Μουσικη

Θυμάμαι τους Rolling Stones στην Αθήνα

17 Απριλίου, μια Δευτέρα του μακρινού 1967

110329-717964.jpg
Δημήτρης Αριστοτέλους
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
126112-283212.jpg

Το 1967 ήμουνα πολύ μικρός. Σεμνύνομαι όμως να πιστεύω και πολύ προχωρημένος για την ηλικία μου και την εποχή μου. Άκουγα με μανία ό,τι ρόκ μπορούσα να ακούω από το ραδιόφωνο και από λίγα σαρανταπεντάρια δισκάκια στο ηλεκτρόφωνο, κι ακόμη λιγότερα LP. Διάβαζα με μανία «Μοντέρνους Ρυθμούς» (τα τεύχη των οποίων έχουν επανεκδοθεί και τα βρήκα όλα μαζί σε τρία κουτιά σε ένα βιβλιοπωλείο «προσφορών», από αυτά που έχει γεμίσει η Αθήνα). Ήξερα ότι στην Αμερική υπάρχει κάποιος Μπόμπ Ντύλαν που έχει πολύ πέραση, αλλά δεν τον είχα ακούσει ποτέ γιατί δεν τον έβαζαν ούτε ο Μαστοράκης ούτε ο Καρατζαφέρης στις εκπομπές τους. Αλλά ούτε και οι ερασιτεχνικοί τον παίζανε. Δεν μου αρέσανε οι Μπήτλς ιδιαίτερα (όπως δεν μου αρέσουν και τώρα). Τρελαινόμουνα όμως για τους Ανιμαλς και τους Ρόλινγκ Στόουνς. Θυμάμαι είχα πάρει το δισκάκι που είχε το Ruby Tuesday από την μία και το Let’s spend the night together από την άλλη και κόντευα να το λιώσω από το πολύ παίξιμο.

Όταν διάβασα, λοιπόν, στους «Μοντέρνους Ρυθμούς», ότι θα έλθουν οι Στόουνς για να παίξουν στην Ελλάδα τρελάθηκα από την χαρά μου και άρχισα το ψήσιμο στον πατέρα μου και στα ξαδέλφια μου που ήταν μεγαλύτερα από μένα και πήγαιναν μόνα τους σε συναυλίες. Για να μην τα πολυλέω, επειδή δε μου χαλάγανε χατήρι, τα εισιτήριά μας για την συναυλία στον Παναθηναϊκό πρέπει νάτανε από τα πρώτα που κόπηκαν στο Music Box, Νίκης 2, έναντι Ταχυδρομείου Συντάγματος.

image

Θυμάμαι ότι την μεγάλη μέρα, το πρωί στο σχολείο ένοιωθα πολλή αγωνία γιατί είχε συννεφιά και φοβόμουνα μη βρέξει και ματαιωθεί η συναυλία. Εν πάση περιπτώσει, όμως, ο Θεός της Ελλάδας έκανε το θαύμα του και το απόγευμα ξαστέρωσε.

Από γήπεδα ήξερα καλά το Καραϊσκάκη και της ΑΕΚ, για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Στον Παναθηναϊκό πήγαινα για δεύτερη, μόλις, φορά στη ζωή μου. (Η πρώτη φορά, μία μαγική βραδιά τον Ιούλιο του 1961 που ο Ολυμπιακός είχε νικήσει την Σάντος του Πελέ, μου είχε δώσει παραπλανητικές, δηλαδή ελπιδοφόρες, εντυπώσεις για το μέλλον της πατρίδας. Νόμιζα ότι οι Έλληνες είναι ο πιο ευγενικός λαός του κόσμου, που πάντα θα νικάνε στο μέλλον όπως οι καλοί στο σινεμά, και θα κάνουν τον κόσμο καλύτερο και ομορφότερο, γιατί είμαστε μικροί και φτωχοί αλλά πολύ ωραίοι, σαν αρχαίοι Έλληνες Θεοί. Και με παραπλάνησε, αυτή η βραδιά, να πιστεύω και ότι όλες οι βραδιές που θάρθουν θα είναι το ίδιο όμορφες και μαγικές-δεν είναι όμως της στιγμής και δεν νοιώθω ακόμη έτοιμος να μιλήσω για την συγκεκριμένη εμπειρία). Για εκείνην την ιστορική συναυλία του 1967, πάντως, μου κάνει εντύπωση που έχω ακούσει διάφορους να λένε ότι το γήπεδο ήταν γεμάτο. Το γήπεδο ήταν λιγότερο από μισοάδειο. Αυτό, βέβαια, δεν είναι πολύ περίεργο, τόσο γιατί η μέρα ήταν πολύ δύσκολη για νέους (Δευτέρα) όσο και γιατί το εισιτήριο ήταν μάλλον ακριβό για τα δεδομένα της εποχής. Σκέπτομαι, όμως, πως ένας άλλος λόγος μπορεί να ήταν πως οι πιο ψαγμένοι νέοι της εποχής, που θα αποτελούσαν φυσιολογικά ένα μέρος του κοινού των Στόουνς, ήταν οι περισσότεροι γύρω από τους Λαμπράκηδες, μέλη και επιρροές, και στέκονταν μακριά από τις ξενόφερτες μουσικές που τις είχαν καταγγείλει άλλωστε η «Αυγή» και το κόμμα. (Ο αετονύχης διοργανωτής της συναυλίας, παραπονιόταν μετά στους “Μοντέρνους Ρυθμούς” ότι το όλο εγχείρημα τον είχε καταστρέψει γιατί είχε χασούρα 300.000 δραχμές ή κάτι τέτοιο). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η συναυλία ήταν ένα τόλμημα γιατί δεν υπήρχε κάποιο προηγούμενο μαζικής προσέλευσης σε εκδήλωση ροκ-γιεγιε. Τα «μουσικά πρωινά» αλλά και οι συναυλίες των Φόρμινξ γίνονταν σε θέατρα. (Μόνο μία φορά, νομίζω, οι Φόρμινξ είχαν γεμίσει το Παλαί ντε Σπορ στη Θεσσαλονίκη).

image

Στο πρώτο μέρος της συναυλίας υπήρχε μία μακριά σειρά από support εμφανίσεις με πολλά από τα πρωτοδεύτερα ονόματα της ελληνικής ρόκ σκηνής της εποχής αλλά και τους παρεπιδημούντες στην Ελλάδα Ιταλούς. Παρ’ ότι δεν νομίζω να είχε γίνει τέτοιο ξαναμάζεμα όλων αυτών, το κοινό δεν έδειχνε ιδιαίτερα ζεστό-πιο πολύ ενθουσιάστηκε με κάτι θεατρικά που έκανε ένας χοντρός Ιταλός, (Φέφε, Γκουϊντόνε, δεν θυμάμαι) και κάτι μιμήσεις της Ντόρις Ντέυ από τον τραγουδιστή των Λούμπογκ, παρά από την ίδια την μουσική. Δεν υπήρχε καμμιά ατμόσφαιρα ελληνικού Γούνστοκ-αλλά ούτε και η ατμόσφαιρα που μου είχε περιγράψει κάποιος Γάλλος φίλος που είχε βρεθεί το 1963 στην περίφημη nuit de la Nation, στο Παρίσι. Μάλλον ένας γενικός χαβαλές, πολύ νοτιο-βαλκανικός.

Με τα πολλά, και με πολύ καθυστέρηση, βγήκανε και οι Στόουνς. Ο,τι μου ‘χει μείνει πιο πολύ, και μου φέρνει πάντα μία κρυάδα όταν θυμάμαι την συναυλία, ήταν αυτό που προηγήθηκε του επεισοδίου που οδήγησε στη διακοπή της. Αν θυμάμαι καλά το πρώτο τραγούδι που έπαιξαν ήταν το Paint it black. Δεν ένοιωσα καθόλου το κοινό να ηλεκτρίζεται και να συνεπαίρνεται. Το πιο περίεργο, όμως, ήταν που από το δεύτερο κιόλας τραγούδι, οι θεατές άρχισαν να αδημονούν και να φωνάζουν αυτό που ήθελαν πραγματικά ν’ ακούσουν: σατισφάξον. Οι άλλοι χτυπιόντουσαν κάτω στην εξέδρα και οι θεατές αντί να ακούνε φωνάζανε σατισφάξον! ¨Ήμουν 11 χρονών, και όμως ένοιωθα να ντρέπομαι για τους συμπατριώτες μου! Τι σατισφάξον ρε καραγκιόζηδες, εδώ οι άνθρωποι παίζουνε μουσική. ¨Όμως ενώ οι μισοί, σχεδόν, φωνάζανε, οι άλλοι μισοί ήταν χαλαροί και δεν αντιδρούσανε καθόλου.

image

Αυτό το πράγμα, το να πηγαίνει δηλαδή ο Έλληνας κάπου για να ακούσει ένα τραγούδι μόνο, είναι φαίνεται στοιχείο της ελληνορθόδοξης πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας. ¨Έχω διαβάσει για τον Καζαντζίδη ότι σταμάτησε να τραγουδάει, το 1965, όταν ένα βράδυ ένας νταής στο πρώτο τραπέζι τον ανάγκασε να πει δέκα φορές το ίδιο τραγούδι. Εγώ, πάλι, θυμάμαι μία ανάλογη περίπτωση όταν είχα πάει κάποτε για χαβαλέ και κοινωνική ενημέρωση σε ένα σκυλάδικο στην Χαλκίδα, που τραγουδούσε κάποιος μεγάλος του είδους που έχω ξεχάσει το όνομά του. Ο τύπος λοιπόν που ήταν τόσο βραχνός ώστε ο Τομ Γουέιτς μπροστά του θα έμοιαζε με υψίφωνο, έλεγε τα ανήκουστα σκυλάδικα καψουροτράγουδα, αλλά το κοινό δεν μάσαγε με τίποτα και δε φτιαχνόταν καθόλου. Ζητούσε ένα συγκεκριμένο τραγούδι και μόνο: «το χαρμάνι ρε, πες το χαρμάνι».

Ως την ώρα που έφυγα ο μεγάλος, που ήτανε και πολύ βαρύς και αγέρωχος, δε τόχε πει και τους κράταγε στη πρίζα. Κι αυτοί όμως, γνήσιοι Ελληνάρες αγωνιστές, δεν είχανε σταματήσει στιγμή να διεκδικούνε: «το χαρμάνι ρε λάγιε». (Μούμεινε βέβαια η απορία τι έλεγε «το χαρμάνι»-αν κάποιος αναγνώστης ξέρει θα με υποχρεώσει). Πιο χαρακτηριστική περίπτωση μονισμού, όμως, είναι αυτή που περιγράφει ο Μπαγιαντέρας στην αυτοβιογραφική του διήγηση. Τραγουδούσε το 1941, λίγο πριν τυφλωθεί, σε ένα κουτούκι, και ο ρέκτης αλλά και εθνικόφρων αρχικακοποιός της Αθήνας Κ. του ζητούσε να παίζει ξανά και ξανά το -πραγματικά αριστουργηματικό- ρεμπέτικο του πολέμου «ψηλά βουνά» (κι απάτητα). Μία, δύο, τρεις, στη δέκατη ο Μπαγιαντέρας δεν άντεξε σηκώθηκε απάνω και πέταξε το μπουζούκι στα μούτρα του πιστολά λεγοντάς του «δε γαμιέσαι και συ και τα ψηλά βουνά».

Για να μη τα πολυλογούμε, λοιπόν, στην συναυλία, κάποια στιγμή δέησαν οι Στόουνς να πούνε το «θα τη σφάξω», και έγινε στις εξέδρες ο χαμός. Από εκείνον τον ενθουσιασμό ξεκίνησε και το γνωστό επεισόδιο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα που επέφερε και την άδοξη διακοπή της. Τον ανθρωπάκο που πήρε τα τριαντάφυλλα από τον Τζάγκερ και έτρεξε προς τη σκεπαστή για να τα πετάξει στους θεατές τον κυνήγησε πρώτα ένας συγκεκριμένος μπάτσος, τον έπιασε από το χέρι και άρχισε να τον τραβάει πίσω. Ο ανθρωπάκος, ταγμένος φαίνεται στο καθήκον, του ξέφυγε για λίγο και συνέχισε να τρέχει προς τις κερκίδες. Αυτό ήταν! Όλοι οι μπάτσοι με τα καπελάκια (γιατί τότε δεν υπήρχαν ΜΑΤ), έτρεξαν κατά πάνω του και άρχισαν να τον πετάνε ο ένας στον άλλο, και στο τέλος τον έκαναν τούμπανο στο ξύλο. Μετά έγινε ο χαμός, σβύσανε τα φώτα, και τα ξαδέλφια μου που είχαν την ευθύνη για μένα με φυγαδεύσανε προς την έξοδο και μακριά από το γήπεδο. Τα υπόλοιπα ψιλοεπεισόδια που έγιναν δεν τα είδα.

image

Πάντα ήθελα να μάθω τι ήταν αυτό που παρακίνησε εκείνον τον πρώτο μπάτσο να κυνηγήσει τον ανθρωπάκο με τα τριαντάφυλλα και να αρχίσει να τον τραβάει. Τι εθνικό συμφέρον νόμισε, άραγε, ότι διακυβευόταν εκείνη τη στιγμή; Αν ζει, που αμφιβάλλω, πιστεύω ότι θα ήταν σκόπιμο να εντοπισθεί και να πάει ένας ερευνητής ιστορικός να του πάρει συνέντευξη. Θεωρώ πως θα ήταν πολύ μεγάλη συμβολή στην εθνική μας αυτογνωσία. Πάντως, όταν ακούω κάποιον να λέει πόσο καλά ήταν τα πράγματα τον παλιό καιρό, πόσο καλά μαθαίνανε γράμματα τα παιδιά στα σχολεία, πόσο τακτοποιημένα και όμορφα ήτανε όλα στην ζωή μας, μούρχεται να τον κουτουλήσω κατ’ ευθείαν στο δόξα πατρί. Τον θεωρώ ηλίθιο για πολλούς λόγους, και ο κυριότερος είναι ότι δεν καταλαβαίνει ότι η ασυδοσία και το χάος του σήμερα είναι τα πιο γνήσια προϊόντα της χθεσινής «ευταξίας», δηλαδή του ημι-ολοκληρωτισμού και της καθεστωτικής ηλιθιότητας μέσα στα οποία μας καταδίκασαν να ζήσουμε τα πρώτα μας χρόνια και να μεγαλώσουμε. (Γι’ αυτό κι εγώ ο φτωχός, όσο φιλελεύθερος και να γίνομαι κάθε μέρα από τα μαθήματα της ίδιας της ζωής, πάντα, μέχρι να πεθάνω, θα σιχαίνομαι και θα μισώ την ελληνική δεξιά). Στο τέλος εκείνης της βδομάδας, πάντως, που ήταν και η τελευταία πριν από τις διακοπές του Πάσχα, γλυτάραμε σχολείο, Παρασκευή και Σάββατο. Εκεί δεν είχα πολυκαταλάβει τι συνέβαινε, και δε μου λέγανε κιόλας. Δυσκολευόμουνα, δε, να το προσδιορίσω και μόνος μου γιατί δεν ήξερα τι πα να πει η λέξη «έκρυθμος» που ήταν η κατάσταση λόγω της οποίας αι Ενοπλαι Δυνάμεις αναγκάστηκαν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας.

image

image

Στο γήπεδο του Παναθηναϊκού ξαναπήγα για συναυλία τέσσερις φορές, στην υπόλοιπη ζωή μου. Μόνο μία τελείωσε κανονικά, και αυτή στη δικτατορία-η συναυλία του Ξαρχάκου. Τρεις ροκ συναυλίες στην πρώιμη μεταπολίτευση, τη δεκαετία του 80, τότε που ο Βαρδινογιάννης έδινε το γήπεδο για συναυλίες και χάλαγε ο χλοοτάπητας, διακόπηκαν και οι τρεις. Οι δύο λόγω επεισοδίων και η τρίτη γιατί «έπεσαν οι ασφάλειες» και σβύσανε τα φώτα.

Οι Στόουνς ξανάρθανε στην Ελλάδα το 1998, αλλά εγώ έλειπα στο εξωτερικό και δεν τους είδα. Μόνο που οι καιροί είχαν αλλάξει. Το ΟΑΚΑ, απ’ ότι μου είπαν, ήταν γεμάτο, και η συναυλία τελείωσε κανονικά. Και όχι μόνο αυτό. Απ’ ότι είδα στις φωτογραφίες των εφημερίδων τη συναυλία παρακολούθησαν και επιφανείς εκπρόσωποι της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας του τόπου! Αυτό κι αν ήταν πρόοδος!

Εγώ ξαναείδα τους Στόουνς δύο φορές ακόμη, στο εξωτερικό. Δεν υπήρχε τίποτε από την προσμονή της πρώτης φοράς, δηλαδή την μαγεία του καινούργιου και του διαφορετικού, αλλά ειλικρινά, ειδικά την δεύτερη φορά, το 2007, για άλλους λόγους, ένοιωθα σαν να ήταν μία πολύ μεγάλη γιορτή για μένα τον ίδιο, για την ζωή μου, και για όλους τους άλλους γύρω μου, γνωστούς και άγνωστους. Έβρισκα συγκινητικό να βλέπω τον Τζάγκερ να χοροπηδάει σα κατσίκι σαράντα χρόνια αργότερα από εκείνο το βράδυ στον Παναθηναϊκό, κι εγώ να είμαι πάλι στις εξέδρες, ζωντανός και αρτιμελής. Με ότι και να ντοπάρεται μου φαινότανε σαν μία τεράστια νίκη της ζωής, απέναντι στην φθορά του χρόνου και στα γηρατειά. Κάτι τέτοιες στιγμές συνειδητοποιείς ότι η αχαριστία είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα του ανθρώπου, και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στη ζωή για ό,τι κι αν μας δίνει. Κρίμα που το 2014 έπεσε ο Κιθ Ρίτσαρντς από τη μουσμουλιά και δεν ήρθαν ξανά στην Ελλάδα. Θα ήταν συγκλονιστικό, σκέφτομαι, αν γινόταν να ξανάρθουν το 2017, 50 χρόνια μετά, και να ξαναπαίξουν στον Παναθηναϊκό σε μία συναυλία που θα τελειώσει ομαλά, και οι θεατές θα πάνε χαρούμενοι σπίτι τους-με την ωραία ψευδαίσθηση ότι ζούνε σε μία κανονική και πολιτισμένη χώρα.

Από εκείνη τη μακρινή βραδιά, στις 17 Απρίλη του 1967, πάντως, διατηρώ δύο έντονα αισθήματα: ένα αίσθημα θλίψης, καθώς και ένα αίσθημα ανακούφισης.

image

Θλίψη. Ήμουνα πολύ μικρός, και δεν μπορούσα να εκλογικεύσω και να αναλύσω γιατί ένοιωθα θλίψη, τόσο γι’ αυτούς που ήταν στις εξέδρες και ήθελαν αποκλειστικά σατισφάξον, όσο και γι’ αυτούς που ήταν μέσα στο γήπεδο, τους μπάτσους με τα καπελάκια, έτοιμους να σακατέψουν όποιον χόρευε, γελούσε και χαιρόταν. Τώρα βέβαια καταλαβαίνω ότι αιτία ήταν η καταθλιπτική εικόνα της πνευματικής φτώχειας και της κοινωνικής δυστοπίας μέσα στην οποία ζούσαμε, εικόνα που εκείνες τις στιγμές γινόταν πολύ έντονη. Αναρωτιέμαι τι πράξανε και τι διδάξανε στα παιδιά τους όλοι αυτοί στα επόμενα χρόνια; Τι παραστάσεις του κόσμου τους μεταφέρανε; Εκείνοι που ήταν στις εξέδρες, βρισκόντουσαν σαφώς σε διαφορά φάσης σε σχέση με τις εξελίξεις στον υπόλοιπο προηγμένο κόσμο. Μπορεί να ήθελαν, αλλά δεν μπορούσαν. Και νομίζω ότι τελικά δεν τα κατάφεραν-αν κρίνω εκ του αποτελέσματος. Αυτοί που ήταν μέσα στο γήπεδο βέβαια τα κατάφεραν. Μας κράτησαν καμμιά εκατοστή χρόνια πίσω από την εποχή μας, έστω και διότι αναλωθήκαμε να αντιδρούμε τυφλά στην εξουσία τους. Αντί να μάθουμε να αυτοπειθαρχούμε, μάθαμε να τα κάνουμε όλα λαμπόγυαλο, σαν αντίδραση στην καταπίεσή τους. Αντί να αποκτήσουμε κοινωνική συνείδηση και υπευθυνότητα, αναπτύξαμε την τέχνη της λεηλασίας και του πλιάτσικου, σαν αντίδραση στην εκμετάλλευση στην οποία μας υπέβαλαν. Αντί να γίνουμε το αντίθετό τους, γίναμε το κατοπτρικό είδωλό τους. Και να τώρα τα αποτελέσματα.

Ανακούφιση. Τουλάχιστον είναι καλό που διακόπηκε έτσι η συναυλία. Γιατί εάν είχε συνεχισθεί φοβάμαι ότι θα είχε καταλήξει σε μεγάλη εθνική ξεφτίλα. Δηλαδή -για να το κάνω λιανά- το πιο πιθανό είναι να είχε συμβεί το εξής: όπως με τον Καζαντζίδη, τον Μπαγιαντέρα και τον Τομ Γουέιτς της Χαλκίδας, το κοινό θα συνέχιζε να ζητάει ξανά και ξανά το σατισφάξον. Και με τα πολλά, στο τέλος ο Τζάγκερ θα αγανακτούσε και σαν τον Μπαγιαντέρα, έτσι κι αυτός θα έλεγε κάποια στιγμή «δε γαμιέστε κι εσείς και το σατισφάξον», θα γύρναγε την πλάτη και θα έφευγε (όπως τη γύρισε στους μπάτσους κι έφυγε μετά το επεισόδιο με τα τριαντάφυλλα). Και η συναυλία, και σ’ αυτή την περίπτωση, θα διακοπτόταν άδοξα.

Αλλά αυτό θα ήταν το λιγότερο. Οι Στόουνς έχουν γράψει στο βιβλίο τους ότι η συναυλία τους στην Ελλάδα το 1967 διακόπηκε λόγω επεισοδίων κλπ. Μικρό το κακό για την υστεροφημία μας. ¨Όλοι ξέρουν ότι είμαστε λαός μπαχαλάκηδων, επιρρεπείς στο σαματά και στους τσαμπουκάδες. Εκτός του τζιχαντιστικού κόσμου παίζουμε με το Περού για την πρώτη θέση παγκοσμίως, στον συγκεκριμένο τομέα. Αν όμως η συναυλία είχε διακοπεί με τον άλλο τρόπο, λόγω αγανάκτησης για το σατισφάξον, οι Στόουνς θα έγραφαν στο βιβλίο τους -που είναι πιθανόν να διαβάζεται και τον 23ο αιώνα- ότι στην Αθήνα το 1967 έδωσαν την πιο γελοία συναυλία της ιστορίας τους, η οποία διακόπηκε λόγω βλακείας του κοινού. Και έτσι θα είχαμε γίνει ρόμπες εις το διηνεκές. Τουλάχιστον, λοιπόν, η Πανουργία της Ιστορίας, χρησιμοποιώντας ως άθυρμά της τον φανατικό εκείνο καπελάκια μπάτσο που βούτηξε τον ανθρωπάκο με τα τριαντάφυλλα και τον κοπάναγε κάτω, μας γλύτωσε από μία μεγάλη ξεφτίλα που θα αντηχούσε στην αιωνιότητα. Πάλι καλά! (Και που ξέρεις; Η Πανουργία της Ιστορίας μπορεί να τόκανε αυτό γιατί μας επιφυλάσσει κάποιες λαμπρές σελίδες δόξας και τιμής στην παγκόσμια ιστορία-στο μέλλον).

image

image

image

image

image

image

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ