Βιβλιο

Δημήτρης Τανούδης: Ο συγγραφέας ως βάρβαρος

Μιλάει στην A.V. για το καινούργιο βιβλίο του, «Χώματα»

32823-103920.jpg
Κωνσταντίνος Τζήκας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
62906-126786.jpg

Γραφή που εξαπλώνεται σε αχαρτογράφητες περιοχές, που χαράσσει νέα όρια, που - ας το θέσουμε απλούστερα και ορθότερα - προχωρά τη λογοτεχνία μας ένα βήμα πιο πέρα. Τα σύνορα μεταξύ των ειδών αμβλύνονται, η πειραματική, ανατρεπτική, υβριδική, πεισματικά αταξινόμητη λογοτεχνία διατρανώνεται. Η Ελλάδα έχει τη δική της αβανγκάρντ λογοτεχνία, τους δικούς της πιονέρους της γραφής. Που τολμούν. Άλλωστε η τόλμη στη γραφή συχνά δεν μπορεί παρά να είναι μία συνεκδοχή - ή έστω συμπαραδήλωση - της τόλμης στη ζωή.

Ο Δημήτρης Τανούδης είναι ένας εξ αυτών των πιονέρων. Με το πρώτο του βιβλίο, τον «Σπασμό» (2011, εκδ. Νεφέλη), ένα (πεζο)ποιητικό μυθιστόρημα ελεγχόμενα παραληρηματικού ύφους, μια οργιώδη κοσμογονία που μοιάζει να συνελήφθη στο μυαλό του δημιουργού της ως διπλός σπασμός, ερωτικός και επιθανάτιος, ο Τανούδης εντυπωσίασε, ξεχώρισε και έλαβε Τιμητική Διάκριση από το ΕΚΕΒΙ, ενώ ήταν υποψήφιος και για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα.

Τώρα, με το καινούργιο του βιβλίο, τα «Χώματα» που επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη, με τίτλο μονολεκτικό όπως και το παρθενικό του, αλλά σαφώς πιο κρυπτικό σε περιεχόμενο, πολύσημο και φιλόδοξο, ο Τανούδης επιχειρεί να πάει ακόμα ένα βήμα πιο πέρα. Και το ταξίδι προς το εσωτερικό της γραφής - μιας αχανέστερης αχαρτογράφητης γης - συνεχίζεται.


image

Πώς κρίνεις τώρα, αναδρομικά, το πρώτο σου βιβλίο, τον «Σπασμό», σε σχέση με το καινούργιο, τα «Χώματα»;

Αρχικό ζητούμενο εκείνου του βιβλίου ήταν το εύρος του λόγου που μπορεί να εκφράσει έναν απέραντο έρωτα. Κι αν αυτή η ελεγεία της σάρκας φέρει άλλα νοήματα, θα ξεχώριζα ένα: πως η πράξη του έρωτα είναι μια πράξη εξεγερτική για την ανθρώπινη ζωή. Πολύ περισσότερο όταν ο έρωτας εξεγείρεται ενάντια στον πολιτισμό. Και εννοώ, σύμφωνα με την υπόθεση του βιβλίου –και σύμφωνα, κατά τη γνώμη μου, με αυτό που ζούμε–, έναν πολιτισμό ο οποίος παρεμποδίζει και συσφίγγει το ένστικτο των ανθρώπων.

Πώς υποδέχθηκε το αναγνωστικό κοινό τον «Σπασμό»;

Υπήρξε ανταπόκριση και είμαι ευγνώμων. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο νεοελληνικός κόσμος δεν επιθυμεί να διαβάζει λογοτεχνία. Την αγνοεί, την περιφρονεί ή ασυναίσθητα την αρνείται. Αποδεικνύεται αυτό, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι ζούμε σε συνθήκες κοινωνικής νάρκης. Μια κοινωνία που δεν εξεγείρεται δεν θα μπορούσε να ενδιαφέρεται για την πραγματική λογοτεχνία – θα ήταν αφύσικο. Αφύσικο να διαβάζεις λογοτεχνία και να μην εξεγείρεσαι. Όπως αφύσικο να εξεγείρεσαι χωρίς να διαβάζεις λογοτεχνία.

Μπορείς να μου περιγράψεις συνοπτικά τι πραγματεύεται το βιβλίο, σε ποιο τόπο και χρόνο εκτυλίσσεται;

Κάποιος ανδροκρατούμενος κόσμος του παρελθόντος. Η γυναίκα στέκεται στη μέση της πλατείας και κρατάει έναν ακρωτηριασμένο φαλλό. Από τον τάφο της θα εκλυθεί το μαγικό φως της ελπίδας. Όλα αλλάζουν και οι άνθρωποι ζουν γαλήνιοι. Ώσπου αρχίζει να τους καταβάλει ο φόβος για την απώλεια της ελπίδας. Στοχοποιούν τότε έναν άλλο λαό, ξεκινώντας πόλεμο εναντίον του. Θέλουν να τον αφανίσουν πιστεύοντας ότι εκείνος χάρισε την ελπίδα και άρα θα μπορούσε να την πάρει πίσω. Η πλοκή αυτή καταλαμβάνει τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου. Ακολουθούμε έπειτα την ταλάντευση ανάμεσα σε μονάδα και πολλαπλότητα, δηλαδή θάνατο και αναγέννηση.

Τι προσπαθούσες να πεις με το βιβλίο; Ποιος ήταν ο βασικός προβληματισμός που σε ώθησε προς αυτό;

Λαμβάνω υπόψη ότι το κρισιμότερο συνειδησιακό πρόβλημα και μαζί οριακό θέμα της λογοτεχνίας είναι η πιθανότητα εξάλειψης του ανθρώπινου είδους. Το βιβλίο επιχειρεί μια μεταφορική αναγωγή ώστε να μιλήσει γι’ αυτό. Αλλά το μεταφορικό συναντιέται με το πραγματικό εάν σκεφτούμε ότι άνθρωποι δολοφονούνται από ανθρώπους όταν οι δεύτεροι κρίνουν πως οι πρώτοι ενσαρκώνουν ευθέως τη στέρηση της ελπίδας. Το να διασπείρεις την ελπίδα στην πολλαπλότητα είναι ζωή. Το να την κατέχεις ως μονάδα δεν είναι παρά θάνατος.

Η μάχη ανάμεσα σε πολλαπλότητα και μονάδα βρίσκεται παντού. Είναι κυρίως στη λειτουργία του λόγου. Πηγάζει από τον λόγο και πραγματώνεται μέσω του λόγου. Υπάρχει στο μυθιστόρημα μια απόπειρα εγγραφής της ασυγχρόνιστης ομιλίας: οι άνθρωποι μιλούν την ίδια γλώσσα χωρίς να περνούν το νόημα του λόγου στους άλλους ανθρώπους, καθώς ουδείς καταφέρνει να συντονιστεί με τους έτερους χρόνους. Κι αυτό το χρονικό χάσμα είναι στην ουσία ένα αντιληπτικό χάσμα, το οποίο σημαίνει μια ομάδα που οι διχασμοί της πολλαπλασιάζονται ως καρκινική μετάσταση της αδυναμίας συνεννόησης – έτσι που θ’ απομείνουν στο τέλος άνθρωποι-μονάδες, οι οποίοι δεν θα μπορούν να μιλούν παρά με τους εαυτούς τους. Αλλά τούτο δεν αποτελεί κάποια ακραία μεταφορά. Είναι για μένα ο κόσμος. Η γειτονιά μου, η παρέα μου, οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες, η χώρα μου. Ένας ασυνάρτητα διαπλεκόμενος ιστός ξεκομμένων συνειδήσεων.

Και με αφορά η σύνδεση αυτού του κόσμου με το οριακό θέμα. Γιατί όταν το αντιληπτικό χάσμα αυξάνεται συνεχώς, ο κόσμος αυτός οδεύει ολοένα από την πολλαπλότητα προς τη μονάδα – δηλαδή προς το τέλος του ανθρώπου. Μιλάμε την ίδια γλώσσα ή μπορούμε να μάθουμε τη γλώσσα του άλλου, ναι. Ζούμε όμως σε μια αντιληπτική Βαβέλ. Η αδυναμία συνεννόησης αποκλείει τη συντέλεση μιας πράξης που θα αλλάξει τη μοίρα μας. Και η τυραννία που εμείς επιβάλουμε σε μας δεν αφορά μόνο στο τώρα. Εκτείνεται στις επόμενες γενιές. Όσο αυξάνουμε το χάσμα τόσο διαγράφουμε το τέλος.

Είναι μία ερώτηση που την έχω απευθύνει επανειλημμένα στο παρελθόν και δη σε νέους συγγραφείς: τι ακριβώς είναι αυτό που ονομάζουμε «συγγραφέας»;

Ο συγγραφέας δεν είναι ένας ταραχοποιός ή ένας «τρομοκράτης», όπως έχει γράψει ο Ντε Λίλλο. Γιατί ο ταραχοποιός δρα ασυναίσθητα και αδιάκριτα, ενώ ο τρομοκράτης φέρει ιδεολογικά κίνητρα. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία οφείλει να εναντιώνεται συνειδητά στον εκάστοτε πολιτισμό των ανθρώπων. Κάθε βιβλίο να είναι μια δημιουργία φύσει και κατ’ αρχήν βάρβαρη.

Οπότε, χωρίς να δέχομαι την ταύτιση δημιουργήματος και συγγραφέα (δύο ξεχωριστά όντα που συμπίπτουν μόνο στο γεγονός της δημιουργίας), καταχρηστικά θα έλεγα ότι ο ίδιος ο συγγραφέας είναι –οφείλει να είναι– ένας βάρβαρος. Μια Μήδεια που χειρίζεται μαγικούς τρόπους ώστε ν’ ανατρέψει το πολιτισμικό οικοδόμημα. Όχι να εκδικηθεί τον Ιάσονα ή κάθε Ιάσονα. Να καταστρέψει ολόκληρη την Πόλη. Ακριβώς γιατί η Μήδεια είναι το αντίθετο της Πόλης. Έτσι βλέπω τον συγγραφέα. Ως κάποιον που ήρθε από πολύ μακριά, παρασυρμένος από έρωτα για τους ανθρώπους, για έναν άνθρωπο, καταλαβαίνοντας όμως πως η φυσική κατάληξη αυτού του έρωτα δεν είναι παρά η επίθεση στο οχυρό των ανθρώπων. Κι επιτίθεται τότε με το πιο καταστρεπτικό μέσο που διαθέτει: το βαρβαρικό έθιμο της λογοτεχνίας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ