Πολιτικη & Οικονομια

Η Σώτη, η ελευθερία του λόγου και το αμήχανο imprimatur της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Αναρωτηθήκατε ποτέ τι πικρό ποτήρι καλούνται να πιούν αυτοί οι άνθρωποι κάθε φορά που είναι αναγκασμένοι να υπερασπιστούν ένα ανθρώπινο δικαίωμα; 

32014-72458.jpg
A.V. Guest
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
353682-733519.jpg

Διαβάζοντας το πρόσφατο δελτίο τύπου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) για την ποινική δίωξη σε βάρος της κυρίας Σώτης Τριανταφύλλου, ένιωσα να με κυριεύει βαθύτατη συμπόνοια για τα μέλη του σημερινού Δ.Σ. της ιστορικής Ένωσης. Όλοι εσείς που παρακολουθείτε αναίσθητα το ξετύλιγμα της υποθέσεως, αναρωτηθήκατε ποτέ τι πικρό ποτήρι καλούνται να πιούν αυτοί οι άνθρωποι κάθε φορά που είναι αναγκασμένοι να υπερασπιστούν ένα ανθρώπινο δικαίωμα; Μπορεί να σας μοιάζει αβάσταχτη η μοναξιά του κυνηγού ρατσιστών κυρίου Δημητρά, συλλογιστήκατε, όμως, πόσο απάνθρωπο μαρτύριο είναι να σε τραβολογάνε κάθε τόσο, εσένα τον μαρξιστή, για να συντάξεις κείμενα υπεράσπισης αξιών, στις οποίες δεν πιστεύεις; Κι όλος αυτός ο Γολγοθάς γιατί παρακαλώ; Επειδή η μοίρα τα έφερε να ηγείσαι μιας Ένωσης υπεράσπισης  (πώς τα είπαμε; α ναι...) δικαιωμάτων. Κι όμως, για μια ακόμα φορά τον σήκωσαν αγόγγυστα αυτόν τον σταυρό τα μέλη του Δ.Σ. της ΕΕΔΑ και, ναι, βρήκαν το μεγαλείο να ψελλίσουν πέντε κουβέντες για να δικαιολογήσουν τον τίτλο στην μαρκίζα της ένωσης που διοικούν. Και όχι μόνο κατάφεραν να δείξουν ότι κάπως συγκινούνται όταν παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα ενός συμπολίτη μας, αλλά και το κατόρθωσαν αυτό με ένα θαυμάσιο ταχυδακτυλουργικό κόλπο, δίχως ούτε στιγμή να προδώσουν το δόγμα που αληθινά τους εμπνέει (και που φυσικά δεν είναι ο σεβασμός της ελευθερίας του ανθρώπου ή, κοινώς, φιλελευθερισμός).

Όπως είναι λογικό, το δελτίο τύπου της Ένωσης ξεκινά με το μείζον ζήτημα που εγείρει η υπόθεση εξ επόψεως ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ασφαλώς δεν αναφέρομαι στην παραβίαση της ελευθερίας του λόγου (ποιος ασχολείται με τέτοια επουσιώδη;) αλλά στο φλέγον ζήτημα, αν η κ. Σώτη Τριανταφύλλου είναι ρατσίστρια. Επ' αυτού, τα μέλη του ΔΣ (που προφανώς έχουν διαβάσει με επιμέλεια το βιβλίο της) δεν τρέφουν την παραμικρή αμφιβολία:

"Χωρίς αμφιβολία το επίδικο κείμενο είναι ρατσιστικό και μισαλλόδοξο. Περιλαμβάνει σοβαρές ανακρίβειες, παραποιεί την αλήθεια και προσβάλλει βάναυσα τη λογική.

Αποτελεί τυπικό και προβλέψιμο δείγμα λόγου που στρέφεται συλλήβδην κατά μίας ομάδας προσώπων, την οποία και θεωρεί -εντελώς αυθαίρετα και σχεδόν μεταφυσικά- απόλυτα ομοιογενή. Κυρίως δε αποδίδει σε αυτήν κάποιο εγγενές «κακό», από το οποίο η ομάδα και τα πρόσωπα που την αποτελούν αδυνατούν να ξεφύγουν, ακριβώς επειδή αυτό έχει αναχθεί σε συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους."

Την επιστημονική αλήθεια και την τετράγωνη λογική, λοιπόν, οφείλουμε να τις αναζητήσουμε στα βιβλία του κυρίου Τσιτσελίκη. Απεναντίας, σε εκείνα της Σώτης Τριανταφύλλου βασιλεύουν το ψέμα, η παραποίηση και ο παραλογισμός.

Έχοντας μετά παρρησίας προτάξει το μείζον ζήτημα, που είναι ο εντοπισμός και το ξεμπρόστιασμα της "ρατσιστικής" άποψης, έρχεται τώρα η δύσκολη ώρα για την Ένωση να πει δυο λόγια και για το έλασσον, που είναι η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης. Ποιο θέμα τίθεται εδώ κατά την άποψη της ΕΕΔΑ;

"Το ερώτημα που ανακύπτει (και) με την περίπτωση της κ. Τριανταφύλλου είναι εάν κάθε ρατσιστικός λόγος συνιστά ποινικό αδίκημα ή εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης." (υπογράμμιση δική μου)

Παρακαλώ δώστε βάση στη συγκεκριμένη διατύπωση και στις παρόμοιες που ακολουθούν. Το νομικό θέμα δεν είναι αν αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα της κ. Τριανταφύλλου να χαρακτηρίζει όπως θέλει μια θρησκεία και τους πιστούς της. Το ζήτημα είναι αν ο λόγος που εξέφερε είναι παράνομος κατά το ισχύον ποινικό δίκαιο. Αν δεν είναι, τότε μπορεί κανείς να πει ότι (προς το παρόν τουλάχιστον) δεν τίθεται εκτός νόμου και – υπ’ αυτήν και μόνο την έννοια - προστατεύεται. Προς θεού, όμως, μην περάσει από το μυαλό σας η διατύπωση ότι η κ. Τριανταφύλλου έχει δικαίωμα να επικρίνει μια θρησκεία, προσβάλλοντας, έτσι, βάναυσα τη λογική του κ. Σαραφιανού και του κ. Κεσσόπουλου. 

Αλλά ας εξακολουθήσουμε την ανάγνωση της ανακοίνωσης:

"Το άρ. 1 Ν. 927/1979 (αντιρατσιστικός νόμος), όπως σήμερα ισχύει, τιμωρεί το ρατσιστικό λόγο όχι απλώς όταν αυτός μπορεί να προκαλέσει μίσος, διακρίσεις ή βία, αλλά μόνον εφόσον θέτει ταυτόχρονα σε κίνδυνο με τρόπο απτό είτε τη δημόσια τάξη είτε τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή την ελευθερία των προσβαλλόμενων προσώπων. Το κείμενο της κ. Τριανταφύλλου μπορεί να προκαλεί μίσος ή διακρίσεις αλλά δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί πως θέτει σε διακινδύνευση τη δημόσια τάξη ή τα επιμέρους έννομα αγαθά των μουσουλμάνων." (υπογράμμιση δική μου)

Επομένως, ναι μεν το κείμενο της κ. Τριανταφύλλου - μετ’ απολύτου βεβαιότητας - πάσχει από ανακρίβειες, προσβάλλει τη λογική, παραποιεί την αλήθεια, είναι μισαλλόδοξο, είναι ρατσιστικό, προκαλεί μίσος και προωθεί διακρίσεις, όμως - και εδώ διακρίνεται ένας μετριόφρων δισταγμός σε αντίθεση με τη σιγουριά που συνοδεύει την αξιολόγηση του έργου ως σατανικού - "δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί" πως, όποιος το διαβάσει θα αντιληφθεί ότι η συγγραφέας τον παροτρύνει να βιαιοπραγήσει ή να βάλει φωτιά στην επιχείρηση ενός μουσουλμάνου. Ως εκ τούτου, δύσκολο να πούμε ότι ο νόμος ("όπως σήμερα ισχύει" ε;) απαγορεύει στη συγγραφέα να επικρίνει το Ισλάμ, γεννώντας το μίσος στις ψυχές των Ελλήνων. 

Ερωτάται: Υπάρχει κάποια πιο στιβαρή εγγύηση της ελεύθερης έκφρασης για την κάθε κυρία Τριανταφύλλου; Ή την όποια ελευθερία διαθέτουμε την οφείλουμε στην γενναιόδωρη αλλά ενδεχομένως πρόσκαιρη μη απαγόρευση του ποινικού νόμου "όπως σήμερα ισχύει"; Επ' αυτού η Ένωση παρατηρεί:

"Αποτελεί μια κατάκτηση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, που έχει επικυρώσει μάλιστα με πάγια νομολογία του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το να έχει κάθε πρόσωπο, μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία, το δικαίωμα να εκφράζει απόψεις που μπορεί να σοκάρουν, να προσβάλλουν ή να ενοχλούν." 

Ομολογώ τον θαυμασμό μου για την τόσο περίτεχνη μανούβρα! Αν δεν πιστεύεις σε μία διακήρυξη (π.χ. ότι ο μισαλλόδοξος λόγος είναι δικαίωμα του καθενός), γύρνα το στις κατακτήσεις του διαφωτισμού και σε γενικόλογες, μη κρίσιμες για την συγκεκριμένη υπόθεση προτάσεις (όπως η ρήση της Handyside ότι ακόμα και οι απόψεις που προκαλούν και σοκάρουν προστατεύονται, ασχέτως του αν η ίδια η Handyside δεν τις προστάτευσε και τόσο...). 

Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι το Ε' Τμήμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σε μια πολύ κακή στιγμή του, υιοθέτησε πρόσφατα μια πολύ πιο "προχώ", αν και ολίγον per curiam, θέση από τον δικό μας αντιρατσιστικό νόμο. Αντιγράφω από την απόφαση Vejdeland:

"Κατά τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αν και αυτές οι [ομοφοβικές] δηλώσεις δεν προτρέπουν άμεσα άτομα να διαπράξουν μισαλλόδοξες πράξεις, είναι σοβαροί ισχυρισμοί που δημιουργούν προκαταλήψεις. Επιπλέον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η υποκίνηση σε μίσος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη μια προτροπή σε διάπραξη πράξης βίας, ή άλλων εγκληματικών πράξεων. Επιθέσεις σε πρόσωπα που γίνονται με εξύβριση, γελοιοποίηση ή συκοφαντική δυσφήμηση συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού μπορεί να είναι επαρκείς ώστε οι αρχές να ταχθούν υπέρ της καταπολέμησης του ρατσιστικού λόγου όταν η ελευθερία της έκφρασης ασκείται με ανεύθυνο τρόπο." (υπογράμμιση δική μου)

Άρα για ποια πάγια νομολογία μιλάμε; Στο συγκεκριμένο θέμα (αυτό του μισαλλόδοξου λόγου), δεν γίνεται η Ένωση να είναι συγχρόνως και με το ΕΔΔΑ, το οποίο ανέχθηκε νόμους που τιμωρούν την απλή υποκίνηση μίσους, και με την θέση αρχής ότι "ναι μεν επιτρέπεται να διώκεται η υποκίνηση σε παράνομες πράξεις όχι όμως και η υποκίνηση σε μίσος". Ποια από τις δύο προσεγγίσεις υιοθετεί η Ένωση; Αν υιοθετεί τη δεύτερη (που πολύ αμφιβάλλω), καλά θα κάνει να το πει ανοικτά και, πάντως, να μην επικαλείται την δήθεν νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία υποστήριξε πρόσφατα τα ακριβώς αντίθετα.

Το δελτίο τύπου της Ένωσης κλείνει ως εξής:

"Όπως και σε άλλες περιπτώσεις ρατσιστικού λόγου που έχουν ανακύψει, θα πρέπει κάθε φορά να σταθμίζουμε με προσοχή και να ερμηνεύουμε τον ποινικό νόμο συσταλτικά. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να ποινικοποιούμε γνώμες και όχι πράξεις. Η ελληνική Πολιτεία δεν απαγορεύει σε κάποιον να είναι ρατσιστής, ανιστόρητος ή ισλαμοφοβικός και να το εκφράζει. Δεν του επιτρέπει όμως να το κάνει με τρόπο που θέτει (και ενδεχομένως αποβλέπει) στη διακινδύνευση ζωτικών αγαθών προσώπων.

Θα πρέπει συνεπώς η χρήση του αντιρατσιστικού νόμου να γίνεται με αυτοσυγκράτηση. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε ρήγματα στην ελευθερία του λόγου και να αποδυναμωθεί η προστασία που (πρέπει) να παρέχει ο αντιρατσιστικός νόμος όταν πραγματικά τίθεται σε κίνδυνο από ρητορική του μίσους η δημοκρατική μας συμβίωση ή θεμελιώδη δικαιώματα επιμέρους προσώπων." (η υπογράμμιση με έντονα μαύρα στοιχεία εμφανίζεται στο πρωτότυπο ενώ η προσθήκη των πλάγιων στοιχείων είναι δική μου)

Κάπως έτσι, η τελευταία ευκαιρία της ΕΕΔΑ να τιμήσει την ιστορία της, υπερασπιζόμενη την ελευθερία του λόγου, ρίχθηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Σε έξι ολόκληρες παραγράφους, το μόνο πράγμα που διατυπώνεται κατηγορηματικά και ανεπιφύλακτα είναι ότι το κείμενο είναι ρατσιστικό, ανακριβές και προσβλητικό, ότι η συγγραφέας του είναι ανιστόρητη, ισλαμοφοβική και ρατσίστρια και ότι ο αντιρατσιστικός νόμος πρέπει να υπάρχει και να προστατεύει ευάλωτες ομάδες. Απεναντίας, ως προς την επιλογή της κατηγορουμένης να μιλήσει με τον τρόπο που την εξέφραζε, χρησιμοποιούνται μόνο αρνητικές διατυπώσεις όπως: η υποκίνηση μίσους "δεν τιμωρείται υπό τους σημερινούς νόμους" / "η ελληνική πολιτεία δεν της απαγορεύει" να εκφράζεται ρατσιστικά, παραποιώντας την αλήθεια / παρότι οπωσδήποτε ρατσιστικό, το κείμενο είναι "δύσκολο (όχι απίθανο) να θεωρηθεί" ότι προτρέπει σε βίαιες πράξεις κλπ. 

Απουσιάζει, δηλαδή, ολωσδιόλου η θετική διακήρυξη ότι η κ. Τριανταφύλλου διέθετε το απαραβίαστο ανθρώπινο δικαίωμα να εκφραστεί με τον τρόπο που εκφράστηκε (έστω και μισαλλόδοξα). 

Ακόμα και στα λίγα σημεία που θα μπορούσε να συναγάγει κανείς με το τσιγκέλι σιωπηρές θετικές αναφορές σε τέτοιο δικαίωμα: α) είτε ακολουθεί αμέσως πρόταση που το περιορίζει ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα σε κάθε λογής λογοκριτικούς νόμους ("θα πρέπει κάθε φορά να σταθμίζουμε"), β) είτε καταγράφεται εσφαλμένα ως έρεισμα του δικαιώματος η νομολογία ενός δικαστηρίου που ουδόλως το υποστηρίζει (και άρα το δικαίωμα μένει εν τέλει νομικά ξεκρέμαστο), γ) είτε η εν λόγω ελευθερία εμφανίζεται, όχι ως αυτοδύναμη αρχή πολιτικής δικαιοσύνης, αλλά ως μια έξυπνη στρατηγική επιλογή με σκοπό την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του ρατσισμού που είναι, άλλωστε, η μόνη θετικά διακηρυγμένη αποστολή της πολιτείας (βλ. "επιβάλλεται συσταλτική ερμηνεία του αντιρατσιστικού νόμου για να μην αποδυναμωθεί η προστασία που αυτός παρέχει και πρέπει να παρέχει").

Άσφαιρη, λοιπόν, η ανακοίνωση της Ένωσης σε σχέση με την παραβίαση δικαιώματος που υποτίθεται πως θέλει να καταγγείλει. Όμως, όσο και αν αρκετοί από εμάς δυσανασχετούμε με τις παραπάνω ελλείψεις, την αδιαφορία και την αναιμική υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου, οφείλουμε εν τέλει να παραδεχθούμε ότι οι κύριοι της ΕΕΔΑ δεν αξίζουν την επιτίμηση αλλά την συμπόνοια και την κατανόησή μας. "Αγγαρεία κάνουν. Ποινήν εκτίουν".

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ