γκιάπ – ονόματα που βρίσκονταν στα χείλη κάθε ανήσυχου και προβληματισμένου νέου της γενιάς μου και που ακόμα και σήμερα τα σκεπάζει μια αχλή θρύλου και «εξωτισμού».

Έπρεπε, άραγε, να σκοτωθούν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, Βορειοβιετναμέζοι, Νοτιοβιετναμέζοι και Αμερικανοί, προκειμένου μια χώρα να φτάσει εκεί περίπου όπου θα είχε φτάσει έτσι ή αλλιώς; Όπως έλεγε πριν μερικά χρόνια και κάποιος γνωστός, κινεζόφιλος στα νιάτα του, πού να ξέραμε ότι η θρυλική «μεγάλη πορεία» (το 1934-35) θα οδηγούσε μερικές δεκαετίες αργότερα στην Κίνα της COSCO και του Χρηματιστηρίου της Σαγκάης, σε ένα καθεστώς αμιγούς καπιταλισμού, και μάλιστα της πιο αυταρχικής μορφής;

Και τι να πει κανείς για τη γειτονική Καμπότζη; Γιατί, άραγε, έπρεπε να εξοντωθεί περίπου το 40% (!) του πληθυσμού της χώρας, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τις «σοσιαλιστικές» φαντασιώσεις τους μερικοί ιδεοληπτικοί, αν όχι ημιπαράφρονες.

Μια άλλη «εμβληματική» χώρα της γενιάς μου, στην οποία κάποιοι προσέβλεπαν προκειμένου να ανάψει και πάλι ο προ πολλού σβησμένος στη Σοβιετία φάρος της παγκόσμιας επανάστασης, υπήρξε η Κούβα. Και εκεί βέβαια, όπως και παντού όπου έγινε απόπειρα να εγκαθιδρυθεί οποιασδήποτε μορφής κομμουνιστικό καθεστώς, σύντομα το αδιέξοδο άρχισε να γίνεται φανερό. Μια ακόμα δικτατορία (ας μη φοβόμαστε τις λέξεις), αυτή των αδελφών Κάστρο και της ομάδας τους, ήρθε τελικά να προστεθεί σε εκείνες του Στάλιν και των επιγόνων του, των γραφειοκρατιών που κυβερνούσαν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης ελέω Κόκκινου Στρατού, του προέδρου Μάο και των συνεργατών του, της οικογένειας του Κιμ Ιλ Σουνγκ στη Βόρεια Κορέα.

Φαίνεται, λοιπόν, πως τα πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν σιγά-σιγά και στην Κούβα, αυτήν την κάποτε κορόνα στο κεφάλι των απανταχού κομμουνιστών και αφελών(;) συνοδοιπόρων τους, όπου, ακόμα και αν δεν «δενόταν τ’ ατσάλι», κάρπιζε έστω το ζαχαροκάλαμο. Τέρμα πια, απ’ ό,τι φαίνεται, τα γεωπολιτικά νταηλίκια και ο ασυμβίβαστος «αντιιμπεριαλισμός». Ευτυχώς για τους κάτοικους του πολύπαθου νησιού, έρχεται μια νέα εποχή, εποχή καλών σχέσεων με τον μεγάλο γείτονα, ο οποίος πιθανότατα θα αγκαλιάσει στοργικά το απολωλός πρόβατο. Όχι βέβαια με τους όρους που γινόταν αυτό επί Μπατίστα, αλλά με σύγχρονο, «πολιτισμένο», correct τρόπο. Να μου το θυμηθείτε: σε λίγα χρόνια εκατομμύρια Αμερικανοί θα κάνουν και πάλι τις διακοπές τους στην Κούβα.

Ας μην αφήσω, ωστόσο, να με καταλάβει η μελαγχολία για πολλά απ’ όσα είπαμε και κάναμε στα νιάτα μας. Στο κάτω κάτω, ο κόσμος κάπως έτσι προχωράει, με ζιγκζάγκ και με μεγάλες παρενθέσεις, έρμαιο πάντα(;) της «πανουργίας της Ιστορίας».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ