Life

Θεσσαλονίκη - Πειραιάς και πάλι πίσω

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 588
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
328641-679424.jpg
Αλέξανδρος Τουλιόπουλος, γκαλερί Zina Athanasiadou (Π.Π. Γερμανού 5, Θεσσαλονίκη, 2310233093)

Θεσσαλονικοπειραιαθήνα: Τιιιιιιιι, τρέχει;

Όλα τα κοιτώ, σαν παιδί κουτό, απέναντι ο Όλυμπος, μπροστά ο Θερμαϊκός. Από τη Δευτέρα το πρωί έτσι πάει: ελικόπτερα και μαχητικά αεροσκάφη ραγδαίου θορύβου πετούν χαμηλά και πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Ο πολιούχος Άγιος Δημήτριος την Τετάρτη και το Όχι της 28ης την Παρασκευή, η Πέμπτη τσιμπητή και αμπαλαέο από τη σημαία, το Σαββατοκύριακο κολλητά και να την η πενθήμερη αργία. 

Αλαφιασμένες οι γριές, κοιτούν ψηλά τον ουρανό, συνταξιούχοι και άνεργοι στα καφέ της Βασιλίσσης Όλγας επίσης, βλέμμα στραμμένο ίσια πάνω, περπατώ με κοφτό γρήγορο ρυθμό προσπερνώντας φοιτηταριό στις στάσεις και φτηνά αθλητικής ένδυσης καταστήματα. Περίεργο, μονολογώ, λες και είμαι στο Μάντσεστερ της δεκαετίας του ’90, όλοι με τις φόρμες, στιλ urban underdogs, και ύφος βαρύ και ράθυμο, και γέρικα νεοκλασικά αντάμα με σάπιες πολυκατοικίες, η πιο μακριά λεωφόρος της πόλης είναι η Όλγας. 

Ομφάλιος λώρος της ανατολικής πλευράς με το κέντρο, αίσθηση παρακμής κι ανορεξίας, όχι πως στα πέριξ της Τσιμισκή είναι καλύτερα. Εντάξει, υπάρχει αυτή η διεθνής πολυκαταστηματική βιτρινίλα με τα σκουφιά και τα κασκόλ και η πολυεθνική μπραντίλα –τρεντουλίλα σουπέρ φάση–, τα καφέ τα πάντα γεμάτα, μα πάλι τη βλέπω την ακηδία,  έστω και κεκαλυμμένη εντέχνως πίσω από τις μάσκαρες και τα τιτιβίσματα των κοριτσιών και τα γυαλιά των έτσι. 

Την περπατώ τη Θεσσαλονίκη τον τελευταίο καιρό πολύ και με διάθεση εξερευνητική, από την Άνω Πόλη έως το πάρτι λήξης των Δημητρίων 2016 βαθιά κάτω στα Σφαγεία, στα Δυτικά όπου στεγάζεται το Labattoir, νύχτα σκοτεινή και ερημική. Μόνο οι έγχρωμες επιγραφές των βενζινάδικων, εδώ που κάποτε αλυχτούσαν κάθε νύχτα οι κιθάρες στον Μύλο ή οι ζεν πρεμιέ σκυλάδες και λαίδες γκλάμουρ ντε μπουζουκέν αφιέρωναν καψούρ έπη και οι φιάλες ουίσκι υπερίπταντο όπως τα ελικόπτερα και τα μαχητικά αεροσκάφη πάνω από τους χαρμόσυνους ουρανούς της πενθήμερης αργίας. 

Στο Καφαντάρι και στον Βαρδάρη, στη Μοναστηρίου και στη Ροτόντα, πάνω από την Εγνατία, αλιεύω εικόνες από μια ανθρωπογεωγραφία στάνταρ παραβατική, αφρικανούλες πόρνες, τζανκοντήλια, τζινάβια προς άγρα ξεπέτας από διερχόμενους «μερακλήδες» –μεταναστάκια οι περισσότεροι–, ταρίφες που εντρυφούν ακόμα στο ντέρμπι της προηγούμενης εβδομάδας στον Πειραιά, στον οποίο, μιας και το έφερε η κουβέντα, έτυχε να ξεσελώσω για δυο μέρες τις προάλλες. Ίδιοι είμαστε. Κι εκεί κι εδώ ξεκοιλιασμένες οι άσφαλτοι από τα έργα για τον ηλεκτρικό και το μετρό, κι εκεί κι εδώ, στο κέντρο, ανύπαρκτα πάρκινγκ και μποτιλιάρισμα διαρκές, εκεί Πασαλιμάνι, εδώ Κρήνη, τεράστιες παρά θιν’ αλώς φραπεδοψαροταβερνερί, Μαρινάκης και Ιβάν, μικροπωλητές με μαϊμουδάκια προϊόντα από την Ταϊβάν. 

Και την άλλη νύχτα στο ταξί, σκυλάδικα όπως και στα δικά μας εννοείται, στο δρόμο για Αθήνα, την έβλεπα την αποσύνθεση και την παρακμή, στις λεωφόρους με τα κλειστά λόγω κρίσης επιπλάδικα, στα γκράφιτι και τα συνθήματα που εκχύλιζαν από μίσος, ασχήμια και προκλητική άρνηση καλλιτεχνίας. Μόνο απελπισία και βίαιες ανθολογίες ξεφτισμένων παλαιοημερολογίτικων συνθημάτων. Έρημη και άδεια η Κυψέλη, τι βλέπω απέναντι, ρώτησα τη Γωγώ, μιας και το διαμέρισμα της φίλης που μας δεξιώθηκε ήταν στον 5o. Said: στο βάθος η Καστέλα κι αν κάτσεις ως το χάραμα κι ο ορίζοντας είναι καθαρός η Πελοπόννησος.

Όλα τα κοιτώ σαν παιδί κουτό, την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό! Και καθώς το αεροπλάνο - πτήση της επιστροφής, την επομένη, τροχοδρομούσε ευθεία για Σέλανικ, Σαλούγκα, Skg, είδα τη γενική εικόνα. Πως δηλαδή και τα τρία μεγάλα μητροπολιτικά μας κέντρα, Αθήνα, Πειραιάς και Θεσσαλονίκη, όσο κι αν ήταν Σαββατοκύριακο, που οι επιθυμίες, η αδρεναλίνη και η έξαψη σιγουράκι βαράνε τιλτ και θορύβους ευδαιμονικούς όπως τα τρελαμένα φλιπεράκια, βιώνουν λύπη και κατάθλιψη ολκής. Ανερμάτιστα, αποσυναρμολογημένα, ασυντόνιστα, θρυμματισμένα. 

Όλα τα κοιτώ σαν παιδί κουτό, την Ακρόπολη και τον Θερμαϊκό και τα μάλλινα πουλοβεράκια πλας τα χαλιά, που παραδοσιακά εδώ τα κατεβάζουμε από τις ντουλάπες κάθε που έρχεται του Αγίου Δημητρίου, αλλά και δυο πανέμορφες εικόνες - ζωγραφιές του Αλέξανδρου Τουλιόπουλου που εκθέτει στην γκαλερί της Ζήνας Αθανασιάδη. Τύπος ντυμένος καλά και με μπουφάν, μιας και δεν αστειεύεται το ψύχος εδώ πάνω, χαζεύει το χειμώνα να προθερμαίνεται κάνοντας ασκήσεις ακριβείας πίσω από τον Χορτιάτη, με την πετονιά στον αυτόματο να ψάχνει στο βυθό, μπας και τσιμπήσει κάτι. Αναμονή, περισυλλογή, στοχασμός, ενδοσκόπηση και χαιρετίσματα από την πόλη που κάποτε ο μέγας ποιητής της Διονύσιος Σαββόπουλος ευστόχως και ευθυβόλως ανέγραψε την περιφημη σονάτα «κυράδες, φιλάνθρωποι παπάδες, εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες». Και όπως μου φάνηκε σ’ αυτή τη μίνι περιπλάνηση και στα άστεα του νότου, κι αυτά τα εμπεριέχει και για εκείνα ομιλεί, πλην και πέραν της Θεσσαλονίκης. Μας. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ