Πολιτικη

Σίλβιο Μπερλουσκόνι - Βίος και Πολιτεία

Η αυτού επικινδυνότης ο Σίλβιο...

Του Προκόπη Δούκα

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν είναι φασίστας – δεν είναι τίποτα. Στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ πιο επικίνδυνο, είναι ο απόλυτος "αμοράλ" της νέας εποχής, ο άνθρωπος που κάνει τα πάντα για να ανέβει, να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του, να προσποριστεί οφέλη – κι ας φέρει την απόλυτη καταστροφή στη χώρα του, στους θεσμούς, σε βάθος. Είναι όμως και ο μεγαλύτερος (μετά τον Μπους) frontman της οργανωμένης κατάληψης της εξουσίας από την ακραία συντηρητική πλευρά της κοινωνίας, όπου διαπλέκονται αυταρχισμός, υπόκοσμος και οργανωμένο έγκλημα - αλλά και η θρησκεία.

Το βιβλίο του Δημήτρη Δεληολάνη, ανταποκριτή επί χρόνια της ΕΡΤ και του Έθνους στη Ρώμη, περιγράφει με συναρπαστικό τρόπο (κουράγιο να έχετε να παρακολουθήσετε το δαιδαλώδες θρίλερ των διασυνδέσεων) την άνοδο και την παραμονή στην εξουσία του Ιταλού  "Σουλτάνου" - η προσφώνηση "Καβαλιέρε" (=ιππότης), να μου επιτρέψετε, είναι ο μεγαλύτερος ευφημισμός στην Ιστορία. Πολλές φορές με περιγραφές γεγονότων, που βρίσκονται έξω κι από τη σφαίρα του κωμικοτραγικού – πολύ απλά δεν τα πιστεύεις, είναι πέρα από κάθε φαντασία...

Τα καραγκιοζιλίκια του στην εξωτερική πολιτική, η γελοιότης των επιχειρημάτων ("οι ξένοι ανταποκριτές στην Ιταλία είναι κατά βάση κομμουνιστές ή δημοσιογράφοι δεύτερης διαλογής – μου το είπαν οι διευθυντές των εφημερίδων τους"), η ένδεια και η ρηχότητα των στελεχών, η "γλοιώδης" αισθητική και οι προσωπικές "περιπέτειες", η αντιμετώπιση της πολιτικής με την ελαφρότητα της σεξοκωμωδίας και της κυβέρνησης ωσάν να είναι ιδιωτική επιχείρηση, η παντελής άγνοια των θεσμών και της λειτουργίας του κράτους - όλα αυτά δείχνουν την έκπτωση ενός λαού που φημιζόταν όχι μόνο για την αισθητική του και την παγκόσμια πρωτοπορία στο σχεδιασμό, αλλά και για την κουλτούρα του και την πολιτική του σκέψη, με την αριστερά να έχει υπάρξει πριν από 30 χρόνια από τις πιο ισχυρές στο δυτικό κόσμο, έτοιμη και να συγκυβερνήσει.

Όταν, πριν από πολλά χρόνια, στην πρώτη επίσκεψή μου στη —ώμη, ρώτησα τον αγαπητό Δημήτρη πώς εξηγεί το φαινόμενο του μπερλουσκονισμού, μου απάντησε: "Προκόπη, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αυτή η χώρα έχει μετατρέψει το δημόσιο διάλογο σε κάτι αφελές και ρηχό. Ακούς στα talk show πολιτικά επιχειρήματα του τύπου 'αφού αυτό κάνουν στην Αμερική, το ίδιο πρέπει να κάνουμε κι εμείς εδώ'". Φυσικά, τεράστιο ρόλο σε αυτή την κατρακύλα έχει παίξει η εμπορική τηλεόραση, που περιήλθε όλη στα χέρια του Μπερλουσκόνι – ο συγγραφέας εξηγεί πώς ο τότε εργολάβος εκμεταλλεύτηκε τις "τοπικές" ιδιαιτερότητες της Ιταλίας. Όταν κατέλαβε την εξουσία, τομονοπώλιο έγινε απόλυτο, καθώς έχει στον έλεγχο του και τα δημόσια κανάλια - παρά τις απειλές που εκτοξεύει κατά καιρούς "ότι η RAI είναι υποχείριο των κομμουνιστών", όταν βεβαίως συναντά την παραμικρή κριτική.

Σε μια μοναδική λοιπόν για τα δεδομένα της σύγχρονης δημοκρατίας παραβίαση της έννοιας του ασυμβίβαστου, ο άνθρωπος αυτός κατάφερε να διαμορφώσει μια κοινωνική πραγματικότητα που τον συντηρεί στην εξουσία. Ο συγγραφέας καταδεικνύει ότι ο πρωθυπουργός Μπερλουσκόνι όχι μόνο απέκτησε το μονοπωλιακό έλεγχο της τηλεοπτικής πληροφόρησης (διαμορφώνοντας και τη γενική αισθητική, καθώς οι εφημερίδες διαβάζονται από λίγους), αλλά ενίσχυσε τα μάλα και τον επιχειρηματία Μπερλουσκόνι, που πλούτισε περισσότερο (παρά τις αιτιάσεις του ότι "φτώχυνε" από την πολιτική) - η διαφθορά δηλαδή στο απόγειό της. Και βεβαίως είναι υπεύθυνοι οι Ιταλοί που τον ψηφίζουν, όπως  λέει ο Ουμπέρτο Έκο, γιατί αρνούνται τις ευθύνες τους και έχουν διολισθήσει σε μια μικροαστική, συντηρητική, ξενοφοβική στενομυαλιά (σας θυμίζει τίποτα;). Κωφεύουν δε στην κατακραυγή που έρχεται από κάθε γωνιά του πλανήτη, ακόμα περισσότερο από τους Αμερικανούς, που κινητοποιήθηκαν τελικά – έστω και μετά από μια οκταετία Μπους.

Όπως και μεγάλη ευθύνη έχουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, που έφτασαν στην αυτοκαταστροφή – με την άνευ προηγουμένου διαφθορά και τη "χειρουργική επέμβαση" των δικαστών που ακολούθησε, με επικεφαλής τον Ντι Πιέτρο και την επιχείρηση "Καθαρά Χέρια". Αρχηγός μικρού κόμματος εδώ και χρόνια, ο Ντι Πιέτρο επισείει, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ,τον κίνδυνο η Ιταλία να "διολισθήσει" σε μια καλυμμένη, νέου τύπου, φασιστική δικτατορία.

Όμως η μεγάλη αξία του βιβλίου του Δημήτρη Δεληολάνη είναι ότι παραθέτει και την άλλη, πιο "σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού": Δεν είναι μόνο η "διολίσθηση στην ελαφρότητα" μιας ολόκληρης κοινωνίας, που έφερε τον Μπερλουσκόνι τρεις φορές στην εξουσία. Αλλά και μια υπόγεια, λυσσαλέα, μαφιόζικη επίθεση κατάληψης της εξουσίας με αλλεπάλληλες "τρανταχτές" παρανομίες. Ένα συνεχές σλάλομ με τη Δικαιοσύνη, με σύνηθες όπλο την καθυστέρηση και την παραγραφή – που παρουσιάζεται μονίμως σαν "αθώωση". Και, κυρίως, σκοτεινές διασυνδέσεις και άπλετη οικονομική υποστήριξη του Μπερλουσκόνι, τόσο από τη μαφία, όσο και από την Ακροδεξιά. Όπως ο ίδιος χρησιμοποιεί συνέχεια αχυρανθρώπους για τις διάφορες "υπόπτου προελεύσεως" εταιρείες που ελέγχει, έτσι και ο πακτωλός του βρόμικου (μαφιόζικου και φασιστικού) χρήματος, που χρησιμοποιήθηκε για να αποκτήσει ισχύ ο Μπερλουσκόνι, καθιστά και τον ίδιο (ίσως) το μεγαλύτερο αχυράνθρωπο της χώρας του...

Το βιβλίο του Δημήτρη βάζει σε σκέψεις: κινδυνεύουν κι άλλες δημοκρατίες από τέτοια φαινόμενα; Η απάντηση μπορεί να είναι θετική, αν δει κανείς τη συντηρητική (και με πλήρη έλλειψη σοβαρότητας) στροφή σε άλλες, παραδοσιακά πολιτικοποιημένες χώρες με ισχυρή κουλτούρα, όπως η Γαλλία. Κινδυνεύουμε κι εμείς; Ίσως ναι, παρότι δεν έχουμε τόση μαφιόζικη παράδοση. Ειδικά αν ο μηδενισμός και ο κυνισμός περί την πολιτική επιτρέψει στους απολιτικούς=ακροδεξιούς τελικά να επιβληθούν. Κι αν επιμένουμε, αντί να βελτιώνουμε τα πράγματα με θετική στάση, να απαξιώνουμε τη δημοκρατία.

Σε κάθε περίπτωση, κινδυνεύουμε όλοι (και ειδικά στην Ευρώπη), όταν μια μεγάλη χώρα όπως η Ιταλία, έχει καταντήσει έτσι. Κι εδώ έρχονται κι άλλα ερωτήματα: Πώς μπορούν να κινητοποιηθούν οι λαοί προς την αντίθετη κατεύθυνση; Μόνο με μια χαρισματική προσωπικότητα, που μπορεί να φέρει τον κόσμο στις κάλπες, με διαφορετική και πιο φωτεινή προοπτική; Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η αδιαφορία και η έλλειψη ουσιαστικής ενημέρωσης – ακόμα και στην εποχή του διαδικτύου; Και πόσο ακόμα θα αφήνουμε τη δημοκρατία να εκφυλίζεται έτσι;