Πολιτικη & Οικονομια

Πολιτικοί και Τεχνοκράτες

21393-71574.JPG
Βαγγέλης Αγγελής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
18612-46731.jpg

Οι κυβερνήσεις Λουκά Παπαδήμου στην Ελλάδα και Mario Monti στην Ιταλία συγκροτήθηκαν με τόσο μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους (10 Νοεμβρίου η πρώτη, 16 Νοεμβρίου η δεύτερη), ώστε η δημιουργία τους δύσκολα μπορεί να περάσει απαρατήρητη και να θεωρηθεί συμπτωματική.

Η συμμετοχή τεχνοκρατών σε μια κυβέρνηση, ειδικά όταν αφορά την ανώτατη θέση του προέδρου της, συνιστά ένα πολιτικό φαινόμενο που χρήζει επεξήγησης, χωρίς να είναι βέβαια απολύτως σύγχρονο. Και στις δύο χώρες έχει επαναληφθεί στο παρελθόν, προσαρμοσμένο στις χωροχρονικές του συνιστώσες. Στην Ελλάδα του 1989 για παράδειγμα, ανέλαβε πρωθυπουργός ο Ξενοφών Ζολώτας, σημαντικός οικονομολόγος και ακαδημαϊκός, ενώ το 1993 διορίστηκε πρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης ο Carlo Azeglio Ciampi, διοικητής της Banca d'Italia.

Ακόμα παλιότερα, κατά το Μεσοπόλεμο, συγκεκριμένοι κύκλοι προέβαλλαν ως αίτημα τη συμμετοχή των τεχνοκρατών στις κυβερνήσεις. Ήταν το λεγόμενο technocracy movement που αναπτύχθηκε κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία, με στόχο την αντικατάσταση των πολιτικών από επιστήμονες και μηχανικούς. Στη μέγιστη ακμή του έφτασε αμέσως μετά τη Μεγάλη Κρίση του 1929.

Το χρονικό σημείο που εμφανίστηκαν όλες αυτές οι κυβερνήσεις και τα κινήματα εντοπίζεται, καθόλου τυχαία, σε κάποια στιγμή που το δημοκρατικό σύστημα περνούσε μια μείζονα κρίση. Το 1989 η πολιτική ζωή της Ελλάδας συγκλονιζόταν από το Σκάνδαλο Κοσκωτά, ενώ διαφορετικές πολιτικές αναταράξεις βίωνε και η Ιταλία τη δεκαετία του ’90. Ακόμα πιο σοβαρή ήταν η κατάσταση σε όλη την Ευρώπη κατά τα μεσοπολεμικά χρόνια. Σε συνθήκες σαν αυτές, οι κοινωνίες ψάχνουν (με έναν τυφλό, πολλές φορές, τρόπο) για μια ασφαλιστική δικλείδα, για ένα πρόσωπο που βρίσκεται εκτός του πολιτικού συστήματος. Για κάποιον, που ο έκτακτος ρόλος ο οποίος του έχει αποδοθεί, θα του επιτρέπει να παρακάμπτει τους θεωρούμενους ως περιορισμούς της δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας, όπως είναι οι χρονοβόρες διαβουλεύσεις ή οι κοινοβουλευτικές αψιμαχίες.

Στο Μεσοπόλεμο, τις λύσεις αυτές τις ενσάρκωσαν οι δικτάτορες. Οι σημερινές κοινωνίες, που δύσκολα απεμπολούν τα δημοκρατικά τους κεκτημένα, εμπιστεύονται για τη δύσκολη δουλειά τους τεχνοκράτες (όπως δείχνει και η αποδοχή που έχουν αυτά τα πρόσωπα στις δημοσκοπήσεις). Ο συγκεκριμένος τύπος διακυβέρνησης είναι σχετικά συμβατός με τα δύο βασικά συστατικά του σύγχρονου πολιτισμού, της δημοκρατίας και της επιστήμης (αναφέρω «σχετικά», γιατί ένας τεχνοκράτης ο οποίος καλείται να κυβερνήσει σε έκτακτες περιστάσεις έχει μεν την έγκριση του κοινοβουλίου, δεν διορίζεται όμως απευθείας μέσω μιας εκλογικής διαδικασίας).

Η αποδοχή από τους πολίτες είναι ένα στοιχείο που θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά προς την κατεύθυνση της επιτυχίας μιας τέτοιας κυβέρνησης. Και όχι μόνο: στα πλεονεκτήματά της μπορούμε να προσθέσουμε και το μικρότερο ενδιαφέρον που δείχνουν πολλά από τα στελέχη της για το πολιτικό κόστος, τη συμβατότητα του επικεφαλής της με τα έκτακτα καθήκοντά του (αφού επιλέγεται επί τούτου με βάση την κατάρτισή του) και τη συναίνεση στο πρόσωπό του από μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου. Παρ’ όλα αυτά τα δεδομένα και παρά το γεγονός πως η επιτυχία της κυβέρνησης Παπαδήμου είναι κάτι που θα κριθεί στο τέλος της θητείας της, η εικόνα που δείχνει προς το παρόν δεν είναι η καλύτερη δυνατή.

Ένας βασικός λόγος που ενεργεί ανασταλτικά στην εύρυθμη λειτουργία παρόμοιων κυβερνήσεων είναι ο εξής: φαίνεται πως τα πολιτικά στελέχη, ενώ θεωρούν ότι οι τεχνοκράτες μπορούν να αποτελέσουν μία λύση ώστε να τους παραδώσουν την εξουσία, τους θεωρούν ταυτόχρονα και απειλή. Προκειμένου να την εξουδετερώσουν, φροντίζουν να βάζουν κάποια εχέγγυα που θα διασφαλίζουν το μέλλον τους. Η ρητή δέσμευση για τον χρονικό ορίζοντα μιας τεχνοκρατικής κυβέρνησης, είναι μια τέτοια εγγύηση, όπως άλλωστε έχει κατανοήσει πλήρως ο κ. Σαμαράς. Ο αρχηγός της ΝΔ δε φοβάται φυσικά μια μεσοπολεμικού τύπου πραξικοπηματική ενέργεια του Λουκά Παπαδήμου για τη διαιώνιση της εξουσίας του, αλλά νιώθει πως η παράταση της κυβέρνησής του τελευταίου μπορεί να απειλήσει τα μεσοπρόθεσμα πολιτικά του σχέδια. Άλλο ένα εχέγγυο είναι η παράδοση της εξουσίας σε ‘άχρωμες’ και ακίνδυνες προσωπικότητες. Το 1989 ο Ζολώτας ήταν στη δύση της σπουδαίας καριέρας του και της ζωής του. Ο Ciampi, αν και ήταν ακόμα ενεργός επαγγελματικά όταν ανέλαβε πρωθυπουργός και όχι τόσο υπέργηρος όσο ο Ζολώτας, ήταν πάντως μεγάλος ηλικιακά. Το πρόβλημα όμως προκύπτει όταν χρειάζεται μια μάχιμη προσωπικότητα που πρέπει, όχι απλά να συμβιβάσει τις πολιτικές δυνάμεις σε μια προσωρινή κατάσταση εθνικής ενότητας, αλλά ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει γρήγορα και αποτελεσματικά μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο κ. Παπανδρέου φαίνεται πως αντιστάθηκε σε αυτήν την προοπτική, η οποία θα έφερνε στο τιμόνι κάποιον που θα απειλούσε και το δικό του πολιτικό μέλλον. Αντίθετα, έτεινε προς την επιλογή της «θεσμικής λύσης» του κ. Πετσάλνικου.

Και έτσι φτάνουμε στο δεύτερο λόγο που περιορίζει τις δυνατότητες ανάλογων κυβερνήσεων και δεν είναι άλλος από την άχρωμη πολιτική τους ταυτότητα. Σε αυτήν συνηγορεί και το πρόσωπο που συνήθως επιλέγεται: πρέπει να είναι πολιτικά ‘ουδέτερο’, ώστε να ανταποκρίνεται στα πολυσυλλεκτικά standards όλων των παρατάξεων που τον ενέκριναν. Η ‘χαλαρή’ πολιτική ταυτότητα είναι βέβαια ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής, η οποία τείνει να αποκλείει τις ισχυρές ταυτίσεις με ιδεολογίες, παρατάξεις και κόμματα. Είναι και αυτή μία όψη της τακτικής του ‘μεσαίου χώρου’, οι εμπνευστές της οποίας έχουν κατανοήσει πως ο βασικός όγκος των ψηφοφόρων διέπεται από μια μη ριζοσπαστική ιδεολογία και μετακινείται από κόμμα σε κόμμα ανάλογα με τις λεπτομέρειες, το πολιτικό marketing και την συγκυρία. Η παρακμή των πάλαι ποτέ εναλλακτικών προτάσεων (όπως εκείνη της ριζοσπαστικής αριστεράς), έχει ‘εγκλωβίσει’ αυτό το μέγεθος των ψηφοφόρων σε μια συνεχή αλλά ανεπαίσθητη μετακίνηση γύρω από το κέντρο του πολιτικού φάσματος (είναι χαρακτηριστικές από αυτήν την άποψη οι πρόσφατες εκλογές στην Ισπανία: η δυσαρέσκεια των πολιτών για τα μέτρα λιτότητας που άρχισε να εφαρμόζει το PSOE του Zapatero, έφερε στην εξουσία το Partido Popular του Mariano Rajoy, το οποίο έχει ταχθεί υπέρ σκληρότερων μέτρων λιτότητας!) Μια κυβέρνηση τεχνοκρατών δεν είναι καθόλου ασύμβατη με αυτό το στοιχείο του σύγχρονου πολιτικού συστήματος – το αντίθετο μάλιστα.

Οι συνθήκες κρίσης όμως, δε χρειάζονται απλώς διοικητικές ικανότητες από μια διαχειριστική κυβέρνηση. Συνήθως απαιτούν καινοτομικές και πολιτικά ριζοσπαστικές λύσεις που ξεπερνούν τις δυνατότητες μιας προσωρινής τεχνοκρατικής αρχής, αλλά και μιας οποιασδήποτε πολιτικής κυβέρνησης με διαχειριστικό χαρακτήρα. Αντίθετα, μπορούν να εφαρμοστούν από πλειοψηφικά ρεύματα ισχυρής υποστήριξης και όχι απλής ανοχής, μέσα από δυνατές πολιτικές προτάσεις και όχι μέσα από διεκπεραιωτικές πρακτικές. Μια δυναμική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας πρέπει να αναδειχθεί και να επιβάλλει με αποφασιστικότητα τους πολιτικούς και εθνικούς εκείνους στόχους που θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο. Γιατί όταν η θητεία της παρούσας κυβέρνησης λήξει, θα έχουμε πιθανόν κερδίσει κάποιο χρόνο, αλλά δε βλέπω με ποιον τρόπο θα έχουμε απαλλαγεί από τις γνωστές δομικές και ανακυκλούμενες παθογένειές μας …

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ