Κινηματογραφος

Η A.V.στις Κάννες #13

Του Γιώργου Κρασσακόπουλου: Μεγάλες (διαψευσμένες) προσδοκίες

41550-195045.jpg
Γιώργος Κρασσακόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
6439-26297.jpg

Οδεύοντας αδιάφορα προς το κλείσιμο του φεστιβάλ, ακόμη και τα μεγάλα ονόματα δείχνουν να απογοητεύουν (αν βλέπετε το ποτήρι μισοάδειο), ή έστω να μην ενθουσιάζουν (αν είστε από αυτούς που ενθουσιάζεστε ευκολότερα).

Πάρτε για παράδειγμα το Fair Game του Νταγκ Λάιμαν, μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα αμερικάνικες ταινίες των φετινών Καννών, που μοιάζει πιο ταιριαστό για τα multiplex παρά για την αίθουσα Lumiere. H αληθινή ιστορία μιας πράκτορα της CIA και ο τρόπος που το όνομά της αποκαλύφθηκε στα μέσα ενημέρωσης από την αμερικάνικη κυβέρνηση, επειδή ο συζυγός της αντιμαχόταν τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ, είναι καλοφτιαγμένη και στηρίζεται σε δυο στιβαρούς πρωταγωνιστές, τίποτα καινούργιο ή ανανεωτικό δεν έχει όμως να προσφέρει στο είδος του πολιτικού θρίλερ. Η Ναόμι Γουότς και ο Σον Πεν μπορεί να υποδύονται με πειθώ τις ψύχραιμες φωνές εν μέσω της παράνοιας που οδήγησε στον πόλεμο, όμως πέρα από το θάρρος του Λάιμαν να υιοθετήσει μια θέση που μπορεί να του κολλήσει ακόμη και την ταμπέλα “αντι-αμερικάνος” στην πατρίδα του, δεν υπάρχουν πολλές συμβάσεις που το φιλμ να μην χρησιμοποιεί. Περισσότερο οικογενειακό δράμα παρά θρίλερ, το Fair Game κυλά στρωτά αλλά δίχως να ενθουσιάζει και μοιάζει να ζητά ποπ κορν και κόκα κόλα για να ολοκληρώσει την εμπειρία μιας mainstream απόλαυσης.

Το Route Irish του Κεν Λόουτς από την άλλη, μοιράζεται με το Fair Game τον ίδιο πόλεμο, μόνο που εδώ η φρίκη του έρχεται πίσω στην πατρίδα. Ένας πρώην μισθοφόρος, πεπεισμένος ότι ο καλύτερός του φίλος δολοφονήθηκε επειδή είχε καταγράψει στο κινητό του κάτι που δεν έπρεπε, προσπαθεί να αποδείξει την αλήθεια, ή έστω αυτό που έχει αποφασίσει ότι είναι αλήθεια. Ο Λόουτς μπορεί να είναι περισσότερο προσβάσιμος από ποτέ, κάνοντας ένα φιλμ που μοιάζει με καθαρόαιμο θρίλερ, αν και ο ρυθμός και κάμποσα δύσκολα πιστευτά ευρήματα του σεναρίου υπονομεύουν την προσπάθεια. Εν τέλει το Route Irish δείχνει υπερβολικά σοβαροφανές και διδακτικό για να γίνει αληθινά αποτελεσματικό και οι ήρωές του περνούν περισσότερο χρόνο απ' όσο θα έπρεπε στο skype για να μπορέσεις να κατηγοριοποιήσεις το φιλμ σαν αγωνιώδες θρίλερ.  

Οι μεγαλύτερες  προσδοκίες των τελευταίων ημερών αφορούσαν φυσικά στην καινούργια ταινία του Ταϊλανδού Απιτσατπόνγκ Βερεσεθακούλ, Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives, ενός σκηνοθέτη που οι Κάννες έχουν κατορθώσει να καθιερώσουν ως ανερχόμενο master του παγκόσμιου σινεμά. Το μείγμα εξωτισμού και θολής πνευματικότητας που διαπνέει τις ταινίες του παίρνει στα μάτια των δυτικών θεατών την όψη του αριστουργήματος, κυρίως γιατί κανείς δεν μπορεί να διαπεράσει την λογική, την ουσία και το νόημα των ταινιών του. Αν δεχτούμε φυσικά ότι κάτι βαθύτερο υπάρχει πίσω από μια εύκολα αναγνωρίσιμη προβληματική για την ζωή, την παράδοση, την μνήμη και τον θάνατο. Σε αυτή την ιστορία ενός άντρα που, πριν πεθάνει ,συναντά το φάντασμα της γυναίκας του και τον χαμένο του γιο που επιστρέφει με την μορφή πιθήκου, o Chewbaka συναντά την μετενσάρκωση κι ένα γατόψαρο επιδίδεται σε αιδιολειχία, για να βρουν το νόημά τους στο χειροκρότημα ομάδας του κοινού, που ήξεραν ότι το φιλμ θα τους ενθουσιάσει πριν καν δουν ένα καρέ του. Δεν είναι ότι η ταινία δεν έχει ενδιαφέρον, ή ότι ο Βερεσεθακούλ δεν έχει ιδέες ή ξεχωριστή ματιά, όμως όπως κι άλλοι πριν από αυτόν, προτιμά να προσφέρει στους θαυμαστές του αυτό ακριβώς που  περιμένουν, προτιμώντας να εξασφαλίσει μια θέση στις Κάννες χάρη στην φήμη, την εξωτική υφή και την παραδοξότητα του, παρά να ρισκάρει κάνοντας μια ταινία που να μην οχυρώνεται πίσω από τις ευκολίες και την “δειλία” μιας τέτοιας πρακτικής.  

Πέραν τούτων ουδέν. Ο Ντανιέλε Λουκέτι στο La Nostra Vita, τη μόνη ιταλική ταινία του διαγωνιστικού, αφηγείται μια στρωτή ιστορία για την προσπάθεια ενός νεαρού πατέρα να ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, να μεγαλώσει τα παιδιά του και να επιβιώσει σε μια διεφθαρμένη χώρα με κάθε τρόπο. Συμπαθητική, καλογυρισμένη, ρεαλιστική, αληθοφανής, μέτρια, εύκολη να την ξεχάσεις. Περίπου τα ίδια και στα παράλληλα προγράμματα: το Ινδικό Udaan του Βικραμαντίγια Μοτγουάνε είναι ένα εξωφρενικά καλοπροαίρετο και σχηματικό πορτρέτο ενηλικίωσης και follow your heart, φτιαγμένο για το κοινό που δάκρυσε με το Slumdog Millionare. To Octubre των Περουβιανών Ντιέγκο και Ντάνιελ Βέγκα μπλέκει την κωμωδία με το δράμα στην ιστορία ενός τοκογλύφου που πρέπει να μεγαλώσει το παιδί που έκανε με μια πόρνη, σε ένα συμπαθητικό πρώτο φιλμ, που όμως μοιάζει να το βλέπουμε κάθε φορά απαράλλαχτο στα φεστιβάλ. Όσο για τον Λοτζ Κέριγκαν, παλιό γνώριμο των Καννών, με το Rebecca H κάνει ένα φιλμ που θα χρειαζόταν ένα κανονικό σενάριο για να λειτουργήσει κι όχι απλά μια νεφελώδη ιδέα. Ακόμη κι έτσι όμως το ταλέντο του Αμερικάνου σκηνοθέτη σε κρατά καθηλωμένο στην καρέκλα σου, παρά το ότι η ιδέα και το υλικό μοιάζει ικανό μόνο για μια μικρού μήκους ταινία.  

Μοναδική ευχάριστη έκπληξη των τελευταίων ημερών το All Good Children της Βρετανίδας Αλίσια Ντάφι που είδαμε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών. Γυρισμένο στην Γαλλία, αφηγείται την φιλία ενός νεαρού αγοριού που εξελίσσεται σε εμμονή για την συνομήλικη γειτόνισά του, με ύφος και ρυθμούς που θυμίζουν το σινεμά της Λιν Ράμσεϊ ή αυτό του Φίλιπ Ρίντλεϊ. Το σκοτάδι που κρύβεται κάτω από το καλοκαιρινό φως ή πίσω από τα αθώα βλέμματα των παιδιών, μεταμορφώνεται στο φιλμ της Ντάφι στο υλικό για μια ονειρική απεικόνιση της εφηβείας, της σεξουαλικότητας, της ανάγκης για επαφή, που σύντομα μεταμορφώνεται σε εφιάλτη. Εξαιρετικό.

Δες το trailer του Fair Game στο video που ακολουθεί

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ