Πολιτικη & Οικονομια

Edito 176

Η σιωπή τους, για όσους μπορούσαν να την ακούσουν, ήταν εκκωφαντική.

14241-108382.jpg
Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 176
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
91900-206431.jpg

Στην εφημερίδα το είχαμε αποφασίσει σιωπηλά και λίγο αυτονόητα. Την Κυριακή ραντεβού στο Σύνταγμα. Την Κυριακή το μεσημέρι δεν μου φαινόταν πια τόσο αυτονόητο. Όχι γιατί δεν συμφωνώ πως όταν η κεντρική πολιτική σκηνή έχει τόσο πολύ μπλοκάρει, οι αυτόνομες πρωτοβουλίες από τους πολίτες είναι πολύτιμες. Αλλά γιατί νομίζω ότι δεν είναι πια ο καιρός της διαμαρτυρίας, αλλά ο καιρός των προτάσεων. Ίσα ίσα, σ’ αυτό τον τόπο καταναλώνουμε τόσο μεγάλη δόση διαμαρτυρίας, που καταντάει άλλοθι, αυτάρεσκος καθησυχασμός. Ο ηρωικός λαός που αντιστέκεται, που λέει τα μεγάλα όχι και πάντα κάποιοι άλλοι φταίνε –όχι εμείς–, οι κακοί. Από άλλα πράγματα έχουμε έλλειψη, από ιδέες, από προτάσεις, από πολιτικές επιλογές. Τα «φτάνει πια», τα «δεν θα περάσει» τα έχουμε εύκολα, τι θα περάσει, όμως, ποτέ δεν λέμε. Είναι κι αυτό μια άλλη μορφή συντηρητικότητας.

Για να έχω ολόκληρη την εικόνα, άνοιξα την τηλεόραση. Τελείωνε το συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος και ο πρωθυπουργός της χώρας εκφωνούσε έναν, όπως πάντα, βαρυσήμαντο λόγο. Παρακολούθησα λίγο υπνωτισμένος από το στακάτο ρυθμό, τις ρυθμικές χειρονομίες, το συνεχή, χωρίς κενά λόγο. Ένας λόγος συμπαγής, χωρίς ρωγμές, χωρίς ερωτηματικά, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς ενοχές, μέσα στην αυταρέσκειά του αυτιστικός. Ένα κλειστό σύμπαν. «Θα οδηγήσω με στιβαρό χέρι την Ελλάδα στον 21ο αιώνα». Έξω η πόλη θρηνούσε το τελευταίο της δάσος, την Πάρνηθα.

Έκλεισα την τηλεόραση και την πόρτα, κατέβηκα στο δρόμο. Η Πανεπιστημίου ήταν ήσυχη. Δεν άκουγα φωνές, σκέφτηκα, Ιούλιος με καύσωνα, ο κόσμος είναι στις παραλίες. Καθώς πλησίαζα στη Βουλή, άκουσα τον παράξενο ψίθυρο. Έναν ψίθυρο από χιλιάδες ανθρώπους, το Σύνταγμα ήταν γεμάτο. Δεν υπήρχαν μπλοκ παρατάξεων, κομματικές αντιπροσωπείες, κορδόνια περιφρούρησης. Δεν υπήρχαν αυτά τα τεράστια επαγγελματικά πανό, τόσο μεγάλα όσο να φαίνεται το πραγματικό μήνυμα, που είναι η υπογραφή. Δεν υπήρχαν ντουντούκες, συνθήματα, μία η ντουντούκα, τέσσερις εμείς. Ο κόσμος ήταν σιωπηλός. Χωρίς το σκηνοθετημένο παλμό των διαδηλώσεων, αλλά με τη χαμηλόφωνη ένταση του ψίθυρου. Διάλεξαν μια Κυριακή, δεν σταμάτησαν την κυκλοφορία να προκαλέσουν έμφραγμα στην πόλη, δεν διάλεξαν μια εργάσιμη μέρα, δεν είχαν δεύτερη σκέψη να κερδίσουν κάτι, ενστικτωδώς ήξεραν ότι όταν αναλαμβάνεις έναν αγώνα, πρώτα εσύ πρέπει να προσφέρεις, να θυσιάσεις κάτι, έστω κι αν είναι ένα καλοκαιρινό σαββατοκύριακο στη θάλασσα.

Μερικές χιλιάδες άνθρωποι, σιωπηλοί έξω απ’ τη Βουλή, συγκεντρωμένοι με ένα sms, μέσω διαδικτύου, με e-mail. Δεν υπήρχαν ΜΑΤ με γκλομπ, ούτε κουκουλοφόροι με μολότοφ. Ήξεραν κι αυτοί ότι σ’ αυτή την περίπτωση, το παιχνίδι του θεάματος δεν θα μπορούσε να παιχτεί από κανέναν. Ήταν μια ψιθυριστή διαδήλωση των κανονικών ανθρώπων. Δεν είναι ότι αυτοί δεν ξέρουν, δεν έχουν γνωρίσει βία. Τη βία της ανασφάλειας, της στέρησης, της εκμετάλλευσης, της ιεραρχίας, του αδιέξοδου, του άγχους. Καταλάβαιναν όμως, ίσως, ότι η απάντηση σ’ αυτήν τη βία δεν είναι πια το παλιό παιχνίδι των παλιών συμβόλων, το σπάσιμο της βιτρίνας, το σπάσιμο του καθρέφτη, προτιμάνε να αλλάζουν τον καθρέφτη, να μεταδώσουν αυτοί το μήνυμα, να τον χρησιμοποιήσουν ανάποδα, να επικοινωνήσουν τη θλίψη τους μέσω μιας οθόνης, Κυριακή 7 το απόγευμα, να είσαι εκεί.

Ίσως έχει δίκιο ο Techi λίγες σελίδες παρακάτω, μια «αυθόρμητη» διαδήλωση στο Σύνταγμα δεν είναι το «νέο», είναι πολιτική δράση προ-δικτυακού κόσμου. Ωστόσο νομίζω ότι το πραγματικά νέο στη συγκέντρωση της Κυριακής δεν ήταν η μια διαδήλωση για την καμένη Πάρνηθα. Ούτε καν, όσο καινούργιο και σημαντικό κι αν είναι αυτό, η οριζόντια κινητοποίηση ανθρώπων απ’ όλη την Αθήνα, απ’ όλες τις κοινωνικές ομάδες και ηλικίες, μέσω ενός νέου μέσου, του διαδικτύου, των κινητών, της τεχνολογίας. Νομίζω ότι το πιο σημαντικό, το πραγματικά διαφορετικό σ’ αυτή την περίεργη διαδήλωση, ήταν ο ψίθυρος. Ήταν η καινούργια πολιτική συμπεριφορά. Καθώς οι κανονικοί άνθρωποι, ακούραστοι κάτω απ’ τον ήλιο, στέκονταν αμίλητοι μπροστά στην κλειδαμπαρωμένη Βουλή, για μια στιγμή η σιωπή τους μου φάνηκε μια καινούργια γλώσσα. Χωρίς πολλές βεβαιότητες, χωρίς να προσπαθούν να πουλήσουν τίποτα, με τη σιωπηλή τους παρουσία δήλωναν απλώς την ύπαρξή τους. Τη θλίψη τους. Την επιθυμία τους να είναι μαζί, εκεί. Η σιωπή τους, για όσους μπορούσαν να την ακούσουν, ήταν εκκωφαντική.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ