Life

Απώλειες

Δεν μπορείς να ζεις μια ζωή αποφεύγοντας τον πόνο

32014-72458.jpg
A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
monos4_0.jpg

*Γράφει η Αριάδνη Λουκάκου


Ο θάνατος, αυτός ο απαίσιος τύπος που όποιος λέει πως δεν τον φοβάται είναι ή πολύ δυστυχισμένος ή τελείως ψεύτης, ήρθε πριν δυο μέρες και πήρε με τρόπο τελείως μπαμπέσικο ένα σκυλάκι που αγαπούσα πολύ.

Ο πόνος είναι αδυσώπητος κι αυτό μόνο όσοι το έχουν ζήσει μπορούν να το καταλάβουν. Έχω ξανασυναντηθεί φυσικά με τον θάνατο, όπως κάθε άνθρωπος στην ηλικία μου. Στο προσωπικό μου παλμαρέ του πόνου θα βάλω χωρίς ντροπή τη γιαγιά μου την Άρι όταν ήμουν 11, τον Πέπε το 2011 και βέβαια τον Μπάμπη που όλο το ξεχνάω και θέλω να τον πάρω τηλέφωνο και άσε καλύτερα μην τα σκέφτομαι, αλλά κάθε φορά η παγωμάρα δεν συνηθίζεται, δεν συνηθίζεται, ρε παιδί μου.

Πέρυσι, τέτοιες μέρες πάλι, σκοτώθηκε ο Γιάννης, που τουλάχιστον δεν είπα «δεν του είπα ποτέ σ' αγαπώ», αφού κάθε φορά που τον έβλεπα μου τσίριζε από μακριά «Μωρήηηη, σ’ αγαπώωωωω», κι εγώ έμπαινα στην τεράστια αγκαλιά του. Είχε μια τεράστια αγκαλιά ο Γιάννης για όλους, κι ας ήταν αδύνατος και ψηλός σαν καλόγερος, ένα γνήσιο κρητικάκι, φαγιουμάκι τον έλεγα και μοντέλο του Γκοτιέ. Μια μέρα ο Γιάννης πέθανε, έτσι απλά, σκοτώθηκε με τη μηχανή. Μην το ψάχνεις, δεν έχει τι και γιατί και πώς και τι ώρα... Απλώς έγινε. Τέλος.

Με τον Γιάννη πήγα στην τελευταία μου πορεία, το 2012. Γι' αυτόν φυσικά ήταν η πρώτη. Εξαιτίας του πήγα, δεν είχα δουλειά γιατί ήταν όλα κλειστά και έμενα δίπλα και με πήρε τηλέφωνο το πρωί και με ξεσήκωσε: «Έλα να πάμε στην πορεία, δεν έχω πάει ούτε σε μια πορεία, η αριστερή». Πήγαμε με τα πόδια προς τα κει, κι αυτός στον δρόμο με κρατούσε αγκαζέ και χασκογελούσε ενθουσιασμένος, λες και πηγαίναμε για σόπινγκ. Εντελώς ξαφνικά, όπως συνήθως γίνονται αυτά, κι ενώ περπατάμε επί της Αμαλίας προς την πλατεία γίνεται ένα μπραφ, ένα κύμα κόσμου μας πετάει στην Ξενοφώντος όπου στέκονται κάτι πανικόβλητοι μπάτσοι και μας ψεκάζουν στη μούρη. Ο Γιάννης μεταμορφώνεται σε χρόνο ντε τε από ανέμελη φιλενάδα σε κρητίκαρο και με σκεπάζει με τις πλατάρες του, μπαίνει μπροστά μου, με τραβάει απ' το χέρι και φεύγουμε τρέχοντας σκασμένες στα γέλια. Περάσαμε αξιομνημόνευτα σουρρεαλιστικές ώρες με τον Γιάννη εκείνες τις περίεργες ώρες που καιγόταν η Αθήνα – και κάπου μέσα μας χαιρόμασταν που καιγόταν αλλά και κάπου όχι. Σαν παραζαλισμένες, μεταμοντέρνες Επονίνες, δεν θυμάμαι πώς, μετά από ώρες χωριστήκαμε.

Βρέθηκα να γυρίζω με τα πόδια μόνη· η Πανεπιστημίου ένα χάος, εστίες με φωτιές παντού, δακρυγόνα. Νύχτωσε. Ενώ δεν είχα πιει ούτε γουλιά αλκοόλ ένιωθα κομμάτια, σα να αιωρούμαι, σα να έχω πέσει από μια τρύπα ενός παράλληλου σύμπαντος σε μια αντεστραμμένη Αθήνα που έχει μεταμορφωθεί σε σκηνικό ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ ή κάποιου τέτοιου μεγαλομανή σκηνοθέτη. Περπατούσα χωρίς να βιάζομαι, σε επιφυλακή, σαν άγριο ζώο, έτοιμη να τρέξω, και ρουφούσα τις εικόνες σαν αυτιστικός τουρίστας. Μπροστά στον «Απόλλωνα» και το «Αττικόν» στάθηκα άφωνη. Μετά δεν θυμάμαι πολλά... Δεν θυμάμαι αν είναι τηλεοπτικά πλάνα ή δικές μου μνήμες, δεν ξέρω αν θυμάμαι τον φρικιαστικό ήχο της φωτιάς που έκαιγε το κτίριο ή αν το φαντάζομαι. Αλλά για μένα, αυτές οι αίθουσες που καίγονταν μπροστά στα μάτια μου ήταν άλλη μια σκληρή απώλεια, μια απώλεια που με έβρισκε εντελώς αντίθετη. Αυτές οι εικόνες έκαψαν μαζί με τις αγαπημένες μου αίθουσες και την τελευταία ελπίδα που είχα για συλλογική δράση – εγώ δεν είμαι με σας, εγώ δεν είμαι με κανέναν. Αποχαιρέτησα τη νύχτα εκείνη γυρνώντας σαν ζόμπι στο σπίτι με τα πόδια, την Αθήνα που ήξερα και χωρίς ακόμα να το συνειδητοποιώ, τη μέχρι τότε ζωή μου.

Θα κλείσω με τα λόγια του αγαπημένου Λουκιανού, που την κοπάνησε πέρυσι, πάλι τέτοιες μέρες, αφού έπαιζε για χρόνια κρυφτό με την καταστροφή:
«Ήρθε ο καιρός να απολυθώ
να φύγω μακριά σας
το άρμα να ξεχρεωθώ
φαντάρια, άντε γεια σας!»

Ή, παραφράζοντας τη Βιρτζίνια Γουλφ, δεν μπορείς να ζεις μια ζωή αποφεύγοντας τον πόνο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ