Πολιτικη & Οικονομια

Το αληθινό διακύβευμα των εκλογών, μία θλιβερή διαπίστωση και δύο ακόμη πιο θλιβερές προβλέψεις

panagiotis_perakis_dikigoros_melos_ds_dsa.jpeg
Παναγιώτης Περάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
23216-55106.jpg

Κανονικά, σε μια χώρα που βιώνει μιας τέτοιας έκτασης κρίση όπως αυτή η γενικευμένη και βαθιά κρίση που αντιμετωπίζουμε, οι εκλογές θα ήταν η στιγμή που όλοι, αφού αναλογίζονταν και, φυσικά, συζητούσαν αυτά που προκάλεσαν την κρίση, θα έπρεπε ν’ αποφασίσουν αν θέλουν ή όχι να τ’ αλλάξουν. Αυτό θα έπρεπε να είναι το αδιαμφισβήτητο διακύβευμα των εκλογών: Θέλουμε ή όχι ν’ αλλάξουμε ο,τι μας έφερε ως εδώ;

Θέλουμε ή όχι ν΄ αλλάξουμε τα κόμματα, τις ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος και την αδιαφάνεια της δημόσιας ζωής; Τη διαφθορά που κρύβεται παντού, από τις πολεοδομίες, τα ΚΤΕΟ και τις εφορίες, μέχρι τους δήμους και τα υπουργικά γραφεία; Τις αργομισθίες και την αναξιοκρατία στο δημόσιο; Τα κλειστά επαγγέλματα και τα συμφέροντα των συντεχνιών εις βάρος του συνόλου; Τις ιδιοτελείς συνδικαλιστικές ηγεσίες με τα προνόμια και τις συμφωνίες κάτω απ’ το τραπέζι; Τη φοροδιαφυγή, τις παράνομες επιδοτήσεις και τους ανάπηρους-μαΙμού; Τα διαπλεκόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την κίτρινη δημοσιογραφία; Τους απαράδεκτους ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης; Τη γενικευμένη ανομία και τη χωρίς συνέπειες καθολική σχεδόν περιφρόνηση προς τους θεσμούς;

Θέλουμε ή όχι να τ’ αλλάξουμε αυτά; Αυτό θα έπρεπε να είναι το διακύβευμα. Είναι όμως;

Στις εκλογές της 6ης Μαίου το υπεραπλουστευμένο και σκόπιμα παραπλανητικό δίλημμα ναι ή όχι στο μνημόνιο επικάλυψε κάθε άλλη συζήτηση και δεν επέτρεψε να συζητηθούν αυτά που στ’ αλήθεια θα κρίνουν το μέλλον της χώρας.

Για τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, το ναι ή όχι στο μνημόνιο αντικαταστάθηκε από το δίλημμα ευρώ ή δραχμή, επίσης παραπλανητικό, αφού η συντριπτική πλειοψηφία ασφαλώς διαλέγει το πρώτο, αποφεύγει όμως να μιλήσει για τις αυτονόητες αλήθειες που η συμμετοχή σ’ ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα προϋποθέτει, ακόμη και για τις απολύτως προφανείς, τις εντελώς βασικές, όπως λ.χ. ότι μια τέτοια συμμετοχή δεν γεννά μόνο δικαιώματα αλλά συνεπάγεται και υποχρεώσεις.

Κανείς όμως δεν θέλει να μιλήσει για υποχρεώσεις, ούτε βέβαια για επώδυνες αλλαγές, για τις αλλαγές που οπωσδήποτε πρέπει να κάνουμε αν στ’ αλήθεια θέλουμε, μετά από πολλή προσπάθεια, κάποια στιγμή στο μέλλον, σε 5 ή 10 ή 20 χρόνια, να γίνουμε μια κανονική, ευνομούμενη, ευρωπαϊκή χώρα. Κανείς δεν θέλει να μιλήσει γι’ αυτά. Όλοι επιλέγουν να μιλούν για πολύ πιο ευχάριστα και εύηχα πράγματα: επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, μορατόριουμ πληρωμών, ανάπτυξη, αποκατάσταση μισθών και συντάξεων, ρύθμιση ή και διαγραφή χρεών, αύξηση επιδομάτων, χρήμα στην αγορά κλπ. Ούτε λέξη πλέον –από κανέναν- για οτιδήποτε δυσάρεστο και επώδυνο, για οτιδήποτε θίγει συμφέροντα και συντεχνίες, για την ανάγκη πάταξης του παρασιτισμού, για κλείσιμο έστω και μίας άχρηστης δημόσιας υπηρεσίας, για άνοιγμα έστω και ενός κλειστού επαγγέλματος, για αξιολόγηση, για αξιοκρατία, για προσπάθεια γενικώς. Άλλωστε, όλα θα λυθούν, και με το παραπάνω, με τα πετρέλαια και τους υδρογονάνθρακες που όπου νάναι έρχονται και μάλιστα σε αστείρευτες ποσότητες, το ότι δε δεν τα έχουμε δει ακόμη είναι ασήμαντη λεπτομέρεια και όποιος τα αμφισβητεί αυτά είναι προδότης, γνωστό όργανο των τοκογλύφων και φερέφωνο της Μέρκελ και των λοιπών δυνάμεων κατοχής.

Βέβαια, το ότι δεν συζητάμε καθόλου γι αυτά που κυρίως θάπρεπε να συζητάμε, δεν συμβαίνει καθόλου τυχαία. Πρόκειται για μία απολύτως ηθελημένη και συστηματική προσπάθεια, με στόχο ν’ αποσιωπηθεί εντελώς και, συνεπώς, να μην τεθεί στην κρίση των πολιτών, το αληθινό διακύβευμα των εκλογών. Όσο μιλάμε γι’ άλλα, ευχάριστα και μεγαλόσχημα, υπερπατριωτικά και δωρεάν, για την ελληνική λεβεντιά που αρνείται περήφανα να πληρώνει τα δανεικά, αλλά μπορεί το ίδιο περήφανα να συνεχίζει να δανείζεται, όσο αφήνουμε στην άκρη την ταμπακιέρα, τόσο όλοι αυτοί που ευθύνονται για τα προαναφερόμενα που μας έφεραν ως εδώ μπορούν να ελπίζουν ότι θα συνεχίζουν να τα κάνουν και στο μέλλον: οι παλιοί (ή οι νέοι που είναι σαν κι αυτούς) πολιτικοί, οι συνδικαλιστές, οι συντεχνίες, οι ανάπηροι-μαΙμού με τα επιδόματα και τις συντάξεις, οι κίτρινοι δημοσιογράφοι, οι παράνομοι που δεν δικάζονται.

Το πρώτο πρόβλημα προκύπτει από τη θλιβερή διαπίστωση πως μάλλον είναι πολλοί όλοι αυτοί. Μπορεί νάναι κι οι περισσότεροι. Κάτι που όχι μόνο εξηγεί καθαρά γιατί δεν θέλει κανείς να θέσει το αληθινό διακύβευμα, αλλά, δυστυχώς, αν πράγματι αυτοί είναι οι περισσότεροι (μακάρι να μην είναι), προδιαγράφει και το αποτέλεσμα των εκλογών: Θα τις κερδίσει αυτός που θα πείσει ότι θα κάνει τις λιγότερες δυνατές αλλαγές.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο: το αληθινό διακύβευμα των εκλογών είναι αυτό που είναι, είτε το κρύβουμε είτε όχι. Άρα…

ΥΓ. Η απλοποίηση του διλήμματος

Τις τελευταίες ημέρες παρατηρούμε με τρόμο τη ραγδαία επιταχυνόμενη βύθιση της χώρας σ’ έναν εφιαλτικό βαλκανικό μεσαίωνα, που πιστεύαμε πως δεν υπάρχει πια για μας.

Ασφαλώς, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κατάστασης αυτής έπαιξε ο επί δεκαετίες τρόπος άσκησης της εξουσίας, ο οποίος πολύ συχνά (υπαρκτές βεβαίως οι εξαιρέσεις) κινήθηκε κυρίως μεταξύ ανικανότητας και σκανδάλων, εκείνοι δε που βρίσκονταν εντός και πέριξ της εξουσίας (όχι μόνο της πολιτικής, αλλά κάθε εξουσίας) απολάμβαναν ένα ιδιότυπο καθεστώς ατιμωρησίας, που δημιούργησε τη γενική αίσθηση (καθόλου αβάσιμη) ότι κάποιοι στην Ελλάδα είναι υπεράνω του νόμου. Είναι αυτονόητο ότι αυτό, περισσότερο από καθετί άλλο, προκάλεσε τη γενική έλλειψη σεβασμού προς τους θεσμούς και την υπονόμευσή τους, αποτελώντας τελικά το γόνιμο έδαφος εμφάνισης των φασιστικών φαινομένων και των περιστατικών βίας που βλέπουμε τελευταία.

Στην εμφάνιση όμως αυτών των φαινομένων συνετέλεσαν αποφασιστικά και αυτοί που με τη στάση και τα λεγόμενά τους νομιμοποίησαν τις πιο ακραίες συμπεριφορές. Αυτοί που με απίστευτη επιπολαιότητα, πριονίζοντας τη βάση της κοινωνικής συνθήκης, διακήρυτταν την ανυπακοή ως θεμιτή πολιτική στάση, αυτοί που αν δεν πρωτοστάτησαν, δικαιολόγησαν όμως τη χρήση βίας και τις καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας, την κατάλυση της νομιμότητας στην Κερατέα, τους τραμπουκισμούς, τους προπηλακισμούς, τα γιαουρτώματα κλπ. Αυτοί που ήταν δίπλα δίπλα με τους οπαδούς της Χρυσής Αυγής στην Πλατεία Συντάγματος όταν φώναζαν μαζί «Να καεί να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», που ούρλιαζαν για τοκογλύφους, κατοχές και προδότες, που ανέχθηκαν να στήνονται δίπλα τους κρεμάλες. Αυτοί, λοιπόν, που ενθάρρυναν τη βία, ας μην παριστάνουν τώρα τους έκπληκτους όταν η βία στρέφεται εναντίον τους. Η βία είναι τυφλή, δεν έχει ετικέττα, δεν είναι η δική τους καλή και των άλλων κακή. Αντί λοιπόν να κατηγορούν τους άλλους γι αυτά που συμβαίνουν, όσο υπάρχει (;) ακόμη χρόνος, είναι καιρός ν’ αναλογισθούν τις δικές τους ευθύνες.

Ανεξάρτητα όμως απ΄ αυτούς, με τις εκλογές τι γίνεται;

Είναι σαφές ότι τα πολύ ανησυχητικά γεγονότα της τελευταίας περιόδου θέτουν ξανά ερωτήματα πρωταρχικά, ερωτήματα βάσης, τα οποία πιστεύαμε ότι είχαν απαντηθεί οριστικά. Και όμως, τώρα, με την ψήφο μας, έχουμε ν΄αποφασίσουμε για το θεμελιώδες, για το πού θέλουμε να είμαστε: Στην πολιτισμένη Ευρώπη του σήμερα, με όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες ή στα ταραγμένα βαλκάνια του παρελθόντος, με τις αδιάκοπες συγκρούσεις και τις αντιμαχόμενες συμμορίες;

Δηλαδή, είτε κάποιοι το κρύβουν είτε όχι, στο γνωστό διακύβευμα έρχεται τώρα να προστεθεί, πάνω απ΄όλα, κι αυτό το αληθινό ερώτημα, στο οποίο, θέλοντας και μη, καλούμαστε ν΄ απαντήσουμε με την ευθύνη της ψήφου μας.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ