Ελλαδα

Χωρίς τη Νίκη

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 593
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
332236-688677.jpg

Όλα έχουν τελειώσει. Τώρα, ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του χωνεύουμε το μάθημα. Εκείνη χωρίς δικό της πάγκο, άστεγη ούσα, απλά εξαφανίστηκε μέσα στη βουή της πόλης, στον αρρωστημένο νοτιά. Πήρε μαζί και τον γκρίζο γάτο της. 

«Τα ζώα δεν είναι κινούμενα έπιπλα. Το καθένα έχει ένα “εσύ”!» Έτσι το έθετε η Νίκη, που είχε βρει κατάλυμα στην εσοχή ενός τοίχου, ακριβώς απέναντι απ’ την είσοδο του Πάρκου. Μικρόσωμη με σπουργιτίσιο παράστημα και μάτι αλέγρο, με ξυρισμένο κρανίο, με κάποιου τύπου ψυχοπάθεια, ναι, πάντως από τους πιο ευδιάθετους ανθρώπους στη γειτονιά. 

Στον γκρίζο γάτο άρεσε να τρομοκρατεί τα περιστέρια, ήταν τα ζωντανά του παιχνίδια. Η κυρά του τα τάιζε ψίχουλα, για να τα φέρει κοντά ώστε να τα κυνηγάει εκείνος. Σε κάθε του απόπειρα γελούσε κατευχαριστημένη ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, χωρίς να φοβάται ν’ αποκαλύψει το μοναδικό της δόντι. Απόλυτα αυθεντική μες στην απόκλισή της, ήταν να τη θαυμάζεις. «Είμαι η μαμά αυτουνού του γκρίζου, αλλά και το παιδί του», μου είπε μια φορά που με σταμάτησε για τράκα. 

Ακόμα, «Τις μέρες αυτές ν’ αποφεύγεις το κοντομάνικο, έχει πέσει πολλή χημεία», με συμβούλευε.

«Αν δε με πιστεύεις, έχε το νου σου, να δεις τι θα πεταχτεί από μωρουδιακά, πόσα παιδάκια θα πεθάνουν. Και προς τι όλο αυτό; Για να καταλήξουν πού; Το πείραμα παραμένει μονίμως αβέβαιο. Ρώτα με και μένα που νιώθω όλες τις πιθανότητες να σιγοκαίνε στο κούτελό μου, σα θράκα. Βάλε το χέρι σου να δεις...» Το έβαζα. 

«Ε; Μια ζωή με πυρετό, από μικρή. Mε την παραμικρή ασχήμια αρρώσταινα. Δεν μπορούσα να μιλήσω σε άνθρωπο, αν δεν ήταν έστω λίγο όμορφος. Μια κυρία με κρεατοελιά που είχε έρθει στο νοσοκομείο να με δει, έκανα εμετό. Αλήθεια! Εσύ όμως μ’ αρέσεις. Κι ούτε δείχνεις πενήντα που λες. Με τίποτα, όμως. Εμένα μου φαίνεσαι μικρούλης, δεκαπέντε, δεκαεφτά, εκεί. Αλλά που φοράει λάθος νούμερο δέρμα». 

Και δώσ’ του να κακαρίζει κεφάτα. Και δώσε σενάρια επιστημονικής φαντασίας, με την ίδια πάντα επωδό, «Σπερισσεύει κανα ευρώ;».

Το κτίριο ήταν άδειο κι η Νίκη έδειχνε να έχει βολευτεί στην πίσω πλευρά του, κανείς δεν χρησιμοποιούσε αυτή την είσοδο, που είχε γίνει η μικροσκοπική της σπηλιά, στρωμένη με χαλιά, κουβέρτες, sleeping bag... Ούτε καν στα μεγάλα κρύα του περσινού χειμώνα δεν είχε δεχτεί να καταλύσει στον ξενώνα της Πειραιώς. «Πνίγομαι, εκεί μέσα».

Όμως, κι ας ήταν σχολαστικά καθαρή κι ας μη δημιουργούσε κανένα πρόβλημα, ο νοικοκυραίος που του ανήκε το ακίνητο δεν την ήθελε. Μια μέρα την περασμένη βδομάδα ήρθαν εργάτες κι έφραξαν την εσοχή με κάγκελα, τα πράγματά της στον κάδο των απορριμμάτων παρακάτω. Εκείνη έλειπε. Ούτε μισή ώρα για να εξαλειφθεί η κατοίκηση ενάμιση χρόνου. 

«Γιατί την διώξατε; Δεν ενοχλούσε κανέναν», διαμαρτυρήθηκα όταν είδα τον ιδιοκτήτη στο δρόμο. 

«Ενοχλούσε εμένα! Και είχε σοβαρή ψυχική διαταραχή! Επιπλέον», μια μικρή, στρατηγική παύση εδώ, όπου με ζυγιάζει με το βλέμμα, «υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες πως δεν ήταν “Νίκη” αλλά “Νίκος”!»

Στέκομαι άφωνος. «Μα τι σημασία έχει!» σκέφτομαι. Από τα πρώτα πράγματα που χάνει ένας άστεγος είναι, ως γνωστόν, το φύλο του. Δεν λέω τίποτα, απλά αποχωρώ.

Τώρα, κάθε φορά που περνάω από εκεί, έχω τη διαολεμένα παράδοξη αίσθηση, κι ας πρόκειται για δημόσιο χώρο, πως «λείπει κάποιος απ’ το σπίτι».  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ