Πολιτικη & Οικονομια

Εμείς που τίποτα δεν είχαμε, θα τους διδάξουμε την άγια τεμπελιά

Κι ύστερα εγώ θα καααάθομαι

337478-728521.jpg
Αλέξης Κροκιδάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
359905-745694.jpg

Λίγα πράγματα προκαλούν περισσότερη αποστροφή απο την τεμπελιά. Βέβαια η τεμπελιά δεν είναι πράγμα, αλλά τέλος πάντων μέχρι να συμφωνήσουμε, αν συμφωνήσουμε ποτέ, για το τι είναι, να πούμε ότι χαίρει σχεδόν καθολικής περιφρόνησης. Δεν ξέρω σε ποιον θα άρεσε να τον αποκαλέσουν τεμπέλη, τεμπελόσκυλο, τεμπελχανά, ή ποιος θα έλεγε με περηφάνια «Τιμή μου και καμάρι μου που είμαι τεμπέλης. Είμαι μάγκας και καραμπουζουκλής». Το στίγμα της τεμπελιάς είναι δυσβάσταχτο, σχεδόν πιο δυσβάσταχτο κι από το στίγμα της τρέλας, αν και δεν είναι τυχαίο ότι σε κάποια ιστορική περίοδο που δεν θα προσδιορίσω εδώ γιατί βαριέμαι να κοιτάξω τις πηγές, αλλά κάπου εκεί προς τις αρχές του 17ου αιώνα, τα δυο στίγματα πήγαιναν χέρι-χέρι, α λα μπρατσέτα.

Στην καθολική θρησκεία είναι ένα απο τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα. Στην Κόλαση του Δάντη οι τεμπέληδες είναι καταδικασμένοι να κάνουν αυτό που έκαναν κι όσο ζούσαν, δηλαδή τίποτα, βουτηγμένοι στα βαλτόνερα του ποταμού Styx, κάτω απο την επιφάνεια γιατί βαριούνταν να κάνουν δυο απλωτές να βγουν στην επιφάνεια. Ενώ στο Πουργατόριο, για να εξιλεωθούν, τρέχουν ασταμάτητα με τα χίλια. Αλλά και για τους Προτεστάντες η τεμπελιά είναι ανάθεμα. Αυτοί μάλιστα, μη έχοντας τις εγγυήσεις για σωτηρία που παρείχε απλόχερα η Καθολική εκκλησία σε όσους πιστούς λάμβαναν τη Θεία Κοινωνία, αναζήτησαν τη σωτηρία στη σκληρή δουλειά. Απλοποιώ βέβαια, αλλά όποιος θέλει μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση μπορεί να διαβάσει το αριστουργηματικό έργο του Max Weber Die protestantische Ethik und der Geist des Kapitalismus (Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού). Πιο κοντά σε μας, χρονικά μιλώντας, είναι και κάτι σύγχρονοι γερμανοί Προτεστάντες που μας κατηγορούν εμάς του Έλληνες, δικαίως ή αδίκως, δεν θα το εξετάσω εδώ, ότι είμαστε τεμπέληδες και γι' αυτό βρισκόμαστε στα χάλια που βρισκόμαστε.

Γιατί μας πειράζει όμως τόσο η τεμπελιά; Η πιο απλή εξήγηση είναι ότι δεν ανεχόμαστε εμείς να δουλεύουμε να βγάζουμε το ψωμάκι μας κι ο τεμπέλης να μην κάνει τίποτα. Και καλά να μην κάνει τίποτα, δικαίωμά του ας πούμε, αλλά να μην περιμένει να φάει από εμάς. Δεν είναι δίκαιο. Θες να σαι τεμπέλης; Ok, αλλά μην έχεις την απαίτηση να σε ταΐζω εγώ που σηκώνομαι έξι ώρα τα χαράματα να πάω στη δουλειά να βγάλω ένα μεροκάματο. Αν σου έχει αφήσει ο μπαμπάς ή ο παππούς καμιά κληρονομιά και μπορείς να κάθεσαι και να κοιτάς τ' αστέρια τη νύχτα και τον ορίζοντα την ημέρα, με γεια σου με χαρά σου. Αλλιώς, φίλε μου, άντε και... δούλεψε.

Σωστά. Τώρα μπορεί να υπάρχουν κάποιες διαφωνίες περί εκμετάλλευσης αυτών που δουλεύουν σκληρά από αυτούς που δεν δουλεύουν και τόσο σκληρά ή και καθόλου, αλλά, κακά τα ψέματα, αριστεροί και δεξιοί όλης της γκάμας συμφωνούν σε τούτο: Η τεμπελιά δεν συγχωρείται. Ούτε ο Στάλιν τη συγχωρούσε ούτε η Θάτσερ. Μάλιστα ιστορικά, ίσως οι κομμουνιστές να ήταν πολύ λιγότερο ανεκτικοί με τους τεμπέληδες.

Τι να κάνει λοιπόν ο τεμπέλης; Πού να πάει να βρει την υγειά του, να τεμπελιάζει με την ησυχία του; Δεν ξέρω καμιά χώρα που είναι ευπρόσδεκτοι οι τεμπέληδες. Όπου και να πας ως τεμπέλης, πρέπει κάποιος να σε ταΐζει. Άσε που, ακόμα κι αν υπήρχε μια τέτοια χώρα, αν είσαι τεμπέλης, πού να σηκώνεσαι και να τρέχεις στην άλλη άκρη του κόσμου; Είπαμε, εκτός αν έχεις μια ωραία κληρονομιά και δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Ή εκτός αν είσαι σκληροπυρηνικά ιδεολόγος τεμπέλης και πεις «εγώ θα τεμπελιάσω μέχρι θανάτου».  

Εν ολίγοις, δύσκολα τα πράγματα για τους τεμπέληδες ή τους επίδοξους τεμπέληδες. Βέβαια μπορείς να βάλεις λίγο νερό στο κρασί σου και να βρεις μια θέση στο Δημόσιο να τεμπελιάζεις εκεί. Εγώ, για να μην παρεξηγούμαστε, δεν συμφωνώ ότι όσοι δουλεύουν στο Δημόσιο είναι τεμπέληδες, αλλά έχω ακούσει πολλούς να λένε ότι έτσι είναι. Τι να πω; Μπορεί να είναι κι έτσι. Έχω ακούσει επίσης ότι στον ιδιωτικό τομέα η τεμπελιά δεν περνάει. Η απληστία ναι. Η τεμπελιά όχι.

Ή ίσως, αν βρεθείς άνεργος χωρίς να το προκαλέσεις εσύ κι αποφασίσεις ότι η τεμπελιά έχει τις χάρες της, μπορείς να πάρεις ένα επιδοματάκι ανεργίας να περνάς, τέλος πάντων. Βέβαια στις περισσότερες χώρες που δίνουν τέτοια επιδόματα, δεν σ' αφήνουν να τεμπελιάζεις επ' αόριστον. Αν δεν βρεις δουλειά σε κάποιο διάστημα ή αν δεν δεχτείς μια δουλειά που θα σου βρουν, την πάτησες. Τέρμα το επίδομα και τέρμα η τεμπελιά και το αραλίκι.

Γιατί ασχολούμαι με την τεμπελιά; Το ομολογώ, όχι δίχως κάποια αίσθηση ντροπής, ότι πολλές φορές έχω ονειρευτεί να γίνω τεμπέλης. Έχω προσπαθήσει να σκεφτώ πώς θα μπορούσα να το κάνω, αλλά ακόμα δεν τα έχω καταφέρει. Από δω το ψάχνω, απο κει το ψάχνω, δεν βρίσκω λύση. Θα μου πείτε «καλά, δεν έχεις τίποτα πιο σοβαρό να ψάξεις στη ζωή σου, καημένε, ψάχνεις πώς θα μπορούσες να τεμπελιάζεις με την ησυχία σου;». Έχω, αλλά να, με σκανδαλίζει και με εξιτάρει η ιδέα της τεμπελιάς. Ίσως γιατί είναι το ανέφικτο και μου αρέσουν τα ανέφικτα.

Σκέφτομαι ότι έχουμε ανακαλύψει μαύρες τρύπες στο διάστημα, έχουμε διασπάσει το άτομο, έχουμε στείλει ρομποτάκια στον Άρη, έχουμε περπατήσει στη σελήνη, μπορούμε να κάνουμε εγχειρήσεις σε έμβρυα μέσα στην κοιλιά της μαμάς τους, κι ακόμα δεν έχουμε βρει ένα σύστημα που όποιος θέλει να τεμπελιάζει, να μπορεί να το κάνει με την ησυχία του χωρίς παρενοχλήσεις, χωρίς να ηχεί εκκωφαντικά μέσα στο κεφάλι του αυτό το «αργία μήτηρ πάσης κακίας». Βέβαια, κάποιοι κακεντρεχείς μπορεί να αναφωνήσουν «Μα βεβαίως. το έχουμε βρει και ονομάζεται Ελληνικό Δημόσιο. Αυτοί κάθονται, εμείς τους ταΐζουμε». Τι να σας πω, αγαπητοί; Μην τους ταΐζετε. Αλλιώς, αν τους ζηλεύετε, βρείτε κι εσείς μια θεσούλα να κααάθεστε, όπως έλεγε κι ο αείμνηστος ο Μίμης Φωτόπουλος, κι ας μην αναφερόταν στους δημόσιους υπαλλήλους.

Σε μια συνέντευξή του στην κυριακάτικη Le Monde στις 16 Σεπτεμβρίου 1979 πάνω στο θέμα της τεμπελιάς (Osons être paresseux, ή ελληνιστί, Ας τολμήσουμε να είμαστε τεμπέληδες) ο καθόλα εργατικότατος και αγαπημένος μου συγγραφέας Roland Barthes κατέληγε με την ακόλουθη έξοχη διατύπωση. Την αφήνω αμετάφραστη όχι λόγω τεμπελιάς, αλλά λόγω σεβασμού στην απλότητα και ομορφιά του λόγου του «Maintenant, comme je ne suis plus enfant, le dimanche est redevenu pour moi un jour faste. Un jour qui suspend cette demande sociale -courrier, téléphone, rendez- vous- qui est ma fatigue de la semaine. Un jour heureux parce que c'est un jour blanc, un jour silencieux où je peux rester paresseux, c'est-à-dire libre. Car la forme votive de la paresse moderne, c'est finalement la liberté».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ