Κινηματογραφος

Interview: Φίλιππος Τσίτος- Ακαδημία Πλάτωνος, όπως λέμε Ψησταριές Λεωνίδας

Επιστρέφοντας στην Αθήνα για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του «Ακαδημία Πλάτωνος», ο «Γερμανός» σκηνοθέτης συλλαμβάνει το «ελληνικό μεγαλείο» σε κρίση ταυτότητας και συνθέτει από τα κομμάτια του μια γλυκόπικρη κωμωδία για τη στιγμή όπου όλα στη ζωή σου δείχνουν να  καταρρέουν.

41550-195045.jpg
Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 274
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
3347-8584.jpg

Επιστρέφοντας στην Αθήνα για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του «Ακαδημία Πλάτωνος», ο «Γερμανός» σκηνοθέτης συλλαμβάνει το «ελληνικό μεγαλείο» σε κρίση ταυτότητας και συνθέτει από τα κομμάτια του μια γλυκόπικρη κωμωδία για τη στιγμή όπου όλα στη ζωή σου δείχνουν να  καταρρέουν. Μετά τη θριαμβευτική της προβολή στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο το καλοκαίρι, όπου απέσπασε τρία βραβεία, ετοιμάζεται για την έξοδό της στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 15 Οκτωβρίου.

Πώς προέκυψε η ιστορία της ταινίας σας; Ποια ήταν η βασική ιδέα που θέλατε να εξερευνήσετε;

Η αρχική ιδέα ανήκει στον Νίκο Κυπουργό. Στη δικιά του εκδοχή ο ήρωας ήταν Έλληνας ρατσιστής που ξαφνικά μαθαίνει ότι είναι Τούρκος και φεύγει για την Τουρκία. Όμως με τους Τούρκους έχουμε έρθει αρκετά κοντά τελευταία. Το να μάθεις ότι έχεις τούρκικη καταγωγή δεν είναι και καμία καταστροφή. Αντιθέτως το να μάθεις ότι είσαι Αλβανός, όντας περήφανος Έλλην, είναι μάλλον χειρότερο. Στην ουσία η ιστορία που θέλησα να διηγηθώ είναι η στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου, όταν συνειδητοποιεί ότι όσα πίστευε μέχρι τώρα για τον εαυτό του ακυρώνονται.

Όπως και στο  προηγούμενο φιλμ σας “My Sweet Home”, έτσι και σ’ αυτό οι ήρωες προσπαθούν να βρουν τον τόπο τους σε μια χώρα που είναι ή αποδεικνύεται ξένη. Μια εύκολη σκέψη θα έλεγε πως το γεγονός έχει να κάνει με τη δική σας πολιτιστική «ξενιτιά» στη Γερμανία. Υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτό;

Η ιστορία μιας ταινίας, η πλοκή και οι χαρακτήρες είναι πάντα ένα μέσο, μια αφορμή για να διηγηθώ εκείνο που με συγκινεί πραγματικά. Στο “My Sweet Home” το πλαίσιο ήταν η ιστορία μερικών ξένων στο Βερολίνο το βράδυ ενός γάμου, ενώ στην «Ακαδημία Πλάτωνος» η ιστορία ενός ανθρωπάκου από την Αθήνα που ξαφνικά μαθαίνει ότι δεν είναι Έλληνας. Πρόκειται για ανθρώπους που βρίσκονται σε μια οριακή στιγμή της ζωής τους. Ξαφνικά συνειδητοποιούν ότι τα έχουν κάνει όλα λάθος. Αυτά που κάποτε αποφάσισαν για τη ζωή τους δεν τους κάνουν ευτυχισμένους. Πρέπει να δράσουν τώρα! Πρέπει να αλλάξουν τη ζωή τους άρδην. Αν δεν τα καταφέρουν, θα μείνουν για πάντα δυστυχισμένοι. Είναι μια αποκάλυψη που σε πανικοβάλλει. Οι ταινίες μου περιγράφουν αυτή τη σύγχυση. Φυσικά όταν βρεθείς μια μέρα μόνος σε μια ξένη χώρα, αργά ή γρήγορα θα αναρωτηθείς αν αυτά που έκανες στην πατρίδα σου είναι πράγματι αυτά που ήθελες να κάνεις στη ζωή σου. Είναι αναπόφευκτο.

Η υποδοχή της στο Λοκάρνο υπήρξε θριαμβευτική, κάτι που υποθέτω ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι μια «τοπική» ιστορία. Τα βραβεία, πέρα από τη χαρά και την αναγνώριση, τι σημαίνουν για σας;

Τα βραβεία κάνουν καλό. Είτε όταν σε βραβεύουν σε ένα φεστιβάλ είτε όταν δέκα φίλοι σου ευχαριστιούνται την ταινία, το συναίσθημα ότι η δουλειά σου βρίσκει ανταπόκριση είναι ανεπανάληπτο και ιδιαίτερα ανακουφιστικό. Τα υπόλοιπα (δημοσιότητα, συνεντεύξεις κι όλη η κουβέντα που προκύπτει) είναι δευτερεύοντα, άνευ σημασίας και καμιά φορά ενοχλητικά…

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος παίζει ένα μεγάλο ρόλο στην επιτυχία του φιλμ. Η συνεργασία σας προέκυψε από casting ή ήταν από την αρχή στο μυαλό σας;

Δεν είχαμε κάποιον στο μυαλό μας όταν γράφαμε (με τον Αλέξη Καρδαρά) το σενάριο. Όμως από τη στιγμή που άρχισα να φαντάζομαι τον Αντώνη, άρχισε να διαμορφώνεται και το συγκεκριμένο στιλ και η ατμόσφαιρα της ταινίας. Χωρίς αυτόν δεν θα ήταν η ίδια ταινία.

Η Αθήνα στο φιλμ είναι μια πόλη λίγο έξω από αυτό που έχουμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε. Η γειτονιά μοιάζει σχεδόν κατασκευασμένη σε στούντιο. Γιατί τοποθετήσατε εκεί την ιστορία σας; 

Στην ταινία δεν είναι η αρχιτεκτονική που δεν θυμίζει την Αθήνα. Το συνονθύλευμα από ισόγεια σπιτάκια, εγκαταλειμμένα νεοκλασικά, γκρίζες πολυκατοικίες του ’70 και κατάλευκες του ’90, το συναντάς παντού. Αυτό που σας φαίνεται παράξενο είναι ότι η γειτονιά της ταινίας είναι άδεια. Περνούν ελάχιστα αυτοκίνητα ή πεζοί και σε κανένα από τα τρία ψιλικατζίδικα της πλατείας δεν πατάει πελάτης. Ούτε ο καιρός αλλάζει.

Στόχος μας ήταν από την αρχή να μην πέσουμε στα τετριμμένα. Να μη μείνει η ιστορία στο επίπεδο της «γειτονιάς μας», όπου κάποιοι Ελληναράδες κοροϊδεύουν τους ξένους, αλλά να πάρει και άλλη διάσταση. Θέλαμε να μεταδώσουμε ειλικρινή συναισθήματα. Και αυτό το προσπαθήσαμε με την αφαίρεση: όσο λιγότερα συμβαίνουν στην πλατεία της ταινίας, τόσο μεγαλύτερη αυθεντικότητα αποκτούν τα λίγα που συμβαίνουν. Όσο λιγότερα συναισθήματα δείχνουν οι ηθοποιοί όταν υποδύονται, τόσο ειλικρινέστερα είναι τα συναισθήματα που αφήνουν να φανούν.

Πώς σας φαίνεται το γεγονός ότι υπάρχει στη σημερινή Αθήνα μια συνοικία που ονομάζεται Ακαδημία Πλάτωνος;

Είναι όπως λέμε: «Ψησταριές ο Λεωνίδας», «Ραδιο-Ταξί Απόλλων», «Ξενοδοχείο Ακροπόλ», «Ταβέρνα ο Βάκχος» και αρτοποιείο «Άρτου Ποίησις».

Μοιράζετε το χρόνο σας ανάμεσα στην Αθήνα και το Βερολίνο. Υπάρχουν, νομίζετε, ακόμη σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους των χωρών της Ευρώπης ή τείνουμε να ψηλαφίσουμε μια κοινή «ευρωπαϊκή» ταυτότητα;

Ισχύει το ίδιο που ισχύει και για την Αθήνα. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι η κοντινή συνύπαρξη τόσων διαφορετικών ανθρώπων, διαφορετικών πολιτισμών, προτεραιοτήτων, παιδείας, ιστορίας κτλ. Αλλά αν κοιτάξεις πολύ βαθιά, μέσα-μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, ε… οι ομοιότητες είναι εξίσου πολλές.

Αυτή είναι η πρώτη ταινία που γυρίζετε στην Ελλάδα. Πώς είναι η μικρή ελληνική βιοτεχνία σε σχέση με τη γερμανική πραγματικότητα;

Όταν κάνεις ταινίες χαμηλού κόστους οι διαφορές είναι ασήμαντες. Στη Γερμανία οι ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού έχουν λίγο περισσότερα χρήματα και ευκαιρίες επειδή γίνονται στο κέντρο του κόσμου και όχι σε μια ακρούλα του, όπως η χώρα μας. Κατά τα άλλα, τα προβλήματα διανομής γι’ αυτού του είδους τις ταινίες είναι παντού τα ίδια. Μόνο το 30% της γερμανικής παραγωγής βρίσκει αίθουσα.

Συμμετέχετε στους «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» έστω κι αν έχετε τη διέξοδο του να κάνετε (πιο εύκολα;) σινεμά στη Γερμανία. Ελπίζετε σε αποτελέσματα;

Δεν κάνω πιο εύκολα σινεμά στη Γερμανία. Στη Γερμανία μπορώ να ζήσω από τη σκηνοθεσία γιατί υπάρχει παραγωγή ταινιών για την τηλεόραση, η οποία εδώ είναι ανύπαρκτη. Η «Ομίχλη» έχει πετύχει ήδη πρωτόγνωρα πράγματα: καλλιτέχνες επικοινωνούν μεταξύ τους με αλληλοσεβασμό, χωρίς αρχηγιλίκια, χωρίς φράξιες και αλληλοφαγώματα. Με κοινή, βαθιά ανάγκη για ήθος, διαφάνεια και δημοκρατικότητα στη λειτουργία του χώρου μας. Προσπαθούμε να καθαρίσουμε το σπίτι μας μόνοι μας. Όντας από τους απαισιόδοξους, στην αρχή, έχω τώρα πλέον αρχίσει να ελπίζω ότι θα έχουμε και αποτελέσματα.

Αυτό που για την ώρα προέχει είναι η διοργάνωση μιας εβδομάδας προβολών, των ταινιών που απέχουν από τα φετινά κινηματογραφικά βραβεία.

Εννοείται ότι θα επιμείνουμε στις θέσεις μας μέχρι να ψηφιστεί επιτέλους ένα νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο που ΔΕΝ θα εμποδίζει αυτούς που κάνουν ταινίες στην Ελλάδα, αλλά θα τους βοηθά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ