Βιβλιο

Μαρίζα Κωχ: «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης»

Ένα βιβλίο γεμάτο ιστορίες, αγάπη και Ελλάδα

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 665
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
©Θανάσης Καρατζάς
©Θανάσης Καρατζάς

Η Μαρίζα Κωχ, μέσα στην πλατιά αγκαλιά της, τα τελευταία 50 χρόνια, έχει χωρέσει όλη την Ελλάδα και τον κόσμο, τα παραδοσιακά τραγούδια της γης μαζί με τον ηλεκτρισμό της καλύτερης εποχής του ροκ, την ψυχεδέλεια και το ιερό πάθος με το οποίο όχι μόνο ερμηνεύει αλλά και, τώρα, εδώ και 22 χρόνια δηλαδή, διδάσκει. Μοιράζεται την εμπειρία της, τη μεταδίδει σε μικρά παιδιά μέσα από το δικό της Κέντρο Βιωματικής Μουσικής Κίνησης και Λόγου. Είναι σαν μία μεγάλη μάνα που ξέρει ιστορίες και τραγούδια, τα μυστικά των βοτάνων και τον νταλκά των ρεμπέτικων, τον ήλιο, τη Σαντορίνη – το νησί της, αλλά ξέρει και τον πόνο, τον κατατρεγμό. Παιδί του πολέμου, γεννημένη λίγο πριν την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Με μάνα Σαντορινιά που ζούσε στην Αθήνα και πατέρα Γερμανό αξιωματικό που χάθηκε στην οπισθοχώρηση των δυνάμεων Κατοχής. Μαζί με την αδερφή της, δύο ξανθά κοριτσάκια, παιδιά αγάπης και όχι μίας τυχαίας νύχτας, έζησαν ένα σκληρό στίγμα στη μεταπολεμική Αθήνα. Ήταν «τα γερμανάκια». Στα μικρά τους χρόνια μπήκαν σε ίδρυμα, όσο η μάνα ξενοδούλευε. Και μόλις μπήκαν σε ηλικία σχολείου, η μάνα τα έστειλε να μεγαλώσουν στο χωριό της, στη Σαντορίνη.

ua-a-.jpg

«Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης» είναι το βιβλίο που έγραψε η Μαρίζα Κωχ (και μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) όπου περιγράφει με έναν όμορφο, απλό και συναρπαστικό τρόπο, τα χρόνια εκείνα της Σαντορίνης. Μέχρι την πρώτη εφηβεία. Ιστορίες που ανοίγουν, σαν μαθήματα πατριδογνωσίας, την εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ένα βιβλίο γεμάτο ήλιο και αγάπη, σκασιαρχεία από το σχολείο και αγαπημένη, δεμένη οικογένεια, πατητήρια και αμπέλια, χαρές και λύπες, το χώμα του ηφαιστείου και τις μυρωδιές και γεύσεις του νησιού. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο «στα παιδιά του πολέμου». Μπήκαμε σε μία θαυμάσια, μεγάλη κουβέντα μαζί της όπου μοιράστηκε ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες εκείνης της ζωής στο νησί.

 

Τα παιδιά του πολέμου
«Αν δεν ζούσαμε τον πόλεμο αυτή τη στιγμή τόσο ζωντανά δίπλα μας, να τον μυρίζουμε, δεν θα υπήρχε λόγος να γράψω κάτι από τη δική μου ζωή. Κάθε μέρα προσπαθώ να προλάβω να μη μάθω, προσπαθώ να κρυφτώ – όχι από φόβο μη πονέσω, αλλά από ντροπή. Γιατί δεν έχω κάνει κάτι για αυτά τα παιδιά. 

Χτες το βράδυ είχαμε τη γιορτή για την Ευρωπαϊκή Μέρα Μουσικής στο σχολείο που έχω, το Κέντρο Βιωματικής Μουσικής Κίνησης και Λόγου. Και ανοίγω τη ντουλάπα μου για να ντυθώ να πάω και τα χέρια μου πιάσανε ένα φόρεμα που με σπαραγμό το φόρεσα και κάναμε τη γιορτή. Μου το είχε χαρίσει μία γυναίκα από το Χαμιντιέ της Συρίας πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Είχα πάει για μία συναυλία στη Δαμασκό και πολύ κοντά ήταν αυτό το χωριό, ελληνόφωνο χωριό, με τους Κρήτες  που ως πρόσφυγες πήγαν και άραξαν εκεί με τα γεγονότα του 1897 – ήταν οι “προσκυνημένοι”, οι μουσουλμάνοι που έπρεπε να φύγουν από το νησί. Το καράβι τους άφησε σε μία παραλία και εκεί έχτισαν το Χαμιντιέ. Μας λέει λοιπόν ο πρόξενος, μετά τη συναυλία, “μωρέ πολύ κοντά είναι, δεν πάμε να μας ακούσουν και αυτοί; Αλλά πολύ διακριτικά γιατί δεν πάμε βέβαια για προσηλυτισμό”. Πάμε και καθόμαστε σε ένα καφενείο οι μουσικοί κι εγώ και κάνουμε μία επιτόπια κατάσταση με τραγούδια και αρχίζει σιγά σιγά το χωριό να μαζεύεται γύρω μας. Κάποια στιγμή, μέσα στη χαρά και τη συγκίνηση, γιατί αυτοί νόμισαν για μια στιγμή ότι τους ήρθε από την Ελλάδα το γεγονός κι όχι ότι το σκαρώσαμε εμείς με κάποια σχετική μυστικότητα, έρχεται μία γυναίκα, αδύνατη σαν ξυλαράκι, σαν εκείνες τις Κρητικές μάνες, ένα σκελετωμένο πλάσμα… και με παίρνει από το χέρι, μιλώντας μου πολύ βαριά κρητικά –που αν δεν ήμουνα Σαντορινιά που έχουμε πολύ κοντινό ιδίωμα δεν θα μπορούσα να την καταλάβω– με παίρνει γαλήνια γαλήνια και μου λέει, θέλω να έρθεις μέσα στο σπίτι μου. Με πάει λοιπόν μέσα βαθιά στο σπίτι και ανοίγει μία πόρτα που ήταν ντουλάπα μέσα, με ρούχα. Πιάνει αυτό το ρούχο και μου το ρίχνει επάνω μου και μου λέει, “σε παρακαλώ, δέξου το, πάρ’ το να λιώσει στην Ελλάδα, είναι το νυφιάτικό μου φόρεμα”. Δεν φαντάστηκα ότι θα το φορούσα στις πιο μεγάλες μου συναυλίες. Της λέω, ήσουν εσύ ποτέ το κλαδάκι, τόσο στρογγυλή σαν εμένα; “Α, μου λέει, με αυτό βγάζουμε τις εγκυμοσύνες μας. Τα νυφικά μας έτσι είναι για ’μας”. Ένα μαύρο, κατράμι, δίμητο κεντημένο με μετάξι κόκκινο στους ώμους, παντού.

Αυτό, λοιπόν, εμένα μου ξυπνάει μνήμες. Όχι μόνο τα δικά μου βιώματα, από το πώς περπάτησα μέχρι το πώς κρυβόμουνα κάτω από τα μάρμαρα στο θέατρο του Διονύσου που ήταν ξέφραγο αμπέλι τότε, δίπλα στα Αναφιώτικα που μέναμε – έμεινα εκεί μέχρι τεσσάρων χρονών. Κρυβόμασταν να μη μας δουν τα άλλα παιδιά, φοβόμουνα μη φανεί το ξανθό σκουφάκι, τα μαλλιά μας, γιατί ψάχνανε την ώρα που θα περάσουμε και μας πετροβολούσαν. Δεν νομίζω ότι το μπούλινγκ μπορεί να φτάσει αυτό που ζούσαμε… 

Εμείς τότε μέναμε σε ένα καμαράκι χωρίς καν παράθυρο. Υπάρχει ακόμα, είναι χωρίς σκεπή πια, ανήκει στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Και περνούσαμε απέναντι, στο 17 της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, εκεί που δούλευε η μάνα μας, καθάριζε τις σκάλες, κι όταν έλειπαν όλοι κατάφερνε και μας έδινε καμιά λιχουδιά. Έτσι λοιπόν, ήταν κάτι παρόμοιο αυτό που βιώναμε, με αυτό που βιώνουν όλα τα προσφυγάκια, τα παιδιά των φαναριών, αλλά και ευαίσθητα παιδιά μέσα στο σχολείο κ.λπ.»

©Θανάσης Καρατζάς
©Θανάσης Καρατζάς

Η αποκάλυψη

Σε ένα κομβικό σημείο του βιβλίου, η μάνα αποκαλύπτει στα δύο κορίτσια την αλήθεια για τον πατέρα τους. Η Μαρίζα Κωχ λέει ότι το είχαν καταλάβει από καιρό:
«Ήμασταν τετραπέρατα και τα δυo. Η Ειρήνη, πανέξυπνη. Με έβαζε σε τάξη. Ακόμα και τώρα αυτό κάνει. Προχτές στην παρουσίαση του βιβλίου, με αγκαλιάζει και μου λέει: “Επιτέλους, μεγάλωσες”. Ναι, λοιπόν, είχαμε καταλάβει και υπήρχε μία γλυκύτητα σε εκείνη τη σκέψη. Ανακαλώ μνήμες και νιώθω ότι υπήρχε μία ευγνωμοσύνη από τη μεριά μας. Χωρίς να νιώθουμε μαύρα πρόβατα. Αυτό το είχε επιτύχει η μάνα μας. Μας είχε κάνει να πιστεύουμε ότι αγαπιόντουσαν πολύ με τον πατέρα μας. Ότι ήμασταν τα παιδιά μιας τόσο μεγάλης αγάπης, ότι ήμασταν ακόμα πιο όμορφα από εκείνην – την οποία εμείς βλέπαμε σαν θεά, στ’ αλήθεια ήταν η ομορφότερη… βέβαια καθένας για τη μάνα του έτσι λέει, αλλά ήταν ομολογία όλων στο χωριό.  Όπως λένε, το όμορφο το σύκο η κουρούνα το τρώει. Ήταν αξιοπερίεργο πρόσωπο η μάνα μας. Το μαλλί της ήταν πολύ φουντωτό και το γύριζε προς τα μέσα με φουρκέτες στα πλάγια, πίσω από τα αυτιά της, και έκανε σαν αρχαιοελληνικό χτένισμα. Με τεράστια γαλάζια μάτια και σταράτη στο δέρμα, όπως εγώ. Εγώ δεν έχω γερμανικό  δέρμα. Μας είχε τόσο πείσει ότι αν ο πατέρας μας ζούσε, θα ήταν ανάμεσά μας. Θα ήταν στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και δεν μας έδωσε ποτέ στοιχεία για να τον αναζητήσουμε. Και ποτέ δεν θα μπορούσα να γράψω όλα αυτά που έγραψα, αν η μητέρα μας δεν είχε κοιμηθεί. Ήταν ένα προσωπικό της θέμα αυτή η ιστορία. Παλιότερα μιλούσα απλώς για κάποιο ίδρυμα, τίποτα περισσότερο. Αλλά όλα αυτά τα έγραψα για να δει ο καθένας την ευθύνη του απέναντι σε αυτά τα παιδιά, των φαναριών, του δρόμου, τα παιδιά που έρχονται ασυνόδευτα με τις βάρκες».

Η Σαντορίνη της αφίσας
Όπως λέει η Μαρίζα σε ένα στίχο της που υπάρχει στο βιβλίο, «Η Σαντορίνη ζει κλεισμένη σε μιάν αφίσα»:

«Χρωστώ στη Σαντορίνη. Έχω σχέση ακόμα με το νησί. Η αδερφή μου ζει μόνιμα εκεί. Κι εγώ βέβαια είμαι συχνά πάνω-κάτω. Ξέρω όλα τα μονοπάτια, ακόμα και τα πιο δύσβατα και πάω στον Άη Γιώργη τον κατιφιό, εκεί που κρυβόταν η βασιλοπούλα για να μην τη βρουν οι πειρατές όπως λέω στο βιβλίο. Παίρνω ακόμα μονοπάτια κι όπως πάω ακούω σε όλες τις γλώσσες του κόσμου την καλημέρα. Και νοιώθω λύπη, δεν ξέρω που θα πάει όλος αυτός ο κορεσμός. Αλλά από τον τουρισμό οι άνθρωποι ζήσανε και ζούνε ακόμα οικογένειες από αυτόν. Μάλιστα, πρωτοπόρος ήταν η αδερφή μου που έφτιαξε το πρώτο ξενοδοχείο του νησιού. Κι αυτό προέκυψε από την ανάγκη να μείνουν κάπου οι άνθρωποι που είχαν έρθει στο νησί για τις ανασκαφές. Την έπεισα κι εγώ να το κάνει, είχε και  τη δυνατότητα κι έγινε. Σκέψου ότι ο Μαρινάτος όταν έπεσε και σκοτώθηκε εκεί μέσα στις ανασκαφές, η αδερφή μου ήταν δίπλα του. Κι όταν ήρθε ο γιατρός με ελικόπτερο για να δούνε τι προλαβαίνουνε και πιστοποίησε την απώλεια, άφησε… δεν τολμώ να πω… τις ανάγκες μίας τέτοιας ετοιμασίας ενός ανθρώπου που θα κηδευόταν εκεί, στα χέρια της Ειρήνης. Η οποία υπήρξε εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού, είχε δουλέψει πολύ στον Ευαγγελισμό στα χρόνια που σπούδαζε –γιατί, νομικός έγινε- και γνώριζε.»

Η αγαπημένη ραπτομηχανή της θείας
Η μικρή Μαρία γοητευόταν από τη ραπτομηχανή της θείας στη Σαντορίνη. Και το γάζωμα έγινε μία από τις αγαπημένες της συνήθειες:

«Να σου πω κάτι παράδοξο; Μία αγαπημένη ανιψιά του Ωνάση που έτυχε να λέμε μια καλημέρα, μάλιστα ζωγράφιζε πάρα πολύ ωραία και μου άρεσε να την βλέπω να ζωγραφίζει επάνω σε πορσελάνη, είχε την ραπτομηχανή που έραβε η μάνα του Ωνάση τα ρούχα του μωρού της παιδιού. Του μικρού Αριστοτέλη. Και όταν έκλεισε το εργαστήρι της λόγω ηλικίας, μου λέει: αυτήν τη ραπτομηχανή πρέπει να στη δώσω. Έχει έρθει από την Κωνσταντινούπολη και είναι Σίνγκερ. Την έχω λοιπόν σε μία όμορφη γωνιά στο σπίτι μου, αλλά έχω και δική μου μηχανή να γαζώνω. Όταν έχω τις μαύρες μου και κάτι δεν μπορώ να κουμαντάρω, που δεν είναι πολύ σπάνιο, πιάνω από τη λινοθήκη τα διπλά σεντόνια που έχουν φθαρεί στη μέση, τα κόβω, τα φέρνω ούγια με ούγια και τα γαζώνω. Κι αντέχουν άλλα πέντε, δέκα χρόνια. Και είναι και ένα παιχνίδι αυτοσυγκέντρωσης, σημαντικό για μένα. Με το κέντημα δεν τα πάω καλά.»

Οι γυάλινες χαντρούλες
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ένας άλλος λόγος που μου άρεσε να πηγαίνω στην εκκλησία του παππού με το τεράστιο ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις πανέμορφες εικόνες ήταν ότι εκεί υπήρχαν δύο βελούδινες κουρτίνες, μία στην Ωραία Πύλη και μία στο δεύτερο κλίτος. Οι κουρτίνες αυτές είχαν επάνω τους χρυσοκεντημένη την «άμπελο» και πολύχρωμα λουλούδια, με πολύ μικρές, γυάλινες χαντρούλες σε χρώματα που σου έπαιρναν το μυαλό! Κάνοντας πως πάω να προσκυνήσω, ξήλωνα με το νύχι μου μερικές πολύχρωμες χαντρούλες, τις έβαζα σ’ ένα σιδερένιο κουτάκι που έμοιαζε με σπιρτόκουτο, και το έκρυβα στην τσέπη μου. Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε απόγευμα, μετά από κάθε εσπερινό!»

Η γοητεία με τις χαντρούλες συνεχίζεται ακόμα και σήμερα: «Δεν πάνε πέντε-έξη χρόνια που μαζευτήκαμε οι μητέρες των παιδιών του εργαστηρίου και είπαμε, το νοίκι ανέβηκε, ή θα το κλείσουμε ή θα το συνεχίσουμε, άρα να κάνει η κάθε μια κάτι για να κάνουμε ένα εσωτερικό παζάρ, να μπορέσουμε να δώσουμε τη διαφορά στο ενοίκιο. Άλλη έφτιαξε κομπολογάκια, άλλη έφτιαξε πραγματάκια, μικρά. Έπρεπε λοιπόν να συμβάλλω κι εγώ. Όταν ασχολείσαι με τη γαζομηχανή, πάντα φτάνουν στα χέρια σου κάτι κομμάτια ύφασμα που δεν τα πετάς, τα κρατάς εκεί. Έχω έναν φίλο που έχει το κεντρικότερο ραφείο πίσω από τη Μητρόπολη και κόβει ράσα και καμιά φορά πάω και πίνω καφέ εκεί γιατί με γοητεύει ό,τι έχει σχέση με εκκλησία. Όταν βλέπω τα κομμάτια από τα κοψίματα να πέφτουν κάτω, τα μαζεύω και τα παίρνω. Βρέθηκα λοιπόν με ένα σακούλι γεμάτο κομμάτια από καινούργια άμφια. Όχι παλιά, τα παλιά εμπνέουν τέτοιο σεβασμό που δεν τα αγγίζεις. Κάθισα λοιπόν κι έφτιαξα καρφίτσες πέτου, γυναικείες, με αυτά τα υπέροχα μπροκάρ. Και όπως ήτανε τα φύλλα, τα πλοκάμια ας πούμε της ύφανσης, αυτά τα χαντρογέμισα, ράβοντάς τα. Έχω ιώβεια υπομονή. Με βλέπεις έτσι αεικίνητη και δραστήρια, ακριβώς γιατί έχω υπομονή. Συναντήθηκαν αυτά τα δύο κι έτσι φορτώνω συνέχεια τον εαυτό μου πράγματα. Και για να τα βγάλω πέρα, χρειάζεται υπομονή. Έτσι λοιπόν με τα χαντράκια. Ακόμα και τώρα στην ντουλάπα του εργαστηρίου έχω χαντράκια.»

Οι ντοματοκεφτέδες και ο δυόσμος
Σχεδόν σε κάθε ιστορία του βιβλίου, υπάρχουν αναμνήσεις από γεύσεις και αρώματα. Όπως και η ιστορία για τη Ρηνιώ τη Φτεουριά, που κάνει τους καλύτερους ντοματοκεφτέδες του νησιού:
«Η Φτεουριά ζει ακόμα! Αυτή που κλέφτηκε και μετά έκανε το εστιατόριο για τους αρχαιολόγους, με τους καλύτερους ντοματοκεφτέδες. Και τώρα ακόμα τους κάνει στο μαγαζί της, κάτω στο Καμάρι. Άμα δεν φας από τα χέρια της ντοματοκεφτέδες, δεν ξέρεις τι χάνεις. Αλλά πώς προέκυψαν οι κεφτέδες αυτοί; Όχι μόνο γιατί υπήρχαν τα ντοματάκια. Θα σου πω και αλλοίμονό μου οι παπάδες τώρα τι θα μου σούρουν, οι καλόγεροι θα με βάλουν στο στόχαστρο. Τι γινόταν λοιπόν. Τα τότε κρασιά της Σαντορίνης ήταν 16άρια, δεν ήταν 12άρια, για να μη σου πω και παραπάνω. Ήταν σαν κονιάκ. Οι άνθρωποι λοιπόν, είχαν τα κρασιά τους στα μοναστήρια και μεθούσανε. Λίγο να πίνανε, τους έπιανε. Ε, βρήκαν τον τρόπο για να μην τους πιάνει το κρασί και να πίνουν όσο θέλουν. Είχανε σε όλα τους τα παρτέρια δυόσμο, πολύ δυόσμο. Κι έφτιαξαν λοιπόν αυτό το έδεσμα, αυτό το φαγητό που έπρεπε να υπάρχει πάντα για να μην τους πειράζει  το κρασί. Εγώ είμαι μεγάλη μαστόρισσα αυτού του φαγητού. Όλα είναι σε ίσα μέρη: ένα βαθύ πιάτο ψιλοκομμένο κρεμμύδι, ένα βαθύ πιάτο ντομάτα αντίστοιχα, και ένα βαθύ πιάτο δυόσμο ψιλοκομμένο. Τα ανακατεύανε όλα μαζί σε μία λεκάνη, ρίχνανε και ένα ή δύο αυγά και οπωσδήποτε δύο κουταλιές της σούπας κανέλλα. Χωρίς κανέλλα μην τους φας αυτούς τους κεφτέδες. Και όπως γινόταν το μείγμα, ρίχνανε μαύρο αλεύρι. Για να πιεί τα υγρά το πίτουρο. Κι αν δεν έχεις μαύρο αλεύρι, βάλε κουάκερ –λίγο, όχι πολύ– και μετά βάζεις το κανονικό αλεύρι. Αυτό το φαγητό λέγεται κουταλίδες. Γιατί με το κουτάλι παίρνεις την ποσότητα, όπως ο λουκουμάς, και τη ρίχνεις στο ζεστό λάδι. Μετά βάζεις το κουτάλι στο νερό, και πιάνεις την επόμενη κουταλίδα. Έτσι γίνεται. Αλλά το πόσο λάδι πίναμε και πόσο παχαίναμε δεν μας συμφέρει να το πούμε. Τώρα λοιπόν που έχει φτάσει ο τουρισμός στη Σαντορίνη στα άκρα και έχει γίνει δημοφιλές πιάτο, τα βάζουνε στις φριτέζες και βγαίνουν κάτι μικρά, σφιχτά, ανούσια. Και όλο αλεύρι… Τέλος πάντων. 

Ο δυόσμος λοιπόν, είναι το αντίδοτο του αλκοόλ. Να πούμε και μια πονηρία: άμα έχεις να οδηγήσεις κι έχεις πιεί κι ένα ουζάκι, βρες να μασήσεις δυό-τρία φυλλαράκια δυόσμο κι ο τροχονόμος δεν μπορεί να σε καταλάβει.»

Οι γυναίκες που θηλάζουνε στη Σαντορίνη δεν τρώνε κεφτέδες
«Αν με ρωτούσες ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα που έκανα στην τραγουδιστική μου ζωή, είναι τα Μουσικά Ερεθίσματα για Βρέφη. Δεν έχει εκδοθεί ακόμα. Γι’ αυτό και το βιβλίο που ακολουθεί δεν θα είναι το πώς μεγάλωσα εγώ τη Μαρίζα μετά τα δώδεκα, -δεν ξέρω πώς θα το ονομάσω- αλλά θα είναι «ο δρόμος της φύσης για το θηλασμό». Επάνω σε αυτό το θέμα έγραψα τα μουσικά ερεθίσματα για βρέφη. Αφορά τις μάνες που έχουν την καλή προαίρεση να μη στρέφουν πίσω το γάλα τους αλλά να το θηλάσουν. Και μεγάλη προσοχή, όσες προσεγγίσουν αυτό το σκεπτικό, οι μάνες να μην τρώνε δυόσμο. Ο δυόσμος στρέφει το γάλα. Οι γυναίκες που θηλάζουνε στη Σαντορίνη δεν τρώνε κεφτέδες.»

Η μικρή Μαρία και η Μαρίζα
«Η μάνα μας μου είπε πως όταν ήμουνα μόλις λίγων μηνών και ο πατέρας μου με κρατούσε στην αγκαλιά του, με έλεγε Μαρίζα. Από τότε που το έμαθα, άλλαξα το όνομά μου σε Μαρίζα». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ