Life in Athens

Επιστροφή στο Κολωνάκι

Τσεκ-ιν στην Πλατεία. Τα καινούργια, τα παλιά, τα αγαπημένα, τα καταλάθος.

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 609
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
348241-722721.jpg
Εικονογράφηση: Έργο του Φάνη Παρασκευουδάκη

Στέκομαι στο μπαλκόνι της Ω-Ρι-Λά μου, ακριβώς πάνω στην πλατεία, Αναγνωστοπούλου και αρχή της Πατριάρχου Ιωακείμ. Είναι το πιο Βατικανό μπαλκόνι που ξέρω: οι πιστοί από κάτω πλήθος, περιφέρονται και βουίζουν, δίνουν ζωή στην πιο ανθεκτική Πλατεία της Αθήνας, στην καρδιά του Κολωνακίου. Αφήνω το βλέμμα μου σαν drone να τσεκάρει τα πάντα με φωτογραφική περιέργεια, να καδράρει και να κάνει macro focus, χωρίς φίλτρο, σε αυτά που άλλαξαν ή έμειναν ίδια, τώρα που το Κολωνάκι δείχνει και πάλι να κινείται.

Ακριβά παπούτσια αριστερά: τσεκ. Το Κολωνάκι πάντα είχε να επιδείξει την τέλεια γόβα, έστω κι αν οι δρόμοι του την ταλαιπωρούσαν – πόσα άγρια πεσίματα και επικίνδυνες ισορροπίες δεν έχουμε δει στην αιωνίως κατατρυπημένη, με τα εντόσθια έξω, Δημοκρίτου. Όμως πάντα η υπόδηση της γειτονιάς ήταν προσεγμένη και πανάκριβη παρά τα σκαλάκια και τις ανηφόρες. Έχω δει κυρία με 12ποντα και μαλλί Δυναστείας στην Πατριάρχου Ιωακείμ να φωνάζει στη φίλη της που προπορευόταν και φορούσε φλατ: «Περίμενέ με, δεν μπορώ να τρέξω».

Όμορφα, κομψά μανάβικα: τσεκ. Για την ακρίβεια, φαρμακεία. Θα μπορούσες να τα λατρέψεις για την, από κεκτημένη ταχύτητα, ατμόσφαιρα γειτονιάς που εμπνέουν αλλά οι τιμές τους δείχνουν σαν να πιστεύουν ότι είναι κοσμηματοπωλεία. Τουλάχιστον τα φωτογραφίζουν οι περαστικοί στις φωτο-βόλτες, για το ίνσταγκραμ.

Για κανονικά προϊόντα μαναβικής, θα υπάρχει πάντα η, λίγο πιο πάνω, λαϊκή αγορά της Ξενοκράτους, τις Παρασκευές: τσεκ. Πολύχρωμη και φιλική, εφάμιλλη της σαββατιάτικης Καλλιδρομίου από γνωστές φυσιογνωμίες, με θόρυβο και πολλούς γνωστούς να χαιρετιούνται ανάμεσα στους πάγκους, ενώ ρεύματα αυτοκινήτων που κατεβαίνουν από τη Δεξαμενή με οδηγούς που νόμιζαν ότι κόβουν καβάτζα για να βγούνε Μαρασλή, τώρα αναγκάζονται να στρίψουν πίσω προς τη Σπευσίππου, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια τους. Αυτοί δεν είναι Κολωνακιώτες. Τους έριξε εκεί η μοίρα.

Πίσω στην Πλατεία. Τα café: τσεκ. Η πανίσχυρη δύναμη. Τα τραπεζοκαθίσματα της τάξης εκείνων που επισκέπτονται το Κολωνάκι και το κρατάνε ακόμα ως την πασαρέλα της πόλης. Οι κάτοικοι της περιοχής προτιμούν τα πιο εσωστρεφή, μικρά, κομψά café bar των μέσα δρόμων, εκεί που μπορείς ακόμα και να διαβάσεις ή να δουλέψεις πιο ήσυχος, ειδικά τα πρωινά, τις καθημερινές. Αλλά τα café της Πλατείας έχουν την ορμή του επισκέπτη που έρχεται με δύναμη, να φορέσει τα γυαλιά-καθρέφτη του και να αράξει. Η αλήθεια είναι ότι η Πλατεία Κολωνακίου άλλαξε τις συνήθειες του καφέ στην πόλη. Εκεί λανσαρίστηκαν οι «όρθιοι» ιταλικοί καφέδες και οι ποικιλίες και εξοβελίστηκε ο φραπέ(ς) σαν το μιαρό, τελικό του σίγμα. Καθόλου, βέβαια, δεν άλλαξε η σχέση του καφέ με το χρόνο. Όσο μίκραινε το φλιτζάνι, τόσο άπλωνε η ξάπλα στις καρέκλες με ρυθμούς ανατολίτικους. Στην Αθήνα, γενικά, δεν υπάρχει fast café, εκτός ίσως από εκείνα στο μικρό city της Βουκουρεστίου, στο Σύνταγμα.

Γυαλιά ηλίου: τσεκ. Δεν ΓΙΝΕΤΑΙ καφές χωρίς γυαλιά ηλίου. Δεν γίνεται Κολωνάκι χωρίς γυαλιά ηλίου. Πιστεύω ότι είναι η περιοχή όπου τα μαύρα γυαλιά υπερισχύουν σε αριθμό από τα κινητά τηλέφωνα. Τα πιο γοητευτικά, τεράστια, κλασικά Τζάκι-Ο μαύρα γυαλιά τα συναντάς σε ηλικιωμένες κυρίες που τις βλέπεις να περιμένουν στη στάση της Κανάρη, φορώντας τις καθημερινές τους καμπαρντίνες, κρατώντας τίποτα – απλώς δύο μικρές σακούλες σούπερμάρκετ.

Βέβαια. Οι ηλικιωμένες κυρίες του Κολωνακίου: τσεκ. Είναι οι θεότητες που υφίστανται τις αλλαγές του με παγωμένο, αδιάφορο βλέμμα, σαν να έχει γίνει εισβολή από κουνούπια στη γειτονιά τους. Θέλουν, αν θα ήταν εύκολο, παρακαλώ, κάποιος να ψεκάσει εδώ πέρα. Κυκλοφορούν δύο-δύο, ή με τη βοήθεια συνοδού. Είναι ο παλιός αέρας, οι αστές κυρίες της δεκαετίας του ’50, πριν ενσκήψει στη γειτονιά η λαίλαπα των νεόπλουτων στα 70s και φέρει το θόρυβο της υπερκατανάλωσης. Οι ίδιες, άλλωστε, είναι λιτές, αρχαίες και κομψές. Τα ψώνια τους είναι ένα μικρό τσαντάκι. Οι ανάγκες τους λίγες, όσες οι μικρές πέρλες στο λαιμό. Είναι αυτές που, όχι, όχι, δεν θα ήθελαν ζώο μέσα στο σπίτι. Κανένα πετ. Στις μέρες των σκληρών capital control τις έβλεπα στο ΑΤΜ της Αναγνωστοπούλου: σήκωναν από 420 ευρώ από 3-4 διαφορετικούς λογαριασμούς. Έπαιρναν το ρευστό και νευριασμένες, γύριζαν την πλάτη κι έφευγαν προς τις ανηφόρες, πάνω, στο βαθύ Κολωνάκι.

Βρετανικό Συμβούλιο: τσεκ. Εξετάσεις για Λόουερ και Προφίσιενσι. Το τέμενος της δεύτερης μητρικής μας γλώσσας. Ακόμα κι αν δεν έχεις φοιτήσει εκεί, έχεις περάσει από το ακροατήριο διαλέξεων, έχεις επισκεφτεί εκθέσεις, έχεις παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής ή, τέλος πάντων, έχεις ξεροσταλιάσει απ’ έξω «περιμένοντάς την να σχολάσει». Συνεχίζει να φέρνει νεολαία στην πλατεία, παιδιά που ίσως, υπό άλλες συνθήκες, να σνόμπαραν την περιοχή. Τώρα τα γαλουχεί σιγά-σιγά στα μυστικά της. Τα κάνει να την αγαπήσουν.

Τα περίπτερα: τσεκ. Ξένος τύπος, ακόμα και τώρα στην ψηφιακή εποχή. Το καταφύγιό μας τα Σαββατόβραδα που «δεν βγαίνω ποτέ». Φορτωμένα περιοδικά να λατρέψεις και να ζηλέψεις, να ξεκοκαλίσεις, καινούργια για να γνωρίσεις. Και βέβαια, νυχτερινοί φάροι για καπνιστές μεταμεσονύχτιου εθισμού, πουράκια για τους μερακλήδες, και άπειρα σνακς και γλυκά για εκείνη την ώρα που η υπογλυκαιμία σου σε έχει κάνει να σέρνεσαι στους καναπέδες με το στόμα στεγνό και το μάτι θολό. Ο Θεός να τα έχει καλά και πάντα εκεί.

Η πλατεία Φιλικής Εταιρίας: τσεκ. Με το κολωνάκι της να στέκει εκεί, στην πλευρά της Κουμπάρη, αρχαίος στύλος που θυμίζει την καταγωγή της περιοχής, το βοσκοτόπι που η θέση του, ανάμεσα στα νερά από τα ρέματα του Λυκαβηττού και στις πρασινάδες από τον (Εθνικό) Κήπο της Βασίλισσας Αμαλίας, το βοήθησε να γίνει πέρασμα, και μετά στέκι, και μετά γειτονιά και μετά σημείο αναφοράς, κέντρο εξελίξεων, τόπος συναλλαγής και διαδόσεων των καλύτερων κουτσομπολιών της πόλης, τόπος ραντεβού και συναντήσεων για να στηθούν τα καλύτερα πάρτι και οι πιο μεγάλες βόλτες με το αυτοκίνητο του μπαμπά. Στα πολυεπίπεδα μπετόν της κυλάνε σανίδες με ρόδες πιτσιρικάδων και σπιντάρουν σκυλάκια με λουρί, γαβγίζοντας προς τσίσα τους. Στις πεζούλες της πλατείας ξαποσταίνουν όσοι θέλουν να μιλήσουν με ησυχία στα κινητά τους, ενώ εκεί κάνουν και αναπροσαρμογή δυνάμεων και μπάνκα στις εισπράξεις τους, τα γυφτάκια με τα ακορντεόν και τις γαρδένιες. Πράγματι, φιλικής εταιρείας.

Η πλατεία Φιλικής Εταιρίας

Οδός Κουμπάρη, τσεκ: Εκεί παραμονεύουν, τις μεταμεσονύχτιες ώρες, Παρασκευές και Σάββατα, τα παιδιά του αλκοτέστ και τσιμπάνε όποιον περνάει. Οι κάτοικοι, το γνωρίζουν. Οι περαστικοί, όχι. Νομίζοντας ότι κόβουν δρόμο ή απλώς επιστρέφοντας από τα μπαράκια της Σκουφά, πέφτουν στο «φυσήξτε εδώ, παρακαλώ» και περιμένοντας για το δεύτερο, επιβεβαιωτικό φύσημα, δημιουργούνται ουρές μεθυσμένων οδηγών, χαράματα. Ρομαντικό, κατά έναν περίεργο, εκνευριστικό τρόπο.

Shopping: τσεκ. Το κατάστημα της Apple στην πλατεία έχει τη δική του, σταθερή πελατεία. Μία νέα είσοδος στην πλατεία, το νέο Public που άνοιξε στη Σκουφά, δυναμώνει την αγορά για το πιο ιδιαίτερο κοινό του Κολωνακίου – βιβλία, ηλεκτρονικά, gaming, μουσική, κόμικς. Όλοι οι μαγαζάτορες υποδέχτηκαν εγκάρδια το νέο κατάστημα, βλέποντας με αισιοδοξία το μέλλον της αγοραστικής κίνησης στην περιοχή. Όλοι περιμένουμε να δούμε ξανά τα Σάββατα, το Κολωνάκι, να σφύζει από ζωή και μουσικές στους δρόμους.

Public Κολωνάκι

Έτσι όπως βλέπω την πλατεία από ψηλά, από το μπαλκόνι της Ω-Ρι-Λά μου, σκέφτομαι ότι ίσως είμαι παραπάνω ρομαντικός απ’ όσο πρέπει. Πέρα από τη νοσταλγία, το Κολωνάκι κυλάει στους ρυθμούς του, μπορεί ακόμα να απορροφάει τους επικίνδυνους οικονομικούς κραδασμούς και να διατηρεί το νεωτεριστικό και φιλικό του χαρακτήρα. Επίσης σκέφτομαι ότι μάλλον πρέπει να επισκεφτώ και την οφθαλμίατρό μου, ακριβώς απέναντι. Ηλικιωμένη, βέρα Κολωνακιώτισσα κι αυτή. Όποτε την επισκέπτομαι έχει πάντα καινούργιες ιστορίες να μου πει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ