Πολιτικη & Οικονομια

Πιασμένοι στη φάκα, σαν τα ποντίκια

Η μιλιταριστική συνήθεια που έγινε λατρεία

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
379984-783780.jpg

«Οι μικροί μαθηταί, ζωηροί, ευσταλείς, με κανονικόν βάδισμα, με υπαξιωματικούς ιδικούς των, διακρινόμενους δια το υπερήφανόν των παράστημα και την σοβαράν των επισημότητα, μετέδωσαν παντού την συγκίνησιν και τον ενθουσιασμόν». (Εφημερίδα Εμπρός, 26 Μαρτίου 1899)

«Το ολοκληρωτικής νοοτροπίας έθιμο της στρατιωτικοποίησης των νέων, ακόμα και των εξάχρονων παιδιών (…) δεν συναντάται στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Όχι πάντως στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Γιατί καλλιεργεί στη νέα γενιά ψυχολογία μαζικής πειθαρχίας, τέτοια που ελάχιστα συμβάλλει στη διαμόρφωση ελεύθερων κι ανεξάρτητων συνειδήσεων». (Εφημερίδα Ειδήσεις, Φεβρουάριος 1984).

Τα παραπάνω δημοσιεύματα τα χωρίζει ένα διάστημα ογδόντα πέντε χρόνων. Το πρώτο αποτελεί πιθανότατα την παλαιότερη αναφορά σε μια στρατιωτικού τύπου μαθητική παρέλαση στην Ελλάδα –μη θεσμοθετημένη ακόμα, καθώς αυτό έγινε επί Μεταξά. Το δεύτερο επικροτεί τη φημολογούμενη απόφαση της «κυβέρνησης της Αλλαγής» να καταργήσει αυτόν τον θεσμό.

Και τα δύο εκφράζουν απόλυτα την εποχή τους. Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι εκδηλώσεις αυτού του τύπου ήταν κάτι το πολύ συνηθισμένο σε όλη την Ευρώπη. Οι μαθητές αντιμετωπίζονταν σαν μελλοντικοί στρατιώτες και, πολύ λογικά, μερικά χρόνια αργότερα τα ίδια παιδιά σάπιζαν στα χαρακώματα. «Μάθαμε πως ένα καλογυαλισμένο κουμπί έχει μεγαλύτερη αξία από τέσσερις τόμους Σοπενχάουερ», γράφει ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. «Απορημένοι στην αρχή, θυμωμένοι αργότερα και στο τέλος αδιάφοροι, αναγκαστήκαμε να παραδεχτούμε πως δεν βαραίνει η σκέψη αλλά το σύστημα, όχι η ελευθερία αλλά η στρατιωτική εκπαίδευση». (Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, μετάφραση Ευάγγελος Αρχ. Αντώναρος, εκδόσεις Πάπυρος). Ήταν η ίδια νοοτροπία που αργότερα γέννησε οργανώσεις όπως η Balilla στην Ιταλία, η Hitlerjugend στη Γερμανία και η Ε.Ο.Ν. στην Ελλάδα.

Η εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έκανε επιτέλους σαφές ότι ο μιλιταρισμός έχει ακριβό τίμημα. Έτσι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι μαθητικές παρελάσεις καταργήθηκαν. Στα μέσα των 80s, με τον δεξιό λόγο κλεισμένο προσωρινά στο περίφημο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», οι συνθήκες ήταν ώριμες ώστε να καταργηθούν και στην Ελλάδα. Τελικά, παρά την αβάντα από τα φιλοκυβερνητικά έντυπα, το υπουργείο παιδείας έκανε πίσω και απέσυρε την τροπολογία.  

Την επόμενη δεκαετία, το αίτημα της κατάργησης ατόνησε και η συζήτηση έγινε καθαρά εθιμοτυπική. Ερχόταν στο προσκήνιο δύο φορές το χρόνο, τις μέρες των εθνικών επετείων και έπειτα ξεχνιόταν. «Δηλαδή εμείς που κάναμε παρελάσεις τι πάθαμε;» ήταν το βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών του θεσμού. Τα έθιμο μεταλλάχτηκε στις αρχές των 00s, με την εμφάνιση των πρώτων αλλοδαπών σημαιοφόρων. Έκτοτε, η διαμάχη επικεντρώνεται στο αν δικαιούνται να κρατούν τη σημαία και παιδιά τα χέρια των οποίων δεν είναι αναντάμ-παπαντάμ ελληνικά. Οι μεν κραυγάζουν «όχι», οι δε επιχειρούν να μιλήσουν σαν ενήλικες.

Φέτος, η ιστορία εμπλουτίστηκε με τις κληρώσεις στα δημοτικά σχολεία, αλλά και μ’ ένα άρωμα παλιού αμερικάνικου Νότου: Το παιδάκι από το Αφγανιστάν που είχε την ατυχία να κληρωθεί για σημαιοφόρος -αλλά χάρη στην κλασική νεοελληνική κουτοπονηριά, βρέθηκε να βαστάει αμήχανο ένα ταμπελάκι- είδε το σπίτι του να πετροβολείται. Η καταδίκη της πράξης ήταν, ευτυχώς, μαζική και θεσμική, καλύπτοντας τις γνωστές μισαλλόδοξες φωνές. Την ίδια στιγμή, όμως, το αίτημα για την πλήρη κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Ίσως λοιπόν είναι καλό να θυμόμαστε το πώς ξεκίνησαν οι άνθρωποι να παρελαύνουν.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς η καταγωγή αυτής της συνήθειας βρίσκεται στις ευρωπαϊκές μάχες κατά παράταξη, όπου οι στρατιώτες βάδιζαν συγχρονισμένα προς τον εχθρό που τους θέριζε με τα βόλια του. Ο Κιούμπρικ έχει γυρίσει μια διαφωτιστική τέτοια σκηνή στο “Barry Lyndon”.

Σ’ αυτό το είδος μάχης, η ελεύθερη σκέψη, το ένστικτο της αυτοπροστασίας ή ακόμη και οι αυτόνομες εξάρσεις ηρωισμού ήταν απαγορευμένα πράγματα. Το παν ήταν η τυφλή υποταγή σε παραγγέλματα. Ακόμα και το πιο απλό πράγμα του κόσμου, το να βάζει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και να βαδίζει, ο στρατιώτης όφειλε να το κάνει στον ρυθμό του ταμπούρλου.

Σύντομα, οι κεφαλές των κρατών κατάλαβαν πως το θέαμα των άβουλων μα αγέρωχων και συγχρονισμένων στρατιωτών μπορούσε να λειτουργήσει θετικά για τα συμφέροντά τους.  Αρχικά λοιπόν στην στρατοκρατική Πρωσία και στη συνέχεια παντού, οργανώθηκαν επίλεκτα τμήματα τα οποία παρήλαυναν μπροστά στους επευφημούντες πολίτες. Έχει δε ενδιαφέρον ότι αυτό έγινε την εποχή που η αρχικά φιλελεύθερη ιδέα του έθνους (παιδί του 18ου αιώνα) μετεξελισσόταν σε εκείνο που σήμερα ονομάζουμε εθνικισμό.           

Στα μέσα του 19ου αιώνα, έπειτα και από το σφαγείο του Αμερικανικού Εμφυλίου, οι μάχες έπαψαν να γίνονται κατά παράταξη. Τα πυροβόλα όπλα ήταν πια πολύ εξελιγμένα για κάτι τέτοιο. Οι παρελάσεις, όμως, είχαν έρθει για να μείνουν και μάλιστα εξαπλώθηκαν και στα σχολεία. Έτσι, αιώνες μετά, έχουμε ακόμη τη χαρά να βλέπουμε τα παιδιά μας (ελληνόπουλα και προσφυγόπουλα) να βαδίζουν προς έναν αόρατο εχθρό, στο Σύνταγμα και στην οδό Τσιμισκή, υπό τους ήχους εμβατηρίων.  

«Ένας σκασμός πατριώτες! Κι έπειτα, πήραν να λιγοστεύουν οι πατριώτες... Έπιασε βροχή, κι έπειτα όλο και λιγότεροι κι έπειτα τέρμα οι εμψυχώσεις, ούτε η παραμικρή, στο δρόμο. Ήμασταν λοιπόν μόνο αναμεταξύ μας πια; Ο ένας πίσω απ’ τον άλλονε; Η φανφάρα σταμάτησε. “Κοντολογίς”, είπα τότε εγώ, άμα είδα κατά που τραβούσε το πράγμα, “δεν έχει πια πλάκα! Γράψτε λάθος!” Κι έκανα να του δίνω. Μα ήταν αργά! Είχανε κλείσει στα μουλωχτά πίσω μας την πόρτα οι άμαχοι. Ήμασταν πιασμένοι στην φάκα, σαν τα ποντίκια».  (Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, μετάφραση Σ. Ιγγλέση Μαργέλου, εκδόσεις Εστία) 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ