Life

Νύχτες στις αποβάθρες

Ένα παλιό κείμενο για το καλοκαίρι

14241-108382.jpg
Φώτης Γεωργελές
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
133572-304238.jpg

Άδεια πόλη. Μετράει αναχωρήσεις στις κενές θέσεις πάρκινγκ. Πάντα γεμάτη. Κινούμενη άμμος, μοιράζει ρόλους σ’ ένα έργο του οποίου αγνοείς την υπόθεση. Παρασκευή μεσημέρι Συγγρού, Κυριακή βράδυ Πειραιώς, οι διαδρομές του καλοκαιριού. Καράβια στο σκοτάδι. Κόκκινα, καράβια διαφημίσεις. Καράβια νούμερα, χάισπιντ ένα, δυο, τέσσερα, καράβια χωρίς μυθολογία. Σταματημένα καράβια στο σκοτάδι. Πληροφορούμε τους κυρίους επιβάτες ότι πρέπει να χαμηλώσουν οι μηχανές καθώς το πλοίο εισέρχεται στο χώρο του λιμένος Πειραιώς. Πίεση. Νεύρα, αδύνατη αποσυμπίεση. Χρειάζεσαι όλο και περισσότερες μέρες. Ετοιμαστείτε. Παρακαλούμε τους κύριους οδηγούς να μην ανάβουν ακόμα τις μηχανές των αυτοκινήτων. Με την επιστροφή αρχίζει πάλι η βιασύνη. Η οποία σιγά-σιγά δεν σε εγκαταλείπει ποτέ. Νύχτες σε αποβάθρες. Κρουασάν σοκολάτα και πικρός φραπέ. Εθνική οδός με πανσέληνο. Φως κίτρινο πάνω από τις πόλεις. Μπερδεμένα ραδιόφωνα του θεσσαλικού κάμπου.

Καλοκαιρινά σουξέ με ακατανόητα λόγια. Τεράστιες οθόνες σε καφενεία. Βιντεοκλίπ, τελεμάρκετινγκ, άγνωστα σίριαλ απογευματινής ζώνης. Αθλητικές εφημερίδες και Εσπρέσσο. Κουλοχέρηδες στα καράβια. No vacancy. Στις διακοπές παρατηρείς τους ανθρώπους. Βγαίνεις από το θερμοκήπιο. Γνωρίζεις αναπάντεχο κόσμο. Το καλοκαίρι επιτρέπονται οι ματιές. Στο νησί μπορείς ξανά να διασταυρώνεις τα βλέμματα χωρίς να ντρέπεσαι. Στις παραλίες κοιτάζεις άφοβα ότι σ’ αρέσει. Πρέπει να είσαι ευγνώμων για τις δωρεάν απολαύσεις. Μόνο να κοιτάζεις; είπε εκείνη. Τι κοιτάζουν οι γυναίκες; Μόνο ότι μπορούν να αποκτήσουν. Οι γυναίκες δεν αγαπάνε ότι δεν μπορούν να έχουν. Έχετε βλέμμα λογιστή, της είπα. Η ζωή δεν είναι αίθουσα τέχνης, χρυσό μου, απάντησε ειρωνικά. 

Στις διακοπές κοιτάζω γύρω μου. Δημιουργώ ιστορίες, ήρωες που ποτέ δεν θα ξαναδώ. Από σκόρπιες φράσεις, διφορούμενα βλέμματα, φευγαλέες εικόνες, φτιάχνω το μυθιστόρημα του καλοκαιριού. Μοναχικοί ηλικιωμένοι, περπατάνε μόνοι τους στις παραλίες. Σορτς, παλιά all star, στενό καρό πουκάμισο, μικρό σακίδιο. Είναι οι αγαπημένοι μου, θέλουν ακόμα να δουν, να γνωρίσουν, πάντα μέχρι το τέλος θέλουν να ζουν.

Αυτοκίνητα προσπερνούν, επιβάτες φωτίζονται στιγμιαία από το άναμα ενός σπίρτου. Ταξίδια στη νύχτα, ποιος τους περιμένει σπίτι, επιστρέφουν ή φεύγουν; Ταξιδεύουν ή προσπαθούν να αποδράσουν από το παρελθόν τους, το παρόν τους, ακόμη και από τον εαυτό τους; Αν έτρεχαν πιο γρήγορα μπορεί να ξεφύγουν; Αυτό το καλοκαίρι οδηγάω πολύ. Γρήγορα, βιαστικά, αποστηθίζοντας ταμπέλες, ονόματα πόλεων που δεν σημαίνουν τίποτα γιατί ποτέ δεν θα προλάβω να δω. Καπνίζοντας σκεφτικός. Ανάβοντας τα φώτα όταν μου τα ανάβουν οι απέναντι.

Αποφεύγοντας σκύλους που αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας μπροστά στις ρόδες. Ζιγκ-ζαγκ, αγωνία, αδρεναλίνη, ξαφνιασμένα κλάξον από τους έντρομους πίσω, ξανά ευθεία, τσιγάρο με χέρια που τρέμουν. Όχι από μένα φίλε, πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο για να πεθάνεις. Ανακούφιση. Σφυγμοί που κατεβαίνουν, κοντέρ που κατεβαίνει, Νουβέλ Βαγκ στα ηχεία. Πρέπει να φτάσω, κάποιοι με περιμένουν. Τι σκέφτονται οι άλλοι οδηγοί που διασταυρώνονται με μένα; Ποιες ιστορίες φτιάχνουν στο δικό τους έργο; Τηλέφωνα σε χαρτοπετσέτες, σε πακέτα από τσιγάρα, τηλέφωνα χωρίς όνομα, τόσες αδύνατες υποθέσεις. Είναι το τηλέφωνο ενός ξενοδοχείου ή το τηλέφωνο που θ’ αλλάξει τη ζωή μου, το τηλέφωνο που δεν πρέπει με τίποτα να χάσω; Δεν θυμάμαι. Απογευματινά μπάνια σε κρύο νερό. Μ’ αρέσει να μένω με το αλάτι, να τραβάει το δέρμα, μ’ αρέσει να γλύφω το μπράτσο μου. Μεσημεριανοί ύπνοι, διακοπές είναι η παιδική ηλικία. Θυμάσαι τότε, μπερδεμένες δεκαετίες, πήγε στην Ανάφη για δυο μέρες κι έμεινε ένα μήνα, κάθε χρόνο στα Κουφονήσια, μια φορά στην Πάτμο, μιλάνε για τα νησιά και μιλάνε για τα νιάτα τους. Οι αναμνήσεις διαλέγουν οι ίδιες την ώρα που έρχονται. Ξαφνικές βροχές. Άντρες μόνοι τους που ψαρεύουν αφηρημένοι, μόνοι τους στις βάρκες, κανείς δεν ξέρει τι σκέφτονται. Καυγάδες σε σταματημένα αυτοκίνητα σε έρημα πάρκινγκ. Μοναχικές φιγούρες στο χωματόδρομο.

Μουσικές που μπερδεύονται από τα ηχεία γειτονικών μαγαζιών, Μαζωνάκης, Έφη Θώδη, Βαζαίος, ringtones, το σάουντρακ της άλλης Ελλάδας. Ουίσκι σε νεροπότηρα. Η Πιτσιρίκα. Last year. Η Κοριτσάρα φέτος. Τις χάνω και τις δυο μονίμως. Πάω για ύπνο τη λάθος ώρα. Ένα σκυλάκι που πηδάει μόνο του να πιάσει τη θέση του στη βέσπα ανάμεσα σε δυο κορίτσια. Ξαφνικά μηνύματα στο κινητό, πως περνάς χωρίς εμάς; Η μόνη σωστή απάντηση είναι, χάλια. Τα κινητά γουργουρίζουν από ευχαρίστηση. Κυριακή βράδυ στην εθνική, στροφή Αχαρνών, η πόλη γεμίζει, η κούραση της ζέστης, το στρίμωγμα του πλήθους. Κυριακή βράδυ στα φωτισμένα ντοκ του Πειραιά, αυτοκίνητα μαρσάρουν νευρικά, κατεβαίνουν τη ράμπα, σφυρίγματα λιμενικών, φανάρια, η πόλη γεμίζει μέχρι το επόμενο σαββατοκύριακο.

*Από το βιβλίο «Νυχτερινές Πτήσεις», Εκδ. Κέδρος


Εικονογράφηση: Χριστίνα Ακτίδη

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ