Κινηματογραφος

La La Land

Ένα μιούζικαλ του Εγώ

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
341967-710931.jpg

Η επιτυχία της ταινίας του Ντέμιεν Τσαζέλ «La La Land» οφείλεται, νομίζω, περισσότερο στις κοινωνικές συνθήκες αυτών των ημερών και λιγότερο στις καλλιτεχνικές της αρετές. Έχουμε μεγάλη ανάγκη από χρώματα, ήχους κι αστερόσκονη: περιμένουμε από τον κινηματογράφο να μας σώσει τη ζωή για μια ακόμα φορά. Το παρόν είναι απογοητευτικό· γι’ αυτό νoσταλγούμε το παρελθόν: ιδιαίτερα για μας τους baby-boomers, το χολιγουντιανό μιούζικαλ ήταν και παραμένει μέρος της παιδικής μας ηλικίας. Μεγαλώναμε όταν οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι είχαν τελειώσει κι όταν οι οθόνες ήταν τεράστιες και χρωματιστές· τα χολιγουντιανά μιούζικαλ σκορπούσαν αστερόσκονη πάνω μας και γέμιζαν με όνειρα τα παιδικά μας κεφάλια.

Έτσι, ένα tribute στα μιούζικαλ της χρυσής εποχής (μολονότι καμιά εποχή δεν ήταν χρυσή) μας ενθουσιάζει και σπεύδουμε να το χαρακτηρίσουμε αριστούργημα. Με τους νοσταλγούς του μιούζικαλ συμφωνούν, για τον αντίθετο λόγο, πολλοί κριτικοί και θεατές που δεν έχουν την εμπειρία αυτού του χολιγουντιανού είδους: το «La La Land» δεν τους θυμίζει τίποτα πέρα από αποσπασματικές εικόνες τηλεοπτικών επαναλήψεων. Στην πραγματικότητα, παρά τις προθέσεις του, ούτε σ’ εμένα θυμίζει τίποτα· μου φαίνεται ένα fake tribute που ταιριάζει στη συγκυρία του εγωτισμού και των fake events.

Το σενάριο είναι προσχηματικό όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτό το κινηματογραφικό είδος: δυο νέοι συναντιούνται, στην αρχή δυσπιστούν, ύστερα ερωτεύονται – στην περίπτωση του «La La Land» ερωτεύονται τον εαυτό τους. Η πρώτη αδυναμία του «La La Land» έναντι, ας πούμε, των ταινιών με τον Τζιν Κέλι, τον Φρεντ Ασταίρ και τη Ρίτα Χέιγουερθ είναι οι ίδιοι οι ήρωες: παρά τη δυνατή παρουσία του Ράιαν Γκόσλινγκ (περισσότερο παρουσία, παρά ερμηνεία), τα δυο κεντρικά πρόσωπα δεν κερδίζουν τη συμπάθεια· στροβιλίζονται γύρω από το Εγώ τους που όλο και μεγεθύνεται ενώ η χημεία μεταξύ τους φθίνει προς την ανυπαρξία.

Αν ο Ντέμιεν Τσαζέλ είχε σκοπό να αφηγηθεί ένα χρονικό φτωχών εραστών, νομίζω ότι απέτυχε. Ο Σεμπ και η Mία είναι δυο δήθεν ονειροπόλοι –στην πραγματικότητα λίγο αριβίστες– που θυσιάζουν τον έρωτα για την καριέρα την οποία ονομάζουν «όνειρο». Οι αποτυχίες και οι εξευτελισμοί που υφίστανται είναι ήσσονες και μπανάλ· καμιά δοκιμασία δεν είναι αρκετή για να αλλάξει τη στάση τους, την τροχιά γύρω από τον εαυτό τους.

Αληθινός χαρακτήρας της ταινίας αναδεικνύεται το σκηνικό, η πόλη του Λος Άντζελες: θυμήθηκα, αναπόφευκτα, το «One from the Heart» του Κόπολα όπου το σκηνικό (το Λας Βέγκας) ήταν δυσανάλογο μπροστά στους ελλειμματικούς ανθρώπινους χαρακτήρες· τους χάρτινους, τους χωρίς βάθος και πάθος. Το ίδιο συμβαίνει και στο «La La Land»: δύο Εγώ συναντιούνται για μια σύντομη στιγμή και στη συνέχεια αποκλίνουν αναζητώντας δόξα και χρήμα.

Δεν θέλω να κάνω ιδεολογική κριτική στην ταινία (διάβασα κάμποσα ανόητα politically correct σχόλια από καθαρολόγους της τζαζ και άλλους πουριτανούς), αν και, πράγματι, τα First World problems σπανίως με συναρπάζουν. Η πρώτη αντίρρησή μου, ωστόσο, σχετίζεται με το σενάριο από το οποίο η συγκίνηση απουσιάζει –ο έρωτας του Σεμπ και της Μία, ακριβώς επειδή ο Τσαζέλ μιμείται το παλιό μιούζικαλ, παραείναι συνετός, χλιαρός ίσως· γι’ αυτό και χωρίζουν τόσο εύκολα, για το τίποτα σχεδόν – πράγμα που δεν εξηγεί τη δική τους νοσταλγία στο τέλος. Ακόμα λιγότερο τη δική μας.

Το δεύτερο σημείο που μαρτυρεί κάποια αδεξιότητα του Τσαζέλ είναι το ίδιο το κάδρο. Ενώ διαθέτει όλα τα απαραίτητα υλικά, το αποτέλεσμα μοιάζει με ένα άθροισμά τους. Στα «Κορίτσια του Ροσφόρ» –για παράδειγμα– το κάθε κάδρο ήταν ένας ζωγραφικός πίνακας· τα αναληθοφανή χρώματα, από τα φορέματα μέχρι τις ανταύγειες της γαλάζιας ώρας, δημιουργούσαν έναν μαγικό κόσμο ηδύτητας και αθωότητας. Στο «La La Land», το κάδρο είναι πρόχειρο, σαν τυχαίο, συχνά παραφορτωμένο – κι αυτό μολονότι οι καλές ιδέες δεν λείπουν· όπως, για παράδειγμα, η αναπαράσταση του «Επαναστάτη χωρίς αιτία» (η επίσκεψη στους χώρους της ταινίας, στο Γκρίφιθ Παρκ και στο Πλανητάριο), καθώς και η φανταστική εκδοχή της ιστορίας στο τέλος, το ανέφικτο rewind που όλοι ονειρευόμαστε προκειμένου να μην κάνουμε τα ίδια λάθη (και να κάνουμε διαφορετικά λάθη.) Μερικές σκηνές καταλήγουν, μέσα στην πανδαισία των χρωμάτων και εξαιτίας τους, ελαφρώς κακόγουστες (για παράδειγμα η σεκάνς στην πισίνα): ίσως αυτή είναι η μοίρα όλων των έργων pastiche, που, εκ ορισμού μιμούνται και αντιγράφουν άλλα έργα. Μερικά από αυτά τα έργα, ας το παραδεχτούμε, είναι αξεπέραστα: το «Τραγουδώντας στη βροχή» (της προαναφερθείσας εποχής της αθωότητας), το «Hello Dolly!» (στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ένας ασυναγώνιστα αξιολάτρευτος χαρακτήρας), το «Kαμπαρέ» και το «All That Jazz» (όταν η αθωότητα έχει παρέλθει) – θα μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες ταινίες, μερικές από τις οποίες έχουν μισοξεχαστεί χωρίς να χάσουν την τέλεια αρτιότητά τους, εκείνη την προσοχή στη λεπτομέρεια που κάνει τον κινηματογράφο προέκταση του μυαλού. Βγαίνοντας από το «La La Land», που μου φάνηκε αορίστως ευχάριστο, είχα την εντύπωση ότι ο Τσαζέλ δεν έχει κατανοήσει το χολιγουντιανό μιούζικαλ, ότι το έχει παρεξηγήσει, ότι του έχει διαφύγει η ανθρώπινη ουσία του.

Επιπλέον, δεν τα καταφέρνει στην κινηματογράφηση των χορευτικών σκηνών· ο ρυθμός του είναι προβληματικός· ούτε τον βοηθάει η χορευτική δεξιότητα των ηθοποιών. Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον Φρεντ Ασταίρ και την Τζίντζερ Ρότζερς, από τον Μίκι Ρούνι και την Τζούντι Γκάρλαντ: όχι μόνο επειδή ο Ράιαν Γκόσλινγκ και η Έμμα Στόουν δεν είναι ούτε χορευτές, ούτε τραγουδιστές, αλλά επειδή τους λείπει η ανθρωπιά, το χιούμορ, εκείνο το σπαρακτικό και αστείο στοιχείο που έκανε τα χολιγουντιανά μιούζικαλ ύμνο στη χαρά της ζωής.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ