Πολεις

Το Κάιρο της Θεσσαλονίκης κι ο Τζο Στράμερ της Ολύμπου!

Μάχιμο νυχτερινό ρεπορτάζ από την πόλη που ποτέ δεν ησυχάζει

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 593
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
332443-689116.jpg

Μερικές νύχτες πριν, προσφάτως, ξόδεψα το Σαββατόβραδό μου –το ξόδεψα πάει αλληλέγγυο με έννοιες όπως cruising, εμπειρία, ωραίο χάσιμο, βόλτα μεγάλη και στάσεις πολλές– πάνω από την Εγνατία. Στο πάνω πάτωμα της Θεσσαλονίκης-μεζονέτας. Μακριά από τον κάτω όροφο, τα φώτα της Τσιμισκή, τα σποτ της παραλίας, τα καφέ μπαρ της Μητροπόλεως και τα συνήθη δηλαδή σκαλώματα σε Ζεύξιδος, Αγίας Σοφίας και Βαλαωρίτου. Στα πέριξ της Ολύμπου και σε κάθετα στενάκια επί των αξόνων της Δραγούμη και της Βενιζέλου, στον δεύτερο όροφο της «μεζονέτας» κι όχι εκεί που χτυπά η καρδιά της νταουντάνιας αφήγησης περί της γοητευτικής και ντερμπετέρας θεσσαλονικιώτικης νύχτας. Για αυτά γράφουν όλοι οι τουριστικοί οδηγοί-αφιερώματα, μιας και είθισται οι Αθηναίοι συντάκτες ή οι καικαλά 2310 φασιονοτρεντουρίστα ή επαρχιώτες μπλόγκερζζζ να τεμπελιάζουν και να μην το κουνούν ρούπι από τα πολλάκις υμνηθέντα: κεφτεδάδικα στη Βογατσικού αντάμα με κοκτεϊλομπαράκια, Προξένου Κορομηλά και Λαδάδικα με φινετσάτες σοκολατερί, νεολάουντζ εστιατοροκούζινες, λαϊβάδικα ή ουισκομαλτάδικα και μπεργκεράδικα ολκής.

Γιατί στο κέντρο της πόλης, το Σαββατόβραδο ειδικά, συγκλίνουν Τούμπες με Εύοσμους, Καλαμαριές και Χαριλάου, επικρατεί κοσμοσυρροή και παραδοσιακά διαδραματίζονται όλες οι μυθολογικές φιλολογίες-κλισέ για τη Σαλόνικα young and restless city. Έτσι είναι, αναμφίβολα, μα καλό είναι, ειδικά τα Σαββατόβραδα, να σπάει τη μονοτονία και να ξεφεύγει από τα καθιερωμένα ο άνθρωπος. Αν θες να λέγεσαι και μάχιμος γραφιάς, δηλαδή, που την ψάχνει και δεν ανακυκλώνει τα των άλλων, αλλά οι άλλοι να «κλέβουν» εσένα, όπως διατείνεται πως θα συμβεί και η συνοδός μου, που μαγεμένη κοιτά το Σαββατόβραδό μας να διακτινίζεται στο άγνωστο!

Ναι, το κάνουμε: από Εγνατία περιplaneta και πάνω. Πιο λοκάλ, πιο χαλαρά, εκεί που χτυπά η καρδιά της άλλης πόλης. Πιο άποζα (όχι πόζα, κυρία διορθώτρια), πιο ελεύθερα και απαλλαγμένα από τον κανόνα ντυσίματος, χαμόγελου και κοινωνικής θεσσαλονικιώτικης συμπεριφοράς, μιας και η έξοδος στο κέντρο (της μικρής μας επαρχίας) ισοδυναμεί και ολίγον με πασαρέλα, φτιασίδι αβέρτα και ματς μουτς, μωρέ, πού χάθηκες εσύ, να εγώ εδώ η απάντηση, Yolo! Και πόσο ωραία μοίραζε ζέστη η σόμπα του «Παλιού Χαμάμ», και τι συγκίνηση το απερόλ σπριτζ τους – δύσκολο να το πετύχω έτσι μερακλίδικα φτιαγμένο όπως εδώ, α, οφείλω να ρίξω ένα «καντηλάκι», μιας και όλοι κοκορεύονται πως το φτιάχνουν στη Θεσσαλονίκη, αλλά λίγοι το πετυχαίνουν. Ωραίες τζαζιές και χαλαρή ατμόσφαιρα, ψιλοαρτιστίκ κόσμος –στο δίπλα τραπέζι κάθισε ο Πάνος ο τυμπανοκρούστης από τους The Speakeasies Swing Band, αλληγνεφτήκαμε με αγάπη–, σέρβις ευγενικό και θεατράλε, δεν ρώτησα, αλλά έπαιξα στοίχημα από μέσα μου πως το χαμογελαστό παιδί που μας σέρβιρε έχει παρτίδες με σχολές ηθοποιίας ή συμμετέχει σε κάποιο θίασο. Και δίπλα φωτισμένα τα υπόγεια αρχαία αλλά κι ο όγκος του παλιού χαμάμ, η ιστορία η βαριά δηλαδή της Εγνατίας σαν αντανάκλαση εποχών και λουομένων και φυλών του χθες.

Μετά τραβήξαμε ακόμα πιο ψηλά, Ολύμπου και πασών των «Μπάτε Σκύλοι»: δώδεκα τα μεσάνυχτα και από τα ηχεία άκουσα να βαράει το Death or Glory των Clash, μέσα μοϊκανοί και κορίτσια με σκουλαρίκι στη μύτη τσάκιζαν μπίρες και Dr Feelgood, τι συγκίνηση, τι άδολη χαρά, πανκ ροκ καφενείο με τα όλα του. Σαν να με είδα κιόλας, εικοσιπέντε χρόνια νεότερο με τη «στολή» και τα παπουτσάκια του γιατρού Ντοκ, «θα έχουμε πάντα την ευγενή αλητεία και το αριστοκρατικοκιμπαριλίκι του Τζο Στράμερ», σκέφτηκα κατασυγκινημένος.

 «Μπάτε σκύλοι»

Αυτό είναι πανκ ροκ καφέ λογότυπο: «Μπάτε σκύλοι»

Και παραδίπλα η σοκολατερί One Sweet Day, με άλλο κόσμο, πιο κομιλφό, και εκχυλίσματα από καφεΐνες του κόσμου, και λίγο παραπάνω το πάντα φίσκα και μποέμ «Φρειδερίκο, αγάπη μου», και αντικριστά το «Λουξ» το ψηλοτάβανο με τα παλιά μπομπινόφωνα, που, μαζί με το Blues Bar, εκεί στη Φιλίππου συνομολογούν επίσης μια αφήγηση κοσμοπολίτικη με θέα τη Ρωμαϊκή Αγορά των περασμένων αυτοκρατορικών χωροχρόνων.

Ο σκύλος Φρειδερίκος που προς τιμήν του και ομώνυμο βαφτίστηκε το μπαρ.

Ο σκύλος Φρειδερίκος που προς τιμήν του και ομώνυμο βαφτίστηκε το μπαρ

Όμως στο «Μικρό Κάιρο» ήταν που γέλασα και γούσταρα με την καρδιά μου. Ναι, βαφτίζω την περιοχή εκείνη της Ολυμπιάδος, ένα τσικ δίπλα από το υπουργείο Βορείου Ελλάδος, σε «Μικρό Κάιρο», βασίλειο του ναργιλέ και της πίνουσας ατμούς αρωματικούς πιτσιρικαρίας. Είναι και τάση αλλά και φάση ο ναργιλές σε μια σειρά από εκλεπτυσμένα λάουντζ καφέ απέναντι από τους πατσάδες και τα γεμιστά του Τσαρουχά. Στο «Ραχάτι» και στο «Περγαμόντο», με τους υπαίθριους καναπέδες για πασάδες αρακλαμαντάν και ρακόμελα με ναργιλέδες που κυριολεκτικά φεύγουν «σύννεφο». Συνωστισμός από εικοσάρηδες και εικοσαετένιες και εβδομήντα ποικιλίες χαρμάνια και έθνικ χορεύτριες και χαρτομαντείες, κουλτούρα ανατολής και «Μικρό Κάιρο» με τα όλα της η γειτονιά.

Λίγο παρακάτω ίδιος χαμός και στη γωνία Δραγούμη με Φιλίππου, στη «Μεζεδολατρεία», αλλά εδώ κουλτούρα Πράγας και μπίρας, μιας και το στέκι είναι καθιερωμένο για τους λάτρεις των βαρελιών. Μιλάμε για ένα από τα πιο ενημερωμένα σε ετικέτες σποτ της Θεσσαλονίκης, πιο κάτω, επιτέλους, το βρήκαμε το καφέ για το οποίο μιλάει όλη η Θεσσαλονίκη: το 2concept store, που είναι δίπατο, ανακύκλωσης και vintage γωνίας, με υπέροχο πατάρι και καταπληκτική χειροποίητη ατμόσφαιρα, με έπιπλα επιδιορθωμένα από το ντουέτο των 2 repair. Από μακριά την αναγνωρίζεις τη φοιτήτρια της αρχιτεκτονικής και τον σπουδαστή οπτικοεπικοινωνιόλοτζιστ (προσοχή, δεν θέλουν να τους αποκαλούμε γραφίστες, σας κοιτούν με μισό μάτι). Θέλω να πω, ωραίος, ευγενής, ψαγμενούα κόσμος και θαμώνες.

Κι έτσι, μακριά από το κέντρο και τα καθιερωμένα σποτ, με spleen μέθεξη φτιαγμένη από αστική φαντασμαγορία και παλμούς της άλλης πόλης, με απέναντι τον Όλυμπο, μα εμείς βουτηγμένοι στο Σαββατόβραδο της οδού Ολύμπου, που μετά τα ποτά θα ανηφορίσει στον φούρνο του Λάμπρου στην Αγίου Δημητρίου, ή στου Σταγκίδη, γωνία με Ιασωνίδου, είδα τη Θεσσαλονίκη στοργικά και με καμάρι. Που η ζωή πλημμυρίζει, ανθολογεί, δοξολογεί και κλώθει συνεχώς και αδιαλείπτως καινούργια παραμύθια. Και που η νιότη επιμένει να παραμένει αχαρτογράφητα αδέσποτη και, μόλις οι τουριστικοί οδηγοί ή οι αφιερωματατζήδες προδώσουν τα κόλπα της, αυτή αποδημεί και στήνει ξόβεργες αλλού. Αυτό δηλαδή που αγαπώ στην πόλη και δεν την αλλάζω με τίποτα. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ