Πολιτικη & Οικονομια

Το παράδοξο της ελληνικής αναποτελεσματικό- τητας

27013-107852.jpg
Θεόδωρος Σκυλακάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
18421-46394.jpg

Πριν μερικές μέρες διάβαζα την παρουσίαση των προτάσεων του υπ. Παιδείας για το νέο Λύκειο. Το υπουργείο με μεγάλη πειστικότητα παρέθετε τους αριθμούς των επιτευγμάτων του συστήματος. Διδάσκοντες ανά μαθητή, άριστες αναλογίες. Τάξεις με αριθμό μαθητών που δεν έχουν τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία. Υπολογιστές και υποδομές αντίστοιχες του μέσου όρου των ευρωπαϊκών. Επίπεδο σπουδών των εκπαιδευτικών (μεταπτυχιακά, διδακτορικά, ειδίκευση), καλύτερα του μέσου όρου της Ευρώπης. Αλλά... Αλλά στις διεθνείς εξετάσεις PISA του ΟΟΣΑ η κατάταξη μας φέρνει στους τελευταίους της Ευρώπης! Παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες γονείς επενδύουν στη μόρφωση των παιδιών τους σημαντικά ποσά που συμπληρώνουν με πολλούς τρόπους τη δημόσια παιδεία. Τι συμβαίνει; Γιατί όλα όσα κάνουμε, που φαίνονται προς τη σωστή κατεύθυνση -και κοστίζουν ασφαλώς και μεγάλα ποσά-, δεν φέρνουν αποτέλεσμα;

Η απάντηση έχει ενδιαφέρον γιατί το πρόβλημα αυτό έλλειψης αποτελεσματικότητας αποτελεί ένα ευρύτερο χαρακτηριστικό όχι μόνο του σημερινού ελληνικού κράτους αλλά και της οικονομίας και της κοινωνίας ευρύτερα. Ξοδεύουμε τεράστια ποσά για συντάξεις αλλά οι φτωχότεροι Έλληνες είναι συνταξιούχοι. Ξοδεύουμε τεράστια ποσά για δημόσια υγεία και κατ' εξοχήν καταλήγουμε να χρησιμοποιούμε ιδιωτικά νοσοκομεία.

Για να ερμηνεύσει κανείς το παράδοξο της αναποτελεσματικότητας ελληνικής κοινωνίας πρέπει να ανατρέξει στον τρόπο που διαμορφώνεται ο δημόσιος λόγος και συζητούνται τα θέματα πολιτικής στη χώρα μας, εδώ και πολλές δεκαετίες. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Πως αποφασίζονταν μέχρι σήμερα το ύψος των μισθών και συντάξεων των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων; Οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονταν σε δύο περιόδους. Είτε στη συνέχεια (ή την παραμονή), κάποιας απεργίας, όπου αντί για άμεσες αυξήσεις οι κυβερνήσεις χορηγούσαν πρόσθετα μισθολογικά και συνταξιοδοτικά προνόμια στη συντεχνία που απεργούσε, είτε σε προεκλογικές χρονιές, όταν οι κυβερνήσεις ανακάλυπταν ότι η οικονομία είναι "ισχυρή" και επιτρέπει προεκλογικές "παροχές" (εκπληκτική επιλογή λέξης που υπονοεί ότι οι πολιτικοί δεν είναι διαχειριστές αλλά μεγάθυμοι ιδιοκτήτες του δημοσίου χρήματος).

Ποιά κριτήρια λαμβάνονταν υπ' όψη; Η παραγωγικότητα, η αξιολόγηση, η ανάγκη για προσέλκυση ικανότερων εργαζομένων; Όχι βέβαια. Τα κριτήρια που κυριαρχούσαν ήταν η ρουσφετολογία, η ψηφοθηρία και ο εκβιασμός του κοινωνικού συνόλου από την εκάστοτε συντεχνία. Τι είδους δημόσιος διάλογος προηγείτο κάθε αποφάσεως; Τελετουργικός. Ανεξαρτήτως οικονομικής καταστάσεως τα Μαζικά Μέσα Επικοινωνίας μιλούσαν για "λιτότητα", η αντιπολίτευση για "ανάλγητη κυβέρνηση", οι συνδικαλιστές για "δίκαια αιτήματα" και η κυβέρνηση για "αυξήσεις στα όρια της αντοχής της οικονομίας".

Τα αποτελέσματα ήταν βέβαια αντίστοιχα. Δηλαδή παράλογη αναποτελεσματικότητα. Από το 1996 μέχρι το 1999, η μέση πραγματική αύξηση των μισθών ήταν στον ιδιωτικό τομέα (πλην τραπεζών), ήταν 34% και στις ΔΕΚΟ 86%. Στο διάστημα αυτό δηλαδή κινηθήκαμε σαν η παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με την παραγωγικότητα των ΔΕΚΟ να έχει μειωθεί σημαντικά. Και στείλαμε ταυτόχρονα το σήμα στα νέα παιδιά ότι το μέλλον τους θα εξασφαλιστεί καλύτερα αν αποκτήσουν τα προσόντα που είναι αναγκαία για να κερδίσουν μια επίζηλη θέση στις ΔΕΚΟ. Δηλαδή κομματικά ένσημα, τυπικής αξίας πτυχίο με όσο χαμηλότερο βαθμό γίνεται και καλή γνώση της πιάτσας, ώστε όταν εξασφαλιστείς να μπορείς να βγάζεις και κάτι επιπλέον στις (άφθονες) ελεύθερές σου ώρες, στην πάσης φύσεως μαύρη οικονομία.

Αντίστοιχα η έλλειψη ουσιαστικού σοβαρού δημόσιου λόγου και διαλόγου και η απόλυτη κυριαρχία του λαϊκισμού στην πολιτική και τα μέσα ενημέρωσης, ερμηνεύει και τις άλλες πτυχές της ελληνικής αναποτελεσματικότητας. Ενώ πολλοί παράγοντες συνδιαμορφώνουν μια αποτελεσματική κοινωνική οργάνωση, είναι βέβαιο ότι αποτελεσματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν μετράς, αν δεν αξιολογείς τα αποτελέσματα της δράσης σου και αν δεν ανταμείβεις τους ανθρώπους ανάλογα με τα όσα προσφέρουν.

Με το λαϊκισμό που περιγράφαμε - καμία σχέση.

Αν ο αναγνώστης ψάξει πίσω από κάθε παράδειγμα που προανέφερα θα ανακαλύψει ότι στο δημόσιο διάλογο και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, περίσσευε ο λαϊκισμός και ο κομματισμός και έλειπε το μέτρημα, η αξιολόγηση και η ανταμοιβή.

Οι συνταξιούχοι δεν λαμβάνουν σύνταξη ούτε με βάση τις εισφορές τους (αντίθετα οι εργαζόμενοι με τις υψηλότερες εισφορές -ΙΚΑ- έχουν χαμηλότερες συντάξεις), ούτε με βάση τις κοινωνικές τους ανάγκες (οι μεγαλο-συνταξιούχοι στη ΔΕΗ και στον ΟΤΕ λαμβάνουν δέκα φορές μεγαλύτερη κρατική επιδότηση από τους χαμηλο-συνταξιούχους του ΕΚΑΣ).

Στα σχολεία δεν υπάρχει σύστημα αντικειμενικής παρακολούθησης της προόδου των μαθητών (με κοινές εξετάσεις και τεστ που να μετρούν την πορεία τους με διεθνή κριτήρια). Οι καθηγητές, οι οποίοι επιτυγχάνουν μεγαλύτερη πρόοδο των μαθητών τους, δεν αμείβονται καλύτερα ούτε ηθικά, ούτε οικονομικά. Δεν γνωρίζουμε καν ποιοί είναι. Το ίδιο και στην υγεία. Δεν γνωρίζουμε καν ποια είναι τα δημόσια νοσοκομεία και οι γιατροί που λειτουργούν αποτελεσματικότερα, που ξοδεύουν λιγότερα για φάρμακα και εξετάσεις, κάνουν λιγότερες επεμβάσεις και επιτυγχάνουν καλύτερα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την υγεία των ασθενών τους. Γιατί κανείς δεν μετράει, κανείς δεν αξιολογεί, κανείς δεν ενδιαφέρεται για δίκαιη ανταμοιβή.

Μπορούμε να τα αλλάξουμε όλα αυτά; Ναι, αλλά όχι χωρίς και την συμβολή από την πλευρά του ίδιου του μέσου πολίτη, που πρέπει να υπερβεί τον εαυτό του και τις διαμορφωμένες του συνήθειες. Η αναζήτηση της αποτελεσματικότητας στη δημόσια λειτουργία δεν ακούγεται ούτε λαοφιλής, ούτε φιλική προς τον πολίτη, ούτε τον φορτίζει με θετικά συναισθήματα. Κι όμως πρέπει να βρει τον τρόπο να κρίνει πολιτικούς, μέσα ενημέρωσης, όλους εκείνους που με οποιοδήποτε τρόπο υπηρετούν τη δημόσια ζωή, προτάσσοντας τα "ψυχρά" αυτά κριτήρια. Γιατί η διόρθωση που πρέπει να γίνει είναι τεράστια και δεν είναι ούτε λογικό, ούτε εφικτό να την αναθέσουμε σε κάποια τρόικα ή σε εισαγόμενους τεχνοκράτες. Πρέπει η ίδια η δημόσια ζωή να αλλάξει και να αποτιμήσει διαφορετικά το δημόσιο λόγο και τη δημόσια συμπεριφορά.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ