Πολιτικη & Οικονομια

Στη σκιά της Ελίφ

Ημερολόγιο καταστρώματος με τούρκους εξόριστους

4766-35219.jpg
Νίκος Γεωργιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
366410-757839.jpg
EPA/ERDEM SAHIN

Η συνάντηση ήταν προγραμματισμένη εδώ και καιρό στο νησί του Ιονίου. Ο Αχμέτ θα ερχόταν από την Γαλλία μέσω Ιταλίας, ο Μεχμέτ από τον Καναδά μέσω Ισλανδίας και Γερμανίας ενώ ο Ταγίπ θα έφθανε στο νησί από την Πόλη με τη γυναίκα του και την κόρη του. Μαζί με τον Αχμέτ ταξίδευε και ο 19χρονος γιος του, εξόριστος και αυτός, μία αποκάλυψη, μαθηματικός που θέλει αργότερα να εξειδικευτεί στη Γλωσσολογία. Στο άλλο νησί, στα νότια του Αιγαίου αυτή τη φορά, μία άλλη συνάντηση βρισκόταν σε εξέλιξη. Μία παρέα τούρκων συναδέλφων μαζεύτηκε εκεί στο σπίτι ενός γνωστού διανοούμενου. Ανταλλαγή εμπειριών με μάρτυρες εμάς, τους έλληνες συναδέλφους. Τι συνέβη τις πρώτες τρεις ημέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία, έναν χρόνο πριν, πώς επεβλήθη το πετυχημένο αντιπραξικόπημα του Ερντογάν, πώς κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα οι φίλοι, άλλος με μία τσάντα μόνο, άλλος με γεμάτο πορτμπαγκάζ, με ένα κοντοβράκι και ένα μακό ο τρίτος που τελικά ξύλιασε στις Βρυξέλες αναμένοντας την πτήση για Καναδά.

Ο εφιάλτης που λέγεται Ελίφ

Η συζήτηση παραδόξως δεν άρχισε με τις προσωπικές μαρτυρίες αλλά με μία είδηση. Ο Αχμέτ ήταν αποκαλυπτικός. Μερικά εικοσιτετράωρα μετά το αντιπραξικόπημα η καινούργια «Μουχαραμπάτ» του Ερντογάν, αυτό το δίκτυο μυστικών πρακτόρων που ανέλαβε την «προστασία του καθεστώτος» αμέσως μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος «οπερέτα» των στρατιωτικών, κάλεσε από την εφεδρεία την ελίτ των βασανιστών της περιόδου 1996 όταν η Τουρκία ζούσε τον σκοτεινό εφιάλτη του σκανδάλου Σουσουρλούκ. Οι ερντογανικοί προτίμησαν να ανακαλέσουν στην υπηρεσία τους «έμπειρους» επαγγελματίες που είχε οργανώσει ο τότε υπουργός εξωτερικών, ο πολυτάλαντος αρχηγός των παρακρατικών, ο Μεχμέτ Αγάρ. Οι βασανιστές ανέλαβαν αμέσως να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Χρειάζονταν ομολογίες, κυρίως από τους ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς, ομολογίες ενοχής, αιτήματα συγνώμης, δακρύβρεχτες περιγραφές της αποστασίας τους, θεαματικές περιγραφές της προδοσίας τους. Άνθρακες ο θησαυρός. Οι βασανιστές έμειναν με τους λοστούς στα χέρια και τα πρησμένα πόδια των κρατουμένων από τη φάλαγγα. Τότε εμφανίστηκε η Ελίφ, μία αντρογυναίκα, ισλαμίστρια, καμία σχέση με το παλιό καθεστώς. Θύμιζε τις «κάπο» των στρατοπέδων συγκέντρωσης στο Νταχάου ή το Άουσβιτς ή εκείνες με τη φαιά στολή στα Γκούλανγκ του Στάλιν. Φανατικές, εφιαλτικές μορφές, με παγωμένα πρόσωπα και ψυχρά ανέκφραστα μάτια, με σφιχτή τη ζώνη γύρω από την κοιλιά τους, με εκείνο το βλέμμα φαρμάκι που διαπερνούσε τον εγκέφαλο των θυμάτων τους. Αυτή ήταν η Ελίφ. Αρχιβασανίστρια, ορκίζεται στο όνομα του Ερντογάν. Οι παλιοί επαγγελματίες της εποχής της Τανσού Τσιλέρ κώλωσαν. Η μέθοδος της Ελίφ, ο διαρκής βιασμός ανδρών και γυναικών, ξεπερνούσε τα όρια τους. Κάποια στιγμή, ακόμη και αυτά τα τέρατα σήκωσαν τα χέρια ψηλά. «Δεν πάει άλλο» είπαν. «Φθάνει πια» συμπλήρωσαν. Ο ηλικιωμένος κεμαλιστής στρατηγός, γνώριμος στο καθεστώς Ερντογάν από την υπόθεση «Εργκενεκόν» δεν φαινόταν πως θα άντεχε μέχρι το τέλος. Αναγκάστηκαν να τον εγχειρήσουν μέσα στη φυλακή. Το παχύ του έντερο ήταν γεμάτο τρύπες. «Ποιος Γκιουλέν» φώναζε σφαδάζοντας. Εγώ είμαι στρατηγός κεμαλιστής, άθεος. Ποιος τον άκουγε. Έπρεπε να ομολογήσει πως είναι πράκτορας του Φετουλάχ, του απόλυτου εχθρού του Ερντογάν, η πηγή όλων των κακών, ο προδότης, ο σφετεριστής, ο Βελζεβούλ ο ίδιος. Ο στρατηγός δεν ομολόγησε. Τζάμπα ο βιασμός, τζάμπα οι κόμποι ιδρώτα στο μέτωπο της Ελίφ. Τα βασανιστήρια κράτησαν από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο του 2016. Μετά κόπασαν. Πιθανώς η Ελίφ να έπαθε υπερκόπωση. Το όνομά της αναφέρεται ψιθυριστά μεταξύ των φυλακισμένων, κάτι σαν μύθος, σαν μία σκιά που σέρνεται πάνω στους τοίχους και τα ταβάνια των κελιών. Κάποτε θα μάθουμε. Όλα θα τα μάθουμε.

Η απόδραση χωρίς γυρισμό

Ο Μεχμέτ είναι έμπειρος. Πολύ έμπειρος. Διευθυντής γνωστής εφημερίδας από τη δεκαετία του ’80, αριστερός, άθεος, φανατικός αντι-ισλαμιστής. Έφαγε στα νιάτα του με το κουτάλι τη Χούντα του Εβρέν. Το βράδυ του πραξικοπήματος κατάλαβε αμέσως. Έπρεπε να το σκάσει μέσα στις επόμενες ώρες. Έβαλε στην τσάντα του τα χαρτιά του, ό,τι λεφτά βρήκε, το τηλέφωνο και την ταμπλέτα του, πήρε μέσο μαζικής μεταφοράς και έφυγε για τον Νότο. Ήξερε πως είχε το πολύ τρεις εργάσιμες ημέρες μέχρι τα τσιράκια του Ερντογάν να συμπληρώσουν τις λίστες με 70.000 ονόματα. Ήταν ο πρώτος κατάλογος με ονόματα πολιτών των οποίων τα διαβατήρια έπρεπε να ακυρωθούν πάραυτα. Έφθασε αργά τη δεύτερη ημέρα στις νότιες ακτές του Αιγαίου. Με τη ψυχή στο στόμα πέρασε τον έλεγχο διαβατηρίων. Δεν είχαν προλάβει να ολοκληρώσουν την καταγραφή των ονομάτων στις μαύρες λίστες. Έφθασε απέναντι. Πήρε μια ανάσα. Επιβιβάστηκε στο βαπόρι για Πειραιά. Από εκεί πήρε το αεροπλάνο για Βρυξέλλες. Τότε συνειδητοποίησε πως κρύωνε αφόρητα. Εμφανίστηκε μπροστά στους Βέλγους με κοντοβράκι, σανδάλια, ένα μακό και μπουφανάκι αντιανεμικό. Κρύο στο Βορρά. Δεν είχε ούτε μία αλλαξιά. Ντράπηκε, αλλά τι να κάνει. Περίμενε το αεροπλάνο της μεγάλης φυγής. Προορισμός Καναδάς. Και μάλιστα Μόντρεαλ. Εκεί μιλούν γαλλικά. Λέξη δεν μπορούσε να αρθρώσει στα φραντσέζικα ο δικός μου ο Μεχμέτ. Έφθασε. Οι Καναδοί άψογοι. Τον έβαλαν να πάει στο σχολείο, από τις 8 το πρωί μέχρι το μεσημέρι, κανονικό μεροκάματο για να μάθει τη γλώσσα. Πρώτος μαθητής ο Μεχμέτ. Είναι ο μόνος τρόπος να του δοθεί η κάρτα μόνιμης παραμονής. Η γυναίκα του στη Βόρειο Καρολίνα βρήκε προσωρινό απάγκιο. Μαζί με τον μικρό γιο του. Έπιασε και μία δουλίτσα part time για τα έξοδα. Αργότερα θα πάει και αυτή στον Καναδά. Ο Μεχμέτ είναι συνομήλικος. «Πώς είναι να ξαναρχίζεις από την αρχή, ρε σύντροφε;» ρώτησα μετρώντας τις ρυτίδες του. «Γ@μησέ τα» ήταν η απάντηση. Λακωνική, ειπωμένη με μάτι υγρό. «Καταλαβαίνεις, πρέπει να περιμένω τον μικρό να τελειώσει το σχολείο. Είναι 11 ετών. Ευτυχώς η κόρη τελείωσε το Conservatoire, βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, άρχισε να βρίσκει κάτι δουλίτσες αμισθί μέχρι να δικτυωθεί, τα κουτσοφέρνει βόλτα αλλά δεν ανησυχώ γι’ αυτήν. Με τον μικρό όμως...». Κάποτε ο Μεχμέτ ήταν άρχοντας στα Media. Φόβος και τρόμος για τους πιτσιρικάδες. Είχε βγάλει το λάδι στον Στέλιο. «Ρε συ, είσαι σίγουρος ότι συνελήφθη ο Οτζαλάν στο Ναϊρόμπι» του είπε στυφά στο τηλέφωνο τότε. «Είμαι» του απάντησε με στόμφο ο Στέλιος αναλογιζόμενος αν η πηγή του στο ελληνικό ΥΠΕΞ ήταν πραγματικά αξιόπιστη. Τον είχαν πάρει τηλέφωνο, ένας από τα «Νέα». Του την κάρφωσε την πληροφορία. Την επομένη η τουρκική εφημερίδα και τα «Νέα» είχαν τη φοβερή είδηση. Μόνον αυτές. Ο Στέλιος ανάσανε με ανακούφιση. Ο Μεχμέτ αρκέστηκε σε ένα μουγκρητό. Έκτοτε άρχισε μια σοβαρή φιλία. Δεσμός, ρε αδερφέ. Άρρηκτος. 

Το ημιφορτηγό του Αχμέτ

Εκείνο το βράδυ ο Αχμέτ βρισκόταν με παρέα κάπου στο κέντρο της Πόλης όταν έφθασαν τα νέα. Καβάλησε τη μηχανή του, ανέβηκε προς τα πάνω, έφθασε κοντά στη γέφυρα, κοίταξε γύρω του, αντελήφθη την «οπερέτα», γύρισε το τιμόνι και πήρε την αντίθετη κατεύθυνση. Κατάλαβε από τα πρώτα δευτερόλεπτά πως αυτή η φυγή θα ήταν χωρίς επιστροφή. Για δεύτερη φορά αυτοεξόριστος στη ζωή του. Η πρώτη ήταν με τη Χούντα του Εβρέν. Πήγε σπίτι του. Γέμισε την καρότσα του ημιφορτηγού του με πράγματα πρώτης ανάγκης. Στις 18 Ιουλίου περνούσε τα σύνορα στην Αδριανούπολη. Ο Αχμέτ έχει σουηδικό διαβατήριο από την πρώτη εξορία. Έφθασε στα ξαδέρφια του στην Κομοτηνή. Από εκεί κατάγεται. Στην αρχή δεν τον πήραν στα σοβαρά. Έβγαλαν τις ρακές, πλάκωσαν οι οικογένειες, τον καθησύχαζαν. Από την επόμενη ημέρα άρχισαν και αυτοί να ανησυχούν. Έφθαναν τα μαντάτα από την Πόλη. Μιλούσαν για μαζικές συλλήψεις. Ο Αχμέτ κατάληξε στη Γαλλία. Μαζί του και ο γιος του, ένα παλικαράκι με σγουρά μαύρα μαλλιά. Τον επόμενο χειμώνα θα σπουδάσει στη Σουηδία. Μαθηματικά. Είναι για δέσιμο, σας λέω, ο τρελός επιστήμονας που θέλει στη συνέχεια να σπουδάσει γλωσσολογία − «γιατί λατρεύω τις δομές», θα με αποστομώσει αργότερα. Ο Αχμέτ γράφει ένα βιβλίο. «Δύο φορές εξόριστος», για έναν γερμανικό εκδοτικό οίκο. Τον χειμώνα θα τον περάσει σε ένα χωριό στην Κεντρική Ιταλία, «είναι φθηνά εκεί», για να μπορεί να βοηθά το καμάρι του. «Βρήκα ένα χωρίο πάνω σε σιδηροδρομικό κόμβο, έτσι θα έχω άμεση συγκοινωνία με τη Ρώμη» μου εξήγησε. Είχε φέρει μαζί του στο νησί μία κούτα με «Pasta» από ειδική βιοτεχνία, αριστούργημα. Συνωμοτήσαμε να μην αφήσουμε την Ευγενία να φτιάξει τη σάλτσα. Την έφτιαξα όπως οι αγρότισσες στην Ούμπρια, με πολύ σκόρδο και πεπεροτσίνο, πολύ λάδι και φρέσκια ντομάτα, χωρίς κρεμμύδια και αιρετικές αηδίες και στο τέλος μία γενναία φούχτα φρέσκο βασιλικό. Έδεσμα. Μύρισε όλη η γειτονιά.

Όταν έφθασε ο Ταγίπ από την Πόλη αισθανθήκαμε πως κάτι μας θύμιζαν οι πολιτικές κουβέντες. Αυτοί του «εξωτερικού» με εκείνους του «εσωτερικού». Οι πρώτοι επαναλάμβαναν με εμμονή «Η ιστορία αυτή στην Τουρκία θα τελειώσει με ένα μεγάλο κακό. Με έναν πόλεμο. Ευχόμαστε να μην είναι με την Ελλάδα». Οι άλλοι από το «εσωτερικό» σε άλλο μήκος κύματος. «Έχουμε προεδρικές εκλογές το 2019. Ελπίζουμε, έλεγε ο Ταγίπ, πως θα βρεθεί ένα πρόσωπο που θα εκφράσει τους Κεμαλιστές, τους Κούρδους, τους Φιλελεύθερους, τους Σοσιαλδημοκράτες, τους νέους. Αυτή είναι η ελπίδα μας. Αν δεν βρεθεί αυτό το πρόσωπο τότε χάνεται κάθε ελπίδα».

Ο Μεχμέτ άκουγε και κουνούσε το κεφάλι του. Αρνητικά. Ο Αχμέτ είχε μία μόνιμη γκριμάτσα. Δεν συμφωνούσε ούτε αυτός. «Είναι η ώρα της επίθεσης κατά του Ερντογάν» επαναλάμβανε ακούραστα. 

Εκείνο το τελευταίο βράδυ στο νησί η γυναίκα μου ξύπνησε από ένα περίεργο όνειρο. Ήμασταν, λέει, όλοι στο Βελιγράδι, με τους Τούρκους και την παρέα όταν χτύπησε το κουδούνι. Ο κακός γείτονας, τρέχα γύρευε τώρα, ήταν στην πόρτα μαζί με σέρβους αστυνομικούς του Μιλόσεβιτς. Με πλησίασαν και μου ζήτησαν να μην ξαναμιλήσω για το «Τσανάκαλε», τους καθησύχασα και έφυγαν. Το «Τσανάκαλε» είχε αναφερθεί στην κουβέντα μας ως πατρίδα της μάνας μου, της Αγγελικής, με αφορμή τη Μάχη της Καλλίπολης και τις στρατηγικές επιλογές του Κεμάλ αλλά και τις ιστορίες Αρμενίων και Ρωμιών που πολέμησαν ή λιποτάκτησαν από τον Οθωμανικό Στρατό. Όταν η Ιστορία γίνεται εφιάλτης. Ήπια τον καφέ μου και σκέφτηκα την Ελίφ, τη βασανίστρια. Κάποια στιγμή θα μάθουμε. Θα τα μάθουμε όλα.   

Υ.Γ. Τα ονόματα των τούρκων δημοσιογράφων δεν αντιστοιχούν στα πραγματικά. Δεν αναφέρονται και κάποιες τοποθεσίες στην Τουρκία και την Ελλάδα. Τα υπόλοιπα προέρχονται από τις προσωπικές διηγήσεις των φίλων μου. Καλό δρόμο να έχουν όπως και οι άλλοι στο μικρό νησί του Αιγαίου. Υψώνοντας τα ποτήρια με το κρασί η ευχή που ακουγόταν ήταν «Στις καλύτερες μέρες», αντί του παραδοσιακού «σερεφέ». Καμιά φορά ακουγόταν και το «νασνταρόβια» προς τιμήν του Μεχμέτ. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ