Θεατρο - Οπερα

Ο Κώστας Τσόκλης σκηνοθετεί

Είδαμε πρόβα του έργου «Η έκτη Καρυάτιδα» των Αντώνη και Κων/νου Κούφαλη και μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη, Κ. Τσόκλη

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 382
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
20562-45593.jpg

Ακόμη και αν δεν το ήξερες, αντικρίζοντας το σκηνικό, καταλαβαίνεις πως εδώ έχει βάλει την υπογραφή του ο Τσόκλης. Σ’ ένα εσωτερικό σπονδύλου κολόνας, διερρηγμένου σ’ ένα σημείο από ένα κιβώτιο –για να τη μεταφέρει;–, η ξεναγός Ελένη κυκλοφορεί σαν αγρίμι. Είναι το σπίτι της που απειλείται από την κατασκευή του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης.

Τη σκηνή οργώνει η Σοφία Φιλιππίδου. Το μακρύ της φόρεμα δείχνει να την εγκλωβίζει στη γη. Στα είκοσι λεπτά πρόβας που θα δω, η ηθοποιός παλεύει με τη θύμηση του συζύγου της Ιορδάνη ενώ ο Κώστας Τσόκλης με τη χροιά της φωνής της, τη μουσικότητα του λόγου της. Μετά από κάθε παρατήρησή του, η ηθοποιός δεν γίνεται απλώς καλύτερη, γίνεται εξαιρετική. Κάποια στιγμή τής ζητάει να είναι πιο ειρωνική. Η ίδια ακούει πιο ηρωϊκή, και προσαρμόζεται στην οδηγία του. Αυτή η παρεξήγηση έχω την αίσθηση πως διέπει όλο το έργο.

«Νομίζω πως έχεις δίκιο», θα μου πει ο κ. Τσόκλης. «Αυτή η παρεξήγηση μεταξύ του ηρωικού και του ειρωνικού, της παραδοχής και της ευκταίας άρνησης των πραγμάτων κάνει το έργο πολύ ενδιαφέρον. Θέλει όμως πολύ κόπο για να μπορέσεις να την αναδείξεις. Εάν παιχτεί σωστά θα συμβεί. Το έργο με κινητοποίησε, παλεύοντας μαζί του το αγάπησα. Ο πρώτος λόγος είναι ο εικαστικός. Είδα το χώρο. Μετά, χρησιμοποιώντας το κείμενο, και πρέπει να ομολογήσω, προσθέτοντας σε κάνα δύο σημεία κάποιες λέξεις, άδραξα την ευκαιρία να ξαναεκδώσω ένα πνευματικό μανιφέστο, να δηλώσω μια στάση για τον τρόπο που βλέπουμε το αρχαίο παρελθόν μας που, ενώ μας παρέχει μια βάση όπου στέρεα πατάμε, μας εμποδίζει συγχρόνως, σαν το ξώβεργο, να κινηθούμε, να πάμε πιο πέρα. Είναι η τιμή και η κατάρα μας. Λειτουργεί στη λογική “εγώ που με βλέπεις, κάποτε ανήκα σε μια μεγάλη οικογένεια”. Όμως το θέμα είναι πού είσαι και τι κάνεις σήμερα. Σε σύγκριση με τους αρχαίους Έλληνες φαινόμαστε και είμαστε μικροί, ασήμαντοι. Αυτό με εξοργίζει. Έχω δουλέψει τόσα χρόνια πάνω σε αρχαία πρότυπα που τα λατρεύω, αλλά αρνούμαι να τους παραδοθώ».

Ο τρόπος που παρεμβαίνει μου δείχνει πως ξέρει ακριβώς τι θέλει από την ηθοποιό του. Έχει συγκεκριμένο στόχο. «Ο στόχος μου είναι ο εαυτός μου. Να δω πώς μπαίνοντας σε έναν άλλο χώρο, μπορώ να φτάσω και πάλι, στο επίπεδο της όποιας αξίας μου. Από την άλλη έχω μια υποχρέωση απέναντι σε μια ηθοποιό και σε δύο συγγραφείς που με δεσμεύει. Είναι πολύ δύσκολο να σεβαστείς τους άλλους και ταυτόχρονα να μην προδώσεις τον εαυτό σου. Είναι ένα καινούργιο πρόβλημα για μένα, γιατί ως ζωγράφος έκανα ό,τι ήθελα και δεν έδινα λογαριασμό σε κανέναν».

Είναι φανερό πως έχει δημιουργικό άγχος. Στο τέλος της πρόβας ρωτάει στο φουαγιέ τον έμπειρο Γιώργο Μιχαλακόπουλο –παίζει σε άλλη σκηνή του θεάτρου Άλμα–, πώς μπορεί να «πλυθεί» από τον τρόπο που σκηνοθέτησε, και να δει το έργο με μια παρθένα ματιά. Ο τελευταίος θα του απαντήσει πως μόνο οι θεατές θα τον βοηθήσουν να το πετύχει. «Αυτή η περιπέτεια μου φέρνει στο νου τα λόγια του Γκαίτε στον Φάουστ “κι αν οι ρίμες τύχει και πετύχουν γίνονται ιδέες ευθύς”. Οι συγγραφείς έγραψαν ως κωμωδία το έργο. Εγώ το βλέπω ως εθνική τραγωδία. Αν και το έργο απαιτεί πράγματα, τα οποία ή τα δέχεσαι ή τα απορρίπτεις – μοιάζει με το παιδί που σε εκνευρίζει γιατί δεν σε υπακούει, μέχρι που συνειδητοποιείς πως αυτό έχει πάρει τα ηνία στα χέρια του και σε κυβερνάει», θα μου πει.

Η Ελένη παλεύει με τα φαντάσματα του παρελθόντος, προσωπικά και μη, ενώ το παρόν και το μέλλον δείχνει απειλητικό με τη μορφή του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης. «Η Ελλάδα έζησε μια άνοδο και συγχρόνως μια πτώση – τουλάχιστον στον τομέα της αισθητικής, γιατί δεν θέλω να μιλήσω για τα οικονομικά, αφού δεν έχω γνώση. Ζούμε το κακό του καλού. Η Ελλάδα έχει γεμίσει νέα άσχημα κτίρια, γι’ αυτό και θα το ξαναπώ: το γεγονός πως στα τελευταία επεισόδια κάηκαν όλα αυτά τα υπέροχα κτίρια της Αθήνας και όχι τα χιλιάδες εκτρώματα, εκτός από κοινωνικό έγκλημα, ήταν και αισθητικό λάθος, δείχνει αμάθεια».

Το γεγονός πως σ’ αυτή την ηλικία αποφασίσατε να σκηνοθετήσετε έχει και μια μεταφυσική πλευρά, εξαιτίας του επαγγέλματος του πατέρα σας; «Μπορεί, ποιος ξέρει; Είναι γεγονός πως ο πατέρας μου στα νιάτα του ήταν ιμπρεσάριος στη Λυρική Σκηνή. Έτσι από μικρά χωνόμασταν στο θέατρο, εκεί στα παλιά Ολύμπια, και παρακολουθούσαμε τις παραστάσεις. Το μόνο λοιπόν πράγμα που γνωρίζω από μουσική είναι το μελόδραμα. Ίσως γι’ αυτό με είδες να επιμένω τόσο πολύ στη μουσικότητα της φωνής της ηθοποιού μου».

 

Άλμα, Αγίου Κων/νου & Ακομινάτου 15-17, 210 5220.100. Δευτ. & Τρ. 21.00, € 15, 10 (Φ).

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ