Πολεις

Τα αρχοντικά της Κηφισιάς

Έχουν τα σπίτια μνήμη; Η Καρολίνα Μέρμηγκα, που συνδέεται με την περίφημη έπαυλη Πρωτοπαπαδάκη, θεωρεί πως ναι. 

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 631
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
377204-778688.jpg

Η Καρολίνα Μέρμηγκα, που συνδέεται με την περίφημη έπαυλη Πρωτοπαπαδάκη στην Κηφισιά, γράφει για το τι κρύβουν μέσα τους τα παλιά σπίτια.

Η Κηφισιά υπήρξε από πολύ παλιά το προάστιο για δροσιά και αναψυχή των Αθηναίων. Κρύβει έτσι πολύ παλιά μυστικά, όπως λ.χ. τη βίλα του Ηρώδη,¹ αλλά και νεότερα, όπως το μυστικό μιας γενιάς Ελλήνων που έχτισαν εκεί τα «αρχοντικά» τους. Μυστικό, γιατί τι ήταν αυτή η περίφημη αρχοντιά, η κατά τον Κωνσταντίνο Τσάτσο «σύνθεση υπερηφάνειας, ευπρέπειας, αυτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας»;

Αριστοκρατία στην Ελλάδα δεν υπήρξε. Υπήρξε όμως μια εύπορη τάξη που λίγο πριν και λίγο μετά από τις απαρχές του 20ού αιώνα είχε μεγάλη αγωνία να επιδείξει την ευρωπαϊκότητά της – βασικό ζητούμενο για τη νέα, φέρελπι χώρα που κρατούσε το νεωτερικό βλέμμα της στραμμένο πεισματικά προς δυσμάς και τις παρωπίδες της κλειδωμένες προς οτιδήποτε «ανατολίτικο». Η στάση αυτή μεταφράστηκε σε κοσμοπολιτισμό, μόρφωση και κουλτούρα, ολίγη επίδειξη και, ναι, ξενομανία. Κυρίως όμως, απέχθεια προς ό,τι θύμιζε το οθωμανικό παρελθόν. Έτσι, έχτισαν στην Κηφισιά σπίτια που αρχιτεκτονικά ήταν ο απόλυτος αχταρμάς (παλλαντιανές βίλες, μεσαιωνικοί πύργοι, νεογοτθικά κτίσματα, επαύλεις σε καστροειδή ρυθμό κ.ά.), χωρίς δηλαδή καμία συνοχή, αλλά με έναν κοινό παρονομαστή: τίποτα «τουρκικό». Παράλληλα ο καθαρός αέρας έκανε καλό όχι μόνο λόγω οξυγόνου, αλλά και λόγω της εγγύτητας με το βασιλικό Τατόι, το κέντρο εξουσίας δηλαδή. Οξυγόνο πολιτικά και κοινωνικά ευεργετικότατο.

Τα αρχοντικά της Κηφισιάς

Έχει η νοσταλγία μνήμη; Ναι, αλλά όχι πάντα αξιόπιστη. Μουλιάζει μέσα στο συναίσθημα, και το συναίσθημα δεν έχει πάντα την καλύτερη σχέση με την πραγματικότητα. Μεγάλωσα σ’ ένα τέτοιο «αρχοντικό». Χαρακτηρισμός αμήχανος, αλλά πώς να ονοματίσεις το νεογοτθικό, ευφάνταστο, οριακά weird πύργο που έχτισε με δικά του σχέδια ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης; Εγώ τότε δεν ήξερα τίποτε από ορισμούς. Από Μάιο μέχρι και Οκτώβριο (χωρίς θέρμανση γαρ...) ζούσα με τα πόδια μου στο παγωμένο νερό της αμπολής που κυλούσε απ’ έξω, το κεφάλι μου ξαπλωμένο πάνω στα παχιά πούσια που έπεφταν από τα πεύκα και το μυαλό χαμένο σε ιστορίες που εκτυλίσσονταν κάπου αλλού. Οι χοντρές λαξευμένες πέτρες του Κοκκιναρά, οι γοτθικοί πυργίσκοι και το πεντελικό μάρμαρο με άφηναν αδιάφορη – θα προτιμούσα να βρίσκομαι σε κάποιο νησί, με τις παρέες μου.

Λένε ότι κανένας δεν μπορεί να σου πάρει το παρελθόν, και είναι η μισή αλήθεια· η άλλη μισή είναι ότι κανένας δεν μπορεί να σου το δώσει. Όμως τα σπίτια έχουν έναν τρόπο να κρατούν κάτι από τις ζωές που υπήρξαν μέσα τους, όπως το γουργούρισμα της αμπολής που τόσα χρόνια μετά, και αφού την σκέπασαν με άσφαλτο, ακούω ακόμα να κυλάει. Ξέρω κάθε σκιερή γωνιά του κήπου εκείνου, μυρίζω το χώμα, τα δάχτυλά μου γνωρίζουν κάθε σπιθαμή των χοντρών εξωτερικών τοίχων και με κλειστά μάτια μπορώ, ξυπόλυτη όπως παλιά, ν’ ανέβω τη μαρμάρινη σκάλα και να περπατήσω πάνω στις κρύες ζωγραφιστές πλάκες του δαπέδου. Μπορώ με κλειστά μάτια ν’ ανεβοκατέβω τους τρεις ορόφους, μέχρι ψηλά στις σοφίτες όπου κατοικούσαν μόνο νυχτερίδες και μέχρι κάτω, στα ολοσκότεινα κελάρια, εκεί όπου φοβόμουνα να πάω γιατί υπήρχαν φαντάσματα.

Έχουν λοιπόν τα σπίτια φαντάσματα; Σκιές από τις ζωές που πέρασαν από εκεί; «Καμιά φορά, τα σπίτια αποκαλύπτονται με μια παράξενη δική τους ταυτότητα. Πέτρες και μάρμαρο και τούβλα και λάσπη μετατρέπονται σε κάτι αυτόνομο που μοιάζει κάτι να θέλει να σου πει, να σου δώσει και να σου πάρει».² Κάτι μου έδωσε και κάτι μου πήρε το σπίτι που έκτισε ο Πρωτοπαπαδάκης, του οποίου ο βίος διέσχισε την ιστορία της χώρας μας με τρόπο τραγικό – κι εν πολλοίς αγνοημένο. Έζησε και πέθανε με αξιοπρέπεια, που είναι συνάλλαγμα σπάνιο και χωρίς δυνατότητα μετατροπής ή ισοτιμίας. Σκληρό και δύσκαμπτο νόμισμα η αξιοπρέπεια, κι έτσι αναγκάστηκε λόγω χρεών να πουλήσει το λατρεμένο του σπίτι, κι έτσι το αγόρασε ο παππούς μου. Και μετά ούτε η δική μου οικογένεια μπόρεσε να το κρατήσει, γιατί τα σπίτια απαιτούν συντήρηση, φόρους (χα!), χρήμα.

Και το χρήμα είναι χρήμα. Αλλά, όπως συμβαίνει και με τα όπλα, έχει σημασία ποιος το κρατάει – και γιατί. Περπατώντας ως επισκέπτρια πια στη Κηφισιά, προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που λείπει. Ποιο είναι εκείνο το υπόγειο βουητό της απατηλής μνήμης μου που μου φαίνεται ότι ακούω ακόμα, σαν το νερό της καλυμμένης αμπολής. Περνώντας μπροστά από τα «αρχοντικά», το βλέπω: είναι η απουσία ενός μέλλοντος που κάποιοι ονειρεύτηκαν, χτίζοντάς τα. Δεν υπάρχει μέλλον εδώ. Υπάρχει μόνο το παρόν, ακινητοποιημένο μέσα σε κάμερες παρακολούθησης γιατί πρέπει να προστατευθεί ως έχει, μονωμένο κι ανοξείδωτο. Δεν ξέρει ακριβώς γιατί βρίσκεται εδώ, δεν ξέρει τι να ονειρευτεί. Υπάρχουν μόνο σπίτια όπου απαγορεύεται ακόμα και να κοντοσταθείς μπροστά τους, γιατί κάποιος φύλακας θα σου φωνάξει να απομακρυνθείς – και προς θεού μη διανοηθείς να τραβήξεις φωτογραφίες. Όμως τι είναι η ομορφιά όταν δεν επιτρέπεται να την κοιτάξεις; Τι είναι αυτό που κατέχεις, όταν πρέπει να το κρύψεις; Αν και η νοσταλγία μου σίγουρα δεν είναι καθόλου αξιόπιστη, νομίζω ότι θυμάμαι μια εποχή που το χρήμα δεν ντρεπόταν, δεν κρυβόταν, δεν φοβόταν –κι έτσι έκανε αυτό που άγγιζε, πραγματικά αρχοντικό.

*Η Καρολίνα Μέρμηγκα είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το μυθιστόρημά της «Ο Έλληνας Γιατρός» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι. 

1 Ο Ηρώδης ο Αττικός έχτισε το 146 μ.Χ. για τη σύζυγό του Ρήγιλλα μια μικρή «Villa rustica» στην Κηφισιά, της οποίας τα ίχνη όμως δεν έχουν εντοπισθεί ακόμη.

2  Από το βιβλίο μου «Ο Έλληνας Γιατρός» όπου διηγούμαι, μυθιστορηματικά, και τη ζωή και τον θάνατο του Π. Πρωτοπαπαδάκη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ