Πολιτικη & Οικονομια

Θράσος: η λέξη-κλειδί;

Μήπως για μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα συμπολιτών μας είναι προτέρημα;

4755-35205.jpg
Ανδρέας Παππάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
379591-783216.jpg
EUROKINISSI / ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Σκέφτομαι μερικές φορές ότι το κλειδί της επιτυχημένης (εκλογικά) έως τώρα πορείας του Αλέξη Τσίπρα, και του ΣΥΡΙΖΑ κατ’ επέκταση, ίσως να βρίσκεται στη λέξη θράσος. Το χειρότερο όμως, δεν είναι αυτό. Είναι ότι υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι πως, ενώ για μένα –και για πολλούς άλλους, βέβαια– το θράσος θεωρείται αρνητική ιδιότητα (λέμε συχνά, «τι θράσος!» ή «αυτός είναι θρασύτατος», με επικριτική διάθεση), πιθανόν για μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα των συμπολιτών μας να είναι προτέρημα. Στο κάτω κάτω, λογικό δεν είναι, σε τελική ανάλυση, ο πολίτης να αναγνωρίζει –εν μέρει, έστω– και στοιχεία του εαυτού του σε αυτούς που επιλέγει να τον κυβερνήσουν;

Θράσος, λοιπόν, είναι:

• Να πιστεύεις ότι είσαι έτοιμος να κυβερνήσεις ενώ δεν υποψιάζεσαι καν ποια ακριβώς προβλήματα και διλήμματα θα κληθείς να αντιμετωπίσεις.

• Να υπόσχεσαι ότι θα σκίσεις τα μνημόνια, θα καταργήσεις τον ΕΝΦΙΑ, θα αποκαταστήσεις τους μισθούς στα πριν από το 2010 επίπεδα, θα, θα, θα, θα, χωρίς να έχεις ιδέα πώς θα γίνουν όλα αυτά.

• Να προκηρύσσεις δημοψήφισμα έτσι, στον βρόντο, διχάζοντας τον λαό, τη στιγμή που δεν ξέρεις καλά καλά κι εσύ τι θέλεις να κάνεις.

• Να συγκυβερνάς παρατεταμένα με τον Καμμένο και τους ανθρώπους του και συγχρόνως να διακηρύσσεις πως είσαι «η πρώτη αριστερή κυβέρνηση» της χώρας.

• Να υπόσχεσαι ότι θα μοιράσεις χρήματα (στην εκλογική σου πελατεία κυρίως), τη στιγμή που χρωστάς κάποια δισεκατομμύρια (αυτά, σε μη εκλογικούς σου πελάτες κυρίως, αλλά όχι μόνο).

• Να μιλάς για ανάκαμψη όταν η μεσαία τάξη, και οι ελεύθεροι επαγγελματίες ειδικότερα, στενάζουν υπό το βάρος των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών.

• Να μιλάς για ανάγκη επενδύσεων και τα περισσότερα στελέχη σου να τις εμποδίζουν ή να τις απαξιώνουν («στα τσακίδια») με κάθε δυνατό τρόπο.

• Να γλείφεις τον Τραμπ αφού προηγουμένως έχεις υμνήσει τον Μάο και τον Κάστρο.

• Να κάνεις ρεβεράντζες σε όλους εκείνους που κάποτε τους αποκαλούσες τοκογλύφους και κοράκια.

• Να επιμένεις να μιλάς αγγλικά, και μάλιστα να κάνεις και χιούμορ, παρά το ότι πρόκειται για γλώσσα την οποία εμφανέστατα αγνοείς.

• Να συμπεριφέρεσαι στις επαφές με τους ξένους ηγέτες σαν να είσαι στην καφετέρια με τον Καρανίκα και να βλέπετε μπάλα (ανοιχτά πόδια, χασμουρητά, ύφος μπλαζέ).

• Να οργανώνεις εκδρομή-φιέστα στη Μακρόνησο και το μόνο που να μένει να είναι η φωτογραφία του ανεκδιήγητου Κατρούγκαλου με το μαντιλάκι του κάτω από τις κολόνες-σύμβολο, ή εκείνη, του γραμματέα του κόμματος να σηκώνει το λάθος χέρι σε αριστερό (λέμε, τώρα...) χαιρετισμό.

 • Να, να, να... Ας μη γίνω κουραστικός.

Θυμάμαι την έντονη διασταύρωση επιχειρημάτων που είχα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με αρκετούς καλούς φίλους και ομοϊδεάτες από τον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς. Το επίδικο θέμα ήταν ότι υποστήριζα πως το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ έχει ρίζες στην ίδια τη δομή της ελληνικής κοινωνίας, ότι δεν ήταν εφήμερο ή φευγαλέο φαινόμενο, ούτε μπορούσε να ερμηνευτεί απλώς και μόνο με αναφορές στην ιδιαίτερη ακτινοβολία του ηγέτη του. Χωρίς να παραβλέπω τα στοιχεία εθνικολαϊκισμού που κυοφορούνταν και επωάζονταν στο ΠΑΣΟΚ (από αυτόν τον σπόρο θα ξεπηδούσε, άλλωστε, σύντομα το τέρας του αυριανισμού), επέμενα ότι θα ήταν λάθος να υποτιμά κανείς τη δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ, και του Ανδρέα Παπανδρέου ειδικότερα, να απευθύνεται στην ψυχή του Νεοέλληνα. Αυτού ειδικά του Νεοέλληνα που, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να «τρώει λάχανο» τον συνέταιρό του ή να ρίχνει και καμιά ψιλή στη γυναίκα του ή στην κόρη του, αλλά κατά τα άλλα τού αρέσει να δηλώνει «δημοκρατικός», «προοδευτικός», ακόμα και «αριστερός».

Μήπως, λοιπόν, όλα αυτά τα δείγματα θράσους, για να επανέλθω στον αρχικό μου προβληματισμό, δεν έχουν αρνητικό πρόσημο για όλους; Μήπως κάποιοι συμπολίτες μας γουστάρουν, ας πούμε, που ο Τσίπρας αδιαφορεί για τους κανόνες με τους οποίους (οφείλει να) συμπεριφέρεται ένας πρωθυπουργός στις διεθνείς επαφές του; Μήπως τελικά, ακόμα και όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έλεγε ότι «φεύγουν οι βάσεις του θανάτου» και την ίδια στιγμή υπέγραφε συμφωνία για να μείνουν, οι πολίτες που –εκλογικά, τουλάχιστον– τον επιβράβευαν δεν ήταν και τόσο αφελείς όσο νομίζουν ορισμένοι; Μήπως λίγο τους ένοιαζε αν οι βάσεις θα έμεναν ή θα έφευγαν, αν ο «μεγάλος», με τον οποίο εν πολλοίς ταυτίζονταν, άλλα έλεγε και άλλα έκανε; Μήπως αρκούσε ότι ήταν μάγκας και καραμπουζουκλής, ότι ήταν καλός στο «παραμύθι» και στο «καουμποηλίκι»;

Τι να πω; Ας ελπίσω ότι δεν ισχύουν όλα αυτά, ότι εγώ βλέπω φαντάσματα. Αλλιώς... Αλλιώς δύσκολα θα ξεμπλέξουμε από τους Τσιπροκαμμένους. Ούτως ή άλλως πάντως, ας το πάρουμε απόφαση: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα με το οποίο ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας ταυτίζεται, θεωρώντας το εικόνα και προέκταση της δικής του κοσμοαντίληψης και των δικών του βολικών φαντασιώσεων. Εξού και θα διαψευστούν, φοβάμαι, όσοι εκτιμούν ή προσδοκούν ότι (στο ορατό μέλλον, τουλάχιστον) ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη ή θα επανέλθει σε μονοψήφια ποσοστά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ