Πολιτικη & Οικονομια

À la recherche de la liberté perdue

Είναι τόσο συγκλονιστικά απλό. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι

337478-728521.jpg
Αλέξης Κροκιδάς
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
346737-719873.jpg

Ας τα πάρουμε τα πράγματα απο την αρχή. Στην αρχή ήταν... τι ακριβώς; Ο λόγος; Ίσως. Ή ίσως, η πράξη, όπως έλεγε και ο Goethe; Im Anfang war die Tat!

Ας μην πιαστούμε στα χέρια γι' αυτό. Λόγος, Πράξη. Ας πούμε οτι κι ο Λόγος Πράξη είναι, να τελειώνουμε. Κι η Πράξη Λόγος είναι, μπορεί να μην είναι πάντα ορθός Λόγος, αλλά τέλος πάντων ακόμα κι η παράλογη πράξη, είναι σε σχέση με τον ορθό λόγο που ορίζεται ως παράλογη.

Κι έτσι τούτο το δίλημμα λύνεται με συνοπτικές διαδικασίες.

Καλά όλα αυτά, όμως ο εαυτός (το άτομο, το δρων υποκείμενο, πέστε το όπως θέλετε, δεν είναι συνώνυμες έννοιες βέβαια, αλλά αντιπαρέρχομαι εδώ προσωρινά τις διαφορές τους) πού βρίσκεται σε σχέση με τον λόγο και την πράξη?; Γιατί δεν διεκδικεί αυτός τα πρωτεία; (Λέμε «αυτός» αναφερόμενοι στον εαυτό, επειδή γράφουμε στα Ελληνικά. Αν γράφαμε στα Αγγλικά, δεν θα ήταν αρσενικού γένους ο εαυτός.)

Μήπως να λέγαμε λοιπόν «Στην αρχή ήταν ο εαυτός»;

Δυστυχώς, και λυπάμαι για αυτούς που ονειρεύονται εαυτούς, αυτό δεν γίνεται και δεν χωράει συζήτηση. Ο εαυτός −και ο εαυτούλης και όλες οι παραλλαγές του− έπεται πάντα, μα πάντα. Καλή βέβαια η συζήτηση, κι όχι μόνο καλή, αλλά ίσως κιόλας να είναι η μόνη μας ελπίδα − για να παραφράσω τον αγαπημένο μακαρίτη Μανώλη Ρασούλη

Από την γυναίκα ούτε ενα καλό δεν είδα.

Μα πίστεψε με είν' η μόνη μου ελπίδα

Παρεπιπτόντως άλλο ελπίδα, άλλο αγάπη γιατί, αν μιλούσαμε για την τελευταία, θα σκεφτόμουν συνειρμικά τους στίχους ενός άλλου αγαπημένου της νεότητάς μου ποιητή, του Κωστή Καρυωτάκη (μακαρίτης κι αυτός, αλλά από αυτοχειρία).

Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη.....Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. Η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή του.

Ας επιστρέψουμε όμως στη συζήτηση που είναι γένους θηλυκού, όπως κι η θάλασσα στα Ελληνικά κι ο θάνατος στα Γαλλικά (άκουσον άκουσον, αυτοί οι Γάλλοι) κι ας μη χωράει (η συζήτηση) όσον αφορά τα πρωτεία του εαυτού, αλλά χωράει δεν χωράει, είναι η μόνη μας ελπίδα − ή έτσι λέω. 

Ας το συζητήσουμε λοιπόν λίγο κι ας ξεκινήσουμε τη συζήτηση από το τέλος.

Στην αρχή δεν ήταν ούτε ο λόγος, ούτε η πράξη, αλλά η σχέση. Μάλιστα.

Ηταν λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, περίπου 100 χρόνια μετά την έκδοση της τριλογίας του Maurice Barrès «Le culte du moi», που θα μπορούσαμε ίσως να αποδώσουμε ως «Η λατρεία του εαυτού». 1987-88 λοιπόν, στο Ηνωμένο Βασίλειο η λατρεία του εαυτού μεσουρανούσε, η Μάγκι ήταν στα πάνω της και διακήρυττε με ηγεμονική αυτοπεποίθηση ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα (δεν έλεγε  «εαυτοί» παρόλο που πολλοί ταύτισαν την εποχή της με μια κουλτούρα άκρατου «εαυτισμού» ή εγωισμού, όπως συνηθίζουμε να το λέμε) και καλά θα κάναν τα άτομα να μην κλαψουρίζουν και να μην παρακαλούν συνέχεια το κράτος να τους λύσει τα προβλήματα τους, εκτός απο αυτούς στα ανώτατα εισοδηματικά κλιμάκια που κλαψούριζαν ότι ο φόρος εισοδήματός τους ήταν βαρύς κι ασήκωτος. Αυτούς τους άκουσε η Μάγκι και κατέβασε τον συντελεστή φορολογίας τους απο 83% στο 60%. Αυτό το έκανε το 1979 μετά την πρώτη εκλογική της νίκη. Στον προϋπολογισμό του 1988 τον έκοψε κι άλλο κι έφτασε το 40%. Φαίνεται ότι το κλάμα τους ήταν σπαρακτικό. Ενώ για το ιστορικό, ο βασικός φόρος εισοδήματος έπεσε από το 33% που ήταν το 1979 στο 30%, και μετά απο διαδοχικές μειώσεις τελικά στο 25% το 1988. Υπολογίστε ποιος έκλαιγε πιο σπαρακτικά.

Τέλος πάντων, "may she rest", για κάποιους −ή "rust" για κάποιους άλλους με κάπως διαστροφική αίσθηση χιούμορ− "in peace" ("iron lady", ένεκα το "rust", δηλαδή, σκουριάζω).

Εκείνη την εποχή ήμουν στο Λονδίνο αλλά δεν ασχολούμουν ιδιαίτερα με τα κατορθώματα της Μάγκι, παρόλο που με απασχολούσε κι εμένα όπως κι αυτήν η έννοια της ελευθερίας του ατόμου. Βέβαια, σε πολύ διαφορετικα συμφραζόμενα, εγώ μέσα στη γλυκιά και ανέμελη ανωνυμία ενός φοιτητή (ας είναι καλά το Ελληνικό κράτος που μέσα από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών, μου είχε προσφέρει μια υποτροφία), εκείνη ένας απο τους πιο σημαντικούς παίκτες της εποχής στη διεθνή πολιτική σκηνή. 

«All the world's a stage, And all the men and women merely players» που έλεγε και ο βάρδος διά στόματος του μελαγχολικού Jacques στη δεύτερη πράξη, σκηνή έβδομη, «As you Like it». Η ιδέα ήταν της μόδας εκείνη την εποχή και αποδίδεται, όχι με σιγουριά, στον Πετρόνιο "quod fere totus mundus exercet histrionem".

Εδώ να σημειώσουμε ότι καλά θα κάνανε οι φοιτητές κοινωνιολογίας, ψυχολογίας, πολιτικής φιλοσοφίας, πολιτικής ιστορίας και ακόμα και Οικονομικών να διαβάσουν Shakespeare. Για τους φοιτητές ψυχολογίας δε, θα έπρεπε η μελέτη του Shakespeare να είναι απολύτως υποχρεωτική. 

Ας είναι. 

Τότε λοιπόν, επί πρωθυπουργίας Thatcher, ως νεαρός και κάπως επίδοξος αριστερός διανοούμενος δεν μπορούσα να συμφωνώ με την Μάγκι (για το ιστορικό, τελικά ούτε αριστερός έγινα, ούτε διανοούμενος). Ούτε όμως με τον τωρινό υπουργό Οικονομικών κατάφερα να συμφωνήσω τότε, και μάλιστα μαλώσαμε ένα απόγευμα στο αμφιθέατρο του London School of Economics and Political Science, LSE για συντομία, και δεν μου το συγχώρησε ποτέ ο Ευκλείδης, γιατι είναι παρεξηγησιάρης και απίστευτα self-righteous και δεν συγχωρεί εύκολα − καλά βέβαια να 'ναι ο άνθρωπος στο τρομαχτικά δύσκολο έργο που έχει επιλέξει να επιτελέσει. Δεν τον ειρωνεύομαι καθόλου. Οποιοσδήποτε κι αν βρισκόταν σ' αυτή την ιστορική συγκυρία στο θεσμικό του ρόλο θα είχε ένα τρομαχτικά δύσκολο έργο να επιτελέσει. Όσα διδακτορικά κι αν είχε, και άσχετα με το αν ήταν Κευνσιανός, Νεο-Κευνσιανός, Νεοφιλεύθερος, Νεο-Μαρξιστής ή οτιδήποτε άλλο. Να το πω διαφορετικά, οι βαθμοί (ή τα περιθώρια) ελευθερίας για οποιονδήποτε Ελληνα Υπουργό Οικονομικών σ' αυτό το ιστορικό παιχνίδι της διαπραγμάτευσης θα ήταν, και είναι, αυστηρά προσδιορισμένοι. Αυτό δεν συνεπάγεται βέβαια ότι όποιος και να έπαιζε αυτόν το ρόλο θα έκανε το ίδιο.

Διάβαζα λοιπόν τότε τους φιλοσόφους μου, επιλεκτικά, ψάχνοντας τη λύση στο πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης. Descartes, αχ αυτό το "Je pense, donc je suis", αυτή η τρομακτικά αλλαζονική φαντασίωση του κυρίαρχου υποκειμένου που δήθεν δεν χρειάζεται τίποτα άλλο για να σιγουρευτεί ότι υπάρχει, παρά μόνο τη σκέψη του. Βαριά κληρονομιά στη δυτική σκέψη που βρίσκει τον απόηχό της σε μια άλλη φαντασίωση, αυτήν της κυριαρχίας του καταναλωτή που μαθαίναμε σαν φοιτητούδια Οικονομικών. Hume, ο πονηρός, πανέξυπνος και ριζοσπαστικός φιλόσοφος του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού και αυτός για τον οποίο είπε ο Kant ότι τον ξύπνησε από τον λήθαργό του. Kant λοιπόν, που για χάρη του κάθισα να μάθω Γερμανικά για να μπορέσω να διαβάσω τουλάχιστον την «Κριτική του Καθαρού Λόγου» στα Γερμανικά, και άξιζε τον κόπο και με το παραπάνω. Hegel, δεν τον άντεχα, αλλά δεν μπορούσα να τον αποφύγω, ωστόσο, σημειώνω εδώ ότι το κομμάτι της Φαινομενολογίας που περιγράφει τη δαλεκτική σχέση ανάμεσα στον Κύριο και τον Δούλο, "Herrschaft und Knechtschaft" γερμανιστί, είναι εξαιρετικά χρήσιμο όσον αφορά τη γενικότερη έννοια της σχεσιακότητας μέσα απο την οποία αλληλοπροσδιορίζονται και αναδύονται τα υποκείμενα. Schopenhauer, Kierkegaard (από τους πολύ αγαπημένους μου), Nietzsche, εδώ τι να πω, μόνο να αναφέρω την πρόταση: «Το δόγμα της ελεύθερης βούλησης εφευρέθηκε για τον σκοπό της τιμωρίας και για να βρίσκουμε ενόχους»... Λίγο Marx, με κούραζε, είναι η αλήθεια, και δεν μπορούσα να καταλάβω και τις μαθηματικές φόρμουλες για την πτωτική τάση του κέρδους, μια και ποτέ δεν τα κατάφερνα με τα μαθηματικά. Δεν ήταν και ο πιο γλυκός χαρακτήρας ανθρώπου, και από τα λίγα διαβάσματά μου τείνω να συμφωνώ με τον Bakunin ο οποίος έλεγε για τον Μαρξ ότι του έλειπε το ένστικτο της ελευθερίας και ότι ήταν από την κορφή μέχρι τα νύχια αυταρχικός. Ωστόσο, οι αναλύσεις του για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής τον 19ο αιώνα ήταν οξυδερκείς. Είναι μεγάλο κρίμα που νεαροί και λιγότερο νεαροί ένθερμοι οπαδοί του Milton Friedman δεν κάνουν τον κόπο να διαβάσουν λίγο Marx.

Και από εικοστό αιώνα, τον όχι τόσο γνωστό αλλά εξαιρετικά σημαντικό Alfred North Wthitehead ο οποίος, εκτός από τους πιο σημαντικούς μαθηματικούς του 20ού αιώνα, ήταν ίσως και ένας απο τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους, και όχι γιατί −όπως κάποιοι έχουν ισχυριστεί, και με το δίκιο τους− ήταν (και παραμένει) εξαιρετικά δυσνόητος. Όχι γι' αυτό, αλλά για τη σχεσιακή οντολογία που επεξεργάστηκε και που ήταν συγκλονιστική για τα δεδομένα της εποχής. Ακόμα και σήμερα, που η δυτική σκέψη έχει κάπως εξοικιωθεί με την έννοια της σχεσιακότητας (άλλο πράγμα η σχετικότητα, για να μην τα μπερδεύουμε) μέσα απο ιδέες που προέρχονται από την κβαντομηχανική, τον Einstein, τη γλωσσολογία του Ferdinand de Saussure, τον Μαρξισμό, την κυβερνητική, την κοινωνιολογία, τον μεταμοντερνισμό, τη συστημική θεραπεία, για να αναφέρω επιλεκτικά ορισμένα ρεύματα, παραδείγματα, ή σταθμούς που έχουν σημαδέψει τη δυτική σκέψη από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Μην ξεχνάμε βέβαια και πιο παλιά και τον δικό μας τον Αριστοτέλη (ο Πλάτωνας είναι άλλη ιστορία) και φυσικά και τον Shakespeare αλλά και τον John Donne, με εκείνο το συγκλονιστικό και συγκινητικό απόσπασμα, Meditation 17, Devotions upon Emergent Occasions το 1624, "No man is an iland, intire of it selfe... any mans death diminishes me, because I am involved in Mankinde;" (ορθογραφία της εποχής). Τέλος πάντων, ακόμα και σήμερα λοιπόν οι ιδέες του Whitehead συνεχίζουν να προκαλούν και να σκανδαλίζουν αυτό που λέμε κοινή λογική. Αν κάτι (μια οντότητα, είτε είναι άνθρωπος, είτε βράχος, είτε ηλεκτρόνιο) δεν κάνει καμμία διαφορά, αλλά καμμία, σε καμμία άλλη οντότητα στο σύμπαν (δηλαδή αν δεν σχετίζεται με καμμία άλλη οντότητα), τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό το κάτι πραγματικά υπάρχει. Οι σχέσεις δεν είναι δευτερεύουσες στην ύπαρξη κάθε οντότητας, δηλαδή δεν υπάρχει κάτι (μια οποιαδήποτε οντότητα) πρώτα ως τέτοιο, το οποίο μετά σχετίζεται με άλλες οντότητες. Μόνο μέσα απο τις σχέσεις ορίζεται και αναδύεται κάτι ως αυτό που είναι. Ο Wthitehead θα έλεγε στον Descartes «Σχετίζομαι άρα υπάρχω». Εδώ χωράει μεγάλη κουβέντα βέβαια. Για να υπάρχει σχέση, πρέπει να υπάρχουν αυτά που σχετίζονται, αλλιώς, για τι σχέση μιλάμε;

Άλλος εξαιρετικά σημαντικός φιλόσοφος, με τον οποίο είχα και κόλλημα για πολλά χρόνια, ήταν ο Karl Popper τον οποίο ακόμα θεωρώ κι αυτόν έναν απο τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους του 20ού αιώνα, όχι για την πολιτική του φιλοσοφία, που ήταν αφελής και κοινότυπη, αλλά για τη ριζοσπαστική επιστημολογία του που άνοιξε το κουτί της Πανδώρας σχετικά με το ερώτημα «Τι είναι Επιστήμη;», και μετά έχοντας καταλάβει ο ίδιος τι έκανε, προσπαθούσε όλη του τη ζωή να το κλείσει, αλλά δεν έκλεινε. Άσχετα με το πού θα βάλουμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επιστήμη και στη μη επιστήμη, και άσχετα με το τι κριτήριο προτιμάμε και προτείνουμε για να ξεχωρίσουμε επιστημονικές θεωρίες από μη επιστημονικές θεωρίες, π.χ. ο Popper πρότεινε το κριτήριο της διαψευσιμότητας, το ερώτημα «Τι είναι Επιστήμη (και τι δεν είναι)» δεν απαντιέται επιστημονικά. Είναι αναπόφευκτα μετα-επιστημονικό ερώτημα. Άντε τώρα να το κλείσεις το Κουτί της Πανδώρας. Πώς να το κάνουμε, όμως; Σε μερικά πράγματα δεν χωράει πολλή συζήτηση, κι ας είναι καλή η συζήτηση, κι ας είναι ίσως η μόνη μας ελπίδα. Όσο για τον επαγωγισμό, τον εμπειρισμό, τον θετικισμό της σχολής της Βιέννης, παρόλες τις σφοδρές επιθέσεις που δέχτηκαν από τον Popper, ζουν και βασιλεύουν ακόμα. Για όσους τυχόν ενδιαφερθούν να διαβάσουν Popper, θα τους προέτρεπα να διαβάσουν και Imre Lakatos και ακόμα πιο πολύ θα τους προέτρεπα να μη διστάσουν ούτε να τρομάξουν να διαβάσουν και Paul Feyerabend, enfant-terrible της φιλοσοφίας της επιστήμης, ο οποίος κέρδισε τον Popper στο ίδιο του το παιχνίδι. Οι ορθολογιστές και επιστήμονες φίλοι μου, αριστεροί και δεξιοί (ναι, έχω και δεξιούς φίλους, ή μάλλον για να ακριβολογώ, έναν μόνο επίσημα δεξιό φίλο έχω, ο οποίος ψηφίζει ΝΔ, αλλά είναι πολύ αγαπημένος, ένας εντιμότατος και πανέξυπνος άνθρωπος για τον οποίο θα μιλήσω κάποια άλλη φορά) βρίσκουν τον Feyerabend πολύ ακραίο και επικίνδυνο κιόλας. Διαφωνώ μαζί τους και συνεχίζω να υποστηρίζω ότι είναι εξαιρετικός φιλόσοφος.

Αλλά και Αdorno διάβαζα και μάλιστα με σαγήνευε τότε. Ο Adorno δεν άντεχε τον Popper κι ο Popper δεν τον άντεχε αυτόν, τα αισθήματα βαθιάς αντιπάθειας ήταν αμοιβαία, και πάλι καλά που ήταν φιλόσοφοι, αλλιώς θα 'χαν έρθει στα χέρια. Βέβαια, κι ο Wittgenstein φιλόσοφος ήταν, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να απειλήσει τον Popper με ενα σκαλιστήρι τζακιού (το περίφημο Wittgenstein's poker) αν και οι γνώμες διίστανται για το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το απόγευμα του Οκτωβρίου 1946 στο Cambridge. Όπως και να 'χει, μια εποχή διάβαζα πολύ Wittgenstein με τεράστια ευχαρίστηση (όχι τον πρώιμο Wittgenstein του Tractatus, αλλά τον ύστερο του Philosophical Investigations). Ο Heidegger δεν μου άρεσε ούτε και ο Sartre. Παρόλο που ο Marx με κούραζε, όπως προανέφερα, διάβαζα Althusser μάλλον γιατί ήταν της μόδας, αλλά και γιατί μου άρεσε, ή ίσως να μου άρεσε γιατί ήταν της μόδας. Όπως και να 'χει, ακόμα θεωρώ οτι κάποιες ιδέες του ήταν και παραμένουν πολύ χρήσιμες. Όταν έμαθα ότι έπνιξε τη γυναίκα του, Hélène, καθώς αυτή κοιμόταν συγκλονίστηκα και θύμωσα, και όταν διάβασα και το σχετικό απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό του έργο «L’ avenir dure longtemps» θύμωσα ακόμα πιο πολύ, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα όσον αφορά την εκτίμησή μου για κάποιες από τις ιδέες που ανέπτυξε.

Και δεν θα μπορούσα να μη διαβάσω Foucault παρόλο που εκείνη την εποχή δεν ασχολιόμουν με την «τρέλα». 'Οσο για τους μεταδομιστές φιλοσόφους όπως ο Derrida και οι μεταμοντέρνοι, δεν είχα πολύ χρόνο γι' αυτούς. Με εκνεύριζαν ταμάλα. 

Διάβαζα λοιπόν τους φιλοσόφους μου και προσπαθούσα να λύσω το μυστήριο της ελευθερίας της βούλησης, ή του υποκειμένου, αν προτιμάτε. Και έφερνα τον εξαιρετικό καθηγητή μου, τον Νίκο Μουζέλη −για τον οποίον διατηρώ ακόμα, κι ας έχουν περάσει 30 και χρόνια, αμείωτα συναισθήματα σεβασμού και αγάπης−, τον έφερνα λοιπόν σε απελπισία και μου 'λεγε «Αλέξη, καλή η φιλοσοφία, αλλά εσύ έχεις ένα διδακτορικό να τελειώσεις στην Κοινωνιολογία, όχι στη Φιλοσοφία. Συγκεντρώσου να δεις τι θα κάνεις, και σε κάθε περίπτωση σταμάτα να ψάχνεις ψύλλους στα οντολογικά άχυρα. Δεν υπάρχει άτομο ή υποκείμενο έτσι αφηρημένα. Υπάρχουν μόνο κοινωνικά υποκείμενα με δομικά διαφορετική εμβέλεια επιρροής στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ανάλογη των θεσμικών τους ρόλων, τα οποία απολαμβάνουν μέσω των θεσμικών τους ρόλων διαφορετικούς βαθμούς ελευθερίας. Εκεί ψάξε τη λύση. Ασε που η λύση έχει βρεθεί, μόνο που ακόμα είναι κάπως άκομψη και θέλει λίγο μάζεμα». 

Αλλά εγώ είχα τα μυαλά στα φιλοσοφικά κάγκελα και δεν τον άκουγα. Κι όμως, είχε δίκιο. Ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη μας την υπόθεση του υποσυνείδητου, που μας έχει αλλάξει τα φώτα (τουλάχιστον στη δυτική σκέψη) από τον Freud και μετά, η λύση βρίσκεται στην ανάλυση των εκάστοτε ιστορικών μηχανισμών μέσα από τους οποίους αναδύονται κοινωνικά υποκείμενα με διαφορετικούς βαθμούς ελευθερίας, εξουσίας και επιρροής, αναπόφευκτα μέσα από σχέσεις εξουσίας, ή πιο αφηρημένα, αν σας ενοχλεί η έννοια της εξουσίας, μέσα σε σχεσιακά πλέγματα αλληλεπίδρασης. 

Είναι τόσο συγκλονιστικά απλό. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν έχουμε όλοι την ίδια ελευθερία, την ίδια εξουσία, την ίδια επιρροή στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ιδέα ότι είμαστε όλοι ελεύθεροι, οντολογικά, αν προτιμάτε, ή αν προτιμάτε τις μπούρδες που έλεγε ο Sartre και η Μάγκι, be my guests, και ότι απολαμβάνουμε την ίδια ελευθερία επιλογών κι αν δεν την εξασκούμε σωστά, ας προσέχαμε, είναι η χειρότερη ιδέα από τότε που κάποιος φουκαράς Τρώας είπε «Ναι, ναι, να το πάρουμε μέσα στην πόλη αυτό το κάπως ύποπτα μεγάλο ξύλινο άλογο, είναι η τελευταία λέξη της μόδας αυτά τα ξύλινα αγάλματα». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ