TV & Media

Μπορεί ένας δημοσιογράφος να γράφει ό,τι θέλει στα social media;

Νέα επίσημη γραμμή των New York Times βάζει κανόνες στην τοποθέτηση δημοσιογράφων στους προσωπικούς τους λογαρισμούς

320120-629278.jpg
Ηρώ Παρτσακουλάκη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
378138-781264.jpg
WIKIMEDIA COMMONS

Προς Νewsroom: «Για να παραμείνουμε ο καλύτερος δημοσιογραφικός οργανισμός στον κόσμο, πρέπει να διατηρήσουμε μια ζωντανή παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα. Πρέπει όμως επίσης να διασφαλίσουμε ότι συμμετέχουμε υπεύθυνα σε αυτά, σύμφωνα με τις αξίες της δικής μας αίθουσας σύνταξης. Όμως τα κοινωνικά δίκτυα παρουσιάζουν πιθανούς κινδύνους για τους NYT. Αν οι δημοσιογράφοι μας θεωρηθούν προκατειλημμένοι ή αν συμμετέχουν στη μετατροπή των social media σε μέσο ενημέρωσης, αυτό μπορεί να υποβαθμίσει την αξιοπιστία ολόκληρου του newsroom. Ανέκαθεν έχουμε καταστήσει σαφές ότι οι συντάκτες στο newsroom θα πρέπει να αποφεύγουν να δημοσιεύουν στα social media οτιδήποτε βλάπτει τη φήμη μας ως ουδέτερο και δίκαιο μέσο». 


Οι New York Times ανακοίνωσαν πριν λίγες μέρες ένα επικαιροποιημένο, εκτενές σύνολο κανόνων σχετικά με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τους συντάκτες τους. Οι νέες οδηγίες μάλιστα δημοσιεύθηκαν και στο κοινό «για λόγους διαφάνειας» και προκάλεσαν ένα debate κατά πόσο προστατεύουν τη δημοσιογραφική δεοντολογία ή περιορίζουν την ελευθερία των συντακτών τους. Φαίνεται πάντως πως οι NYT αναζητούν τη χρυσή τομή μεταξύ της δημοσιογραφίας και του έγκυρου σχολιασμού στα social media, τα οποία κυριαρχούνται σε μεγάλο ποσοστό από fake news και οπαδικό λόγο – βλέπε ελληνικό ίντερνετ. 

Μπορεί ένας δημοσιογράφος να γράφει ό,τι θέλει στα social media;

Στην εποχή των social media, o προσωπικός λογαριασμός ενός δημοσιογράφου με επιρροή αποτελεί μάλλον προέκταση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Οι νέοι κανόνες αποτρέπουν λίγο πολύ τις δημόσιες τοποθετήσεις δημοσιογράφων στo Facebook και στο Twitter όταν αφορούν θέματα που καλύπτουν οι ΝΥΤ και εμπεριέχουν πολιτικές θέσεις, ενώ θέτουν περιορισμούς και σε οποιουδήποτε είδους διαδικτυακή «δράση», όπως like, retweets και fb groups, που θα μπορούσε να εκθέσει τις πεποιθήσεις του δημοσιογράφου. Πίσω από αυτό το σκεπτικό βρίσκεται η εκτίμηση ότι με τέτοιες ενέργειες διακυβεύεται ο τρόπος που οι αναγνώστες προσλαμβάνουν την αρθρογραφία της εφημερίδας ως αντικειμενική και αμερόληπτη.

Αφορμή για την αλλαγή της πολιτικής της έγκριτης εφημερίδας στα social media στάθηκε ο Nicholas Dudich, υπεύθυνος για τη στρατηγική επικοινωνία και πολιτική ακροατηρίου των ΝΥΤ, ο οποίος εμφανίστηκε να καυχιέται σε ένα βίντεο που διέρρευσε στον Τύπο, για την ικανότητά του να «χειραγωγεί» και να κατευθύνει τις ειδήσεις.

Οι οδηγίες φαίνεται να αποσκοπούν στην αποφυγή στρατευμένων σχολίων ή άλλων που θα μπορούσαν να πλήξουν το κύρος της εφημερίδας, καθώς όταν αυτές παίρνουν τη μορφή «μεροληπτικής, κομματικής ή οπαδικής άποψης και προωθούν πολιτικές θέσεις» βαραίνουν και το μέσο που εκπροσωπεί ο συντάκτης.

Ωστόσο πολλοί θεώρησαν ότι οι νέοι κανόνες των NYT φιμώνουν τους δημοσιογράφους σε μία κρίσιμη εποχή για τις ΗΠΑ, στη σκιά της προεδρίας Trump, καθώς τα media αγωνίζονται για το πώς θα καλύψουν την πολιτική ενός προέδρου που έχει ενσωματώσει στη ρουτίνα των πρωινών του tweets την άσκηση δριμείας κριτικής στον Τύπο. Για πολλούς δημοσιογράφους τα social media είναι το πλέον δελεαστικό πεδίο για να αντεπιτεθούν. Ωστόσο, ακόμα και η κορυφαία ρεπόρτερ του Λευκού Οίκου Maggie Haberman, που δίνει ρέστα με το πικάντικο παρασκήνιο που εξασφαλίζει από τις αξιοζήλευτες πηγές της για τα εσωτερικά της προεδρίας, δημοσιεύοντάς το συστηματικά στο Twitter, τάχθηκε υπέρ των νέων κανόνων της εφημερίδας της.

Τα social media πράγματι καθίστανται σε μεγάλο βαθμό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, πολλές φορές μάλιστα τείνουν να υποκαταστήσουν την ενημέρωση. Στην εν λόγω διαμάχη κάποιοι υποστήριξαν πως είναι χρήσιμο και θεμιτό να γνωρίζεις τις προσωπικές απόψεις των δημοσιογράφων. Όπως σχολίασε στoυς Washington Times ένας καθηγητής της Νομικής σχολής του πανεπιστημίου Cornell, το να εκφράζουν οι δημοσιογράφοι ελεύθερα τις απόψεις τους στα social media είναι ζήτημα διαφάνειας, τονίζοντας ότι ο ίδιος θα προτιμούσε να γνωρίζει τις πολιτικές τους απόψεις ώστε να μπορεί να κρίνει την αξιοπιστία του ρεπορτάζ τους, αντιστρέφοντας ουσιαστικά την επιχειρηματολογία των NYT.

Παράλληλα, στο twitter κάποιοι σχολίασαν ότι εάν απαγορεύεται στους δημοσιογράφους να διαλέγουν στρατόπεδο σε πολιτικές διαμάχες, είναι σαν να τους απαγορεύουν να λένε την αλήθεια εφόσον τη γνωρίζουν. Άλλοι υποστήριξαν ότι οι προοδευτικές τοποθετήσεις υπέρ γυναικών, φυλετικών ζητημάτων, για τη μετανάστευση ή την κλιματικής αλλαγής δεν θα έπρεπε να θεωρούνται απλή γνώμη. «Θεωρείται ότι παίρνεις θέση υπέρ μίας πλευράς όταν πεις ότι οι γυναίκες είναι άνθρωποι, ότι οι ζωές των μαύρων μετράνε ή όταν πεις δημόσια ότι υπάρχει πράγματι η απειλή της κλιματικής αλλαγής;», αναρωτήθηκε κάποιος. Αλλά και πάλι, είναι αυτό κάτι που θα απαγόρευε στην πράξη η νέα πολιτική της εφημερίδας;

Υπήρξαν και αυτοί που ισχυρίστηκαν ότι οι νέοι κανόνες μπορεί να εξαλείφουν τη «μεροληψία» των δημοσιογράφων στα social media, στην πραγματικότητα όμως η αμεροληψία στα newsroom είναι σχετικός όρος. Στις ΗΠΑ τα media απαρτίζονται στην πλειονότητά τους από συντάκτες με δημοκρατικές θέσεις και ελάχιστους ρεπουμπλικάνους. Όπως άλλωστε έδειξε μια μελέτη από καθηγητές του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα, ο αριθμός των δημοσιογράφων που θεωρούνται Ρεπουμπλικάνοι μειώθηκε από 18% σε 7,1% από το 2002 έως το 2013. Μάλιστα από τις 100 μεγαλύτερες εφημερίδες των ΗΠΑ, μόνο δύο επιδοκίμασαν την εκλογή Trump, ενώ 57 υποστήριξαν τη Hillary Clinton.

Αξίζει φυσικά να διαβάσει κανείς τις οδηγίες επί λέξει, όπως και τα σχόλια των ίδιων των συντακτών.


Peter Baker: «Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα tweets σχετικά με τον πρόεδρο Trump από τους δημοσιογράφους και τους αρχισυντάκτες μας λαμβάνονται ως επίσημη θέση της εφημερίδας ακόμη και αν δημοσιεύονται από εκείνους που δεν καλύπτουν την κυβέρνηση. Ο Λευκός Οίκος δεν κάνει διακρίσεις και σε αυτό το ιδιαίτερα  φορτισμένο περιβάλλον, πρέπει όλοι να είμαστε ενωμένοι».

Nick Confessore: «Η πραγματικότητα είναι ότι ο λογαριασμός μου στο Twitter, είναι λογαριασμός των Times. Δεν το διαχειρίζεται η εφημερίδα, αλλά αυτή θα είναι υπόλογη ως θεσμός για οτιδήποτε εμφανίζεται στη σελίδα μου. Πράγματι, καλώς ή κακώς, ο περιστασιακός αναγνώστης θεωρεί τους κοινωνικούς μου λογαριασμούς ως επέκταση των ψηφιακών πλατφορμών των NYT. Νομίζω λοιπόν ότι όλοι μας στους Times πρέπει να αποδεχτούμε αυτό το κόστος που συνεπάγεται η απασχόλησή μας σε ένα τόσο σημαντικό μέσο ενημέρωσης. (Άλλωστε για να είμαστε δίκαιο, η αναγνωσιμότητα και η επιρροή που ασκεί ο  λογαριασμός μας στο Twitter οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι εργαζόμαστε στους NYT).  

Margot Sanger-Katz: «Ένα μέρος που κάνει διασκεδαστικές και ενδιαφέρουσες αυτές τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης είναι ότι είναι λίγο διαφορετικές από τις επίσημες σελίδες των NYT, τόσο σε προσέγγιση και δομή: Μπορείς να θέτεις ερωτήματα για πράγματα που δεν γνωρίζεις, να κάνεις αστεία, να εκφράσεις την έκπληξή σου για κάτι, να μοιραστείς τη δουλειά σου κλπ. ... Είμαι πάντα προσεκτική, καθώς έχω επίγνωση ότι οποιοδήποτε από τα tweets μου μπορεί να καταλήξει να αναδημοσιεύεται αλλού ως δήλωση δημοσιογράφου των Times».

Αν δεν ξέρετε κατά πόσο ένα post στα social media ακολουθεί τα πρότυπα των NYT, αναρωτηθείτε:

1. Θα εκφράζατε παρόμοιες απόψεις σε ένα άρθρο που θα δημοσιευόταν στους Times;

2. Θα μπορούσε κάποιος που διαβάζει την ανάρτησή σας να πιστεύει ότι είστε προκατειλημμένος για ένα συγκεκριμένο ζήτημα;

3. Εάν οι αναγνώστες που βλέπουν την ανάρτησή σας δουν ότι είστε δημοσιογράφος των Times, αυτό ενδέχεται να αλλάξει την άποψη τους για την δίκαιη και αμερόληπτη κάλυψη ειδήσεων που χαρακτηρίζει τους NYT;

4. Θα μπορούσε η ανάρτησή σας να εμποδίσει την ικανότητα των συναδέλφων σας να κάνουν αποτελεσματικά τη δουλειά τους;

5. Αν κάποιος έπρεπε να κοιτάξει ολόκληρη την ροή της δραστηριότητάς σας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης , συμπεριλαμβανομένων των links και των retweets, θα είχε αμφιβολίες για την ικανότητά σας να καλύπτετε ειδήσεις και γεγονότα με δίκαιο και αμερόληπτο τρόπο;

Μάγκι Χάμπερμαν: «Πριν δημοσιεύσετε, ρωτήστε τον εαυτό σας: Πρόκειται για κάτι που πρέπει να ειπωθεί, κάτι που πρέπει να ειπωθεί από εσάς και είναι κάτι που πρέπει να ειπωθεί από εσάς τώρα; Εάν απαντάτε όχι σε κάποιο από τα τρία, είναι καλύτερο να μη βιαστείτε».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ