Πολεις

Μια τσίχλα Άνταμς με γεύση μέντα δια χειρός Γιώργαρου Κούδα

Μια αληθινή χριστουγεννιάτικη ιστορία

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
yiorgos_koudas_1973.jpg

Χριστούγεννα του 1976, Ξάνθη, τελείωσαν τα μαθήματα, διάλειμμα για γιορτές, έξω από το σπίτι μας, στην οδό Μακεδονίας 17, κλωτσάμε μια μπάλα - για την ακρίβεια, παίζουμε κάτι σαν ποδοσφαιροσκουός, μια ο ένας, μια ο άλλος, τη σουτάρουμε σε έναν τοίχο, νταπ, ντουπ. Ο ένας είμαι εγώ. Ο άλλος, ο αδελφός μου. Νταπ, ντουπ... «κι είπε η μαμά πως θα κάτσουμε όλες τις γιορτές στη Θεσσαλονίκη, και θα σε γιορτάσουμε στις 27, του Στεφάνου του λιθοβολιστή, στο σπίτι της κυρίας Ντίνας, που θα σου κάνει πάρτι». Είπα: «Δεν ήταν λιθοβολιστής, ρε Γιάννη, δεν βαρούσε ο Άγιος Στέφανος, τον βαρούσαν, μάθε σωστά, ρε, τα θρησκευτικά, σε λίγο θα μου πεις πως ήταν και Ρωμαίος, αλλά, ναι, γαμώ!». Ήταν μαγικά! Σχολείο γιοκ, Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά, πάρτι ονομαστικής γιορτής στης κυρίας Ντίνας, τι άλλο ήθελα; Ήμουν ευτυχισμένος.

Και μετά , νταπ, ντουπ, νταπ, ντουπ, λέω του αδελφού μου, «πάμε κι ένα τριπλαδόρικο τώρα, εγώ θα είμαι ο Κούδας κι εσύ ο Συνετόπουλος, να δούμε ποιος θα ψωνίσει τον άλλον». Ήμουν ΠΑΟΚ, ήταν Ολυμπιακός, δέχτηκε, νταπ, ντουπ, ήρθε κι η Ανθή κι έπιασε να μας χαζεύει, που το παίζαμε παικταράδες, τραγουδώντας το «Ντιν νταν ντον»,  σουξεδάρα της εποχής, «κι η ζωή με φωνάζει και με συναρπάζει, λέω καλημέρα με ντιν νταν ντον». Γιατί, ναι, τα Χριστούγεννα του 1976 ξεκινούσαν συναρπαστικά, και την άλλη μέρα μας φόρτωσε ο μπαμπάς μου στο Φίατ και, μετά από πέντε ώρες δρόμο, είδα την πινακίδα που έγραφε: «Δερβένι - γίδα βραστή», και μετά το φουγάρο του Τιτάν, και μετά τη Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά, πόλη τεράστια, φώτα μεγάλα, Βαρδάρης, Εγνατία, από Αριστοτέλους κόψαμε για θάλασσα, από θάλασσα για Όλγας, η κυρία Ντίνα έμενε στην οδό Ορέστου, κάθετη με Ιταλίας. Τα θυμάμαι όλα, τα θυμάμαι σαν τώρα, λίγο πριν κοιμηθούμε είπα του αδελφού μου: «Γαμώ, γαμώ, άκου, εγώ, να ξέρεις, εδώ θα έρθω να μείνω μετά το σχολείο». Διαφώνησε, αυτός θα πήγαινε στον Πειραιά κάποτε, «για να βρω τον Τάκη Συνετόπουλο, σκασίλα μου η Θεσσαλονίκη κι ο Κούδας». Είπε!

Το άλλο πρωί, παραμονή Χριστουγέννων, προτείνω του μπαμπά μου να πάμε βόλτα στην Τούμπα, «να δω τον Κούδα, μπορεί και να έχει προπόνηση, να πάρω κι ένα αυτόγραφο». Αν όλα πήγαιναν καλά, θα ήταν το δεύτερο αυτόγραφο της ζωής μου, το πρώτο το είχα πάρει από τον Λάκη Διαμαντόπουλο, δικυκλιστή που έμπαινε στη ρόδα ταψί, στο λούνα παρκ, όταν ήρθε στην Ξάνθη ο «Γύρος του θανάτου». Πετάγεται η κυρία Ντίνα, η χόστες που ακούει, και λέει: «Καλέ, ποια Τούμπα, κλειστά θα είναι όλα τέτοια μέρα. Στο σούπερ μάρκετ του να πάτε, στην Όλγας, δέκα βήματα είναι». Σούπερ μάρκετ; Στην Ξάνθη είχε μόνο μπακάλικα, ενθουσιάζομαι επί 10: «Θεσσαλονίκη, θα δω τον Κούδα, αν είναι εκεί, και θα λέω στην Ξάνθη πως πήγα και σε σούπερ μάρκετ, η ζωή με φωνάζει και με συναρπάζει, λέω καλημέρα με ντιν  νταν ντον».

Κι έτσι πάμε στο σούπερ μάρκετ που άνοιξε Κούδας και στη Θεσσαλονίκη ήταν πρώτη είδηση, αφού ο Μέγας Αλέξανδρος της μπάλας, ο κάπτεν, ο ηγέτης, είπε να επενδύσει και σε κάτι άλλο πέραν της μπάλας, «για να έχει καλά γεράματα, γιατί έρχονται οι δόξες και παρέρχονται», όπως συμπλήρωσε θυμόσοφα η μάνα μου, «γι' αυτό κι εσύ να τα βλέπεις αυτά, που νομίζεις πως, αν γίνεις ποδοσφαιριστής, θα προκόψεις». Πετάγεται ο αδελφός μου, «μπα, δεν έχει κοντρόλ, μην ανησυχείς, άσε που φοράει και γυαλιά και καμιά ομάδα δεν θα τον θέλει».

Αλλά ο μπαμπάς μου με πάει στο σούπερ μάρκετ, που εγώ νόμιζα πως θα λέγεται ΠΑΟΚ, ή τα Δικέφαλα Πουλιά, ή Φανέλα Δέκα, κι έτσι ο αδελφός μου γλυτώνει το ξύλο για τα βαριά του λόγια - αν και, οκ, δίκιο είχε, ούτε κοντρόλ είχα, ούτε όραση αητού. Αλλά είχα πάθος με τον Κούδα. Και τον βλέπω! Ναι, τον βλέπω, λέω, «μπαμπά μου, να ο Κούδας». Και συνειδητοποιώ πως ο μπαμπάς μου έχει μείνει σέκος. Εμβρόντητος. Κόκαλο. «Καλά, ρε μπαμπά, λέω, ΑΕΚ είσαι εσύ, τι έπαθες με τον Κούδα;» Και μου απαντά, «Κι εμείς δικέφαλα πουλιά, και Κωνσταντινούπολη είμαστε, ίδιες πατρίδες, άσχετα αν ο Χρηστάρας ο Αρδίζογλου είναι εμένα η λατρεία μου, δέος νιώθω και για τον Κούδα, δέος»! Λέω «ή τώρα ή ποτέ», γιατί υπολόγιζα ο μπαμπάς μου να μας κάνει τη γνωριμία, αλλά αυτός κατουρήθηκε περισσότερο από μένα. Και τρέχω σφήνα πάνω του, δώδεκα χρονών γυαλάκιας, «κύριε Κούδα, κύριε Κούδα, ένα αυτόγραφο»! Κι είναι στα μάτια μου δέκα μέτρα ψηλός και μου χαμογελάει παιδιάστικά, «και είμαι από την Ξάνθη και σας θαυμάζω πολύ», συνεχίζω. Κι ο Κούδαρος μου δίνει το χέρι, και καθώς κάνουμε χειραψία με το άλλο χέρι βγάζει από τη μέσα τσέπη του δερμάτινου μπουφάν μια φωτογραφία του και λέει «τι όνομα να γράψω;» Λέω Στέφανος, Στέφανος Τσιτσόπουλος, υπογράφει και μου το δίνει. Κι ύστερα κάνει το κόλπο γκρόσο και από το ταμείο, που ήταν δίπλα του, πιάνει και μια τσίχλα Άνταμς με γεύση μέντα. Και μου τη χαρίζει. «Πάρε κι ένα δωράκι, να με θυμάσαι»! Μια τσίχλα Άνταμς με γεύση μέντα. Σαν τις μέντες που έχει κλάσει -μετά συγχωρήσεως- ο αδελφός μου, ο οποίος θέλει να μάθει τη συνέχεια της ιστορίας, αφού έχουμε γυρίσει στης κυρίας Ντίνας κι ο μπαμπάς μου τους φώναξε όλους, «πού να σας τα λέμε, πού να σας τα λέμε». «Και μετά;»

Μετά πέρασαν 41 χρόνια και μου ζήτησαν να γράψω ένα αρθράκι για το περίεργο, ανέλπιστο και μαγικό δώρο που μου έκαναν ποτέ. Μια τσίχλα Άνταμς με γεύση μέντα δια χειρός Γιώργαρου Κούδα. Που αποχαιρετιστήκαμε εγκάρδια και είπε: «Κι έτσι τώρα έχω κι έναν φίλο στην Ξάνθη, που τον λένε Στέφανο Τσιτσόπουλο». Και τρώει μια φρίκη ο αδελφός μου, μια φρίκη και ουρλιάζει: «Αν το Πάσχα για τις γιορτές δεν με πάτε στον Πειραιά για να δω τον Συνετόπουλο, να ξέρετε, θα φύγω από το σπίτι, για πάντα, αμάν πια με τη Θεσσαλονίκη, και τον ΠΑΟΚ, και τις τσίχλες, όλα για τον μεγάλο τα κάνετε και μένα κανένας δεν με νοιάζεται». Ακόμα το φυσάει ή μάλλον... το μασάει! Σε αντίθεση με μένα, που την τσίχλα δώρο του Κούδα δεν την άνοιξα για να τη μασήσω ποτέ. Κειμήλιο. Collectors item. 41 χρόνια μετά, ρε φίλε, «η ζωή με φωνάζει και με συναρπάζει, κι η μαστίχα εκείνη πάντα θα μοιάζει με ντιν νταν ντον». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ