Βιβλιο

Το δοξασμένο μπικίνι έγινε 72 ετών

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Ηλία Καφάογλου για το μικρό μαγιό

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
yoann-boyer-172859-unsplash.jpg

«Η δημοκρατία στην παραλία. Μικρό δοκίμιο για το μπικίνι» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία αυτό το μήνα, επίσημη αρχή του καλοκαιριού. Πρόκειται για ένα σημαντικό δοκίμιο που έγραψε ο Ηλίας Καφάογλου μετά από πολύχρονη έρευνα σε πολλά πεδία, σε πρώτο επίπεδο σχετικά με το μαγιό μπικίνι (λανσάρισμα: Γαλλία, 1946)και σε δεύτερο σχετικά με την έκρηξη της σεξουαλικότητας και τις νεανικές υποκουλτούρες τις δεκαετίες μετά το τέλος του Παγκόσμιου Πολέμου, τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα. Το βιβλίο, που  διαθέτει πλουσιότατη βιβλιογραφία και τεκμηρίωση και κλείνει με ένα αξιοσημείωτο Επίμετρο της Έφης Φαλίδα, βγαίνει από τον εκδοτικό οίκο «Πόρτες». 

Η AV προδημοσιεύει κατ΄ αποκλειστικότητα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:   

Το βλέμμα στην παραλία

Πριν από την εποχή του Διαφωτισμού, το σώμα δεν ήταν παρά ελάχιστα εκτεθειμένο και η όραση δεν προσλάμβανε πολύ περισσότερα πράγματα από τις άλλες αισθήσεις. Με τον μοντερνισμό, το βλέμμα κατέστη το κατεξοχήν όργανο που πιστοποιεί την ελευθερία του ατόμου στις ανταλλαγές με τους άλλους, στους δημόσιους χώρους όλοι ένιωσαν να αποτελούν στόχο και έτσι όλοι «κατασκόπευαν» ο ένας τον άλλον.

«Η παραλία αποτελεί ένα εξελιγμένο εργαστήριο για πειραματισμούς σχετικά με τη νεωτερικότητα του βλέμματος», παρατηρεί εύστοχα ο Κάουφμαν.

kafaoglou.jpg
Το στερεότυπο της παραλίας, η οποία αποτελεί από τον Μεσοπόλεμο ιδιαίτερα και μετά πόλο έλξης για τα πλήθη –ο Άγγλος δάσκαλος και καλλιτέχνης Όσμοντ Κέιν ζωγράφισε γυναίκες με μπικίνι στον πίνακά του με τίτλο Παραλία λουομένων το 1938-, είναι μια εικόνα κατεξοχήν οπτική, προσαρμοσμένη σε καρτ-ποστάλ, όπως ήδη ισχυριστήκαμε, μια εικόνα-χαρτί γερά δομημένη γύρω από το παιχνίδι του φαίνομαι.

Το βλέμμα στην παραλία είναι σαν να επιπλέει χωρίς σκοπό στο τοπίο, γλιστρά πάνω στις επιφάνειες, είναι υπερκινητικό, φευγαλέο, υπερκινητικό, τσιμπολογάει, δαγκώνει και εμμένει στη λεπτομέρεια, δαγκώνει τη λεπτομέρεια, τις λεπτομέρειες εκείνες που ενισχύουν τη γοητεία του τοπίου και της στιγμής.

Το μάτι στην παραλία αφήνεται στην ευχαρίστηση, είναι παθητικό όπως ο θεατής μιας θεατρικής παράστασης, αφήνεται να παρασυρθεί από τις κινήσεις στην παραλία. Καθυστερεί στα σημεία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον, σε ό,τι μαγεύει, εκπλήσσει, δίνει δικαίωμα στο όνειρο και στην ονειροπόληση, σε ένα κορμί, λόγου χάριν, που το φως ακούει, και έτσι ερωτικό, καλεί σε διείσδυση, σε πλήρωση, τρωτό και μαζί ενδοτικό. 

Ταξιδεύει από το ένα μικρογεγονός στο άλλο, αλλά εντυπωσιάζεται συχνά από ένα πρόσχημα. Παλινδρομεί το βλέμμα στην παραλία και μέσα από αυτή την παλινδρόμηση το άτομο καθίσταται λιγότερο παθητικό από όσο είναι το βλέμμα του, δεδομένου ότι προβάλλει σε ό,τι βλέπει αυτό που θα επιθυμούσε, η κοπέλα με το μπικίνι, λόγου χάριν, να γίνει δική του.

Έτσι το βλέμμα επιβάλλει ένα πλαίσιο αναφοράς. Το άτομο κατασκευάζει την πραγματικότητα με βάση αυτά που γύρω του βλέπει. Αλλά στην παραλία επικρατεί κανονικότητα, πολλά κορμιά, πολλά μπικίνι, το ημίγυμνο είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Όσο πιο δημόσια, μάλιστα, είναι η παραλία, όσο περισσότερο ξένη και ανώνυμη, τόσο λιγότερο ενοχλεί.

Το αντίθετο συμβαίνει όταν είναι οικεία. Και τότε κάποιες εικόνες, κάποια σώματα, ξαφνικά γνέφουν και η αδηφάγος διάθεση του παρατηρητή ξυπνά. Γιατί η κανονικότητα, το φυσιολογικό στην παραλία, δεν συνιστά ποτέ μια σταθερή πραγματικότητα, το μέλλον του είναι πάντοτε ανοιχτό.

Στο βλέμμα στην παραλία μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια περίπου ατελείωτη ποικιλία εκφράσεων. Βλέμμα φλογερό και ηδυπαθές, άγριο και κατακτητικό, προκλητικό και πεισματάρικο, λαίμαργο και αρπακτικό, ειλικρινές και φωτεινό, ψυχρό και σοφιστικέ, χαρούμενο και παιγνιώδες, θλιμμένο και παρακλητικό, θαμπό και θαμπωμένο, υποσχετικό και ερωτικό, βλέμμα ουδέτερο, χωρίς νόημα, χωρίς μήνυμα να μεταδώσει, βλέμμα για το βλέμμα, σαν κάποιος να κοιτά κοιτώντας κάτι άλλο, βλέμμα μοναχικού ονειροπόλου.

Αλλά αυτό που είναι το πλέον ουσιώδες στην παραλία είναι η εικόνα που έχει καθένας για τον εαυτό του. Μια γυναίκα που εκτιμά τον εαυτό της νομίζει πως προκαλεί με μέτρο τα βλέμματα, εκείνη όμως που πιστεύει ότι έχει κάποιο ελάττωμα νομίζει πως όλοι κοιτούν αποκλειστικά το ελάττωμά της, και αναζητεί τρόπους να ξεφύγει από την πίεση αυτή. Γιατί η παραλία νομίζει ότι είναι ελεύθερη, αλλά και η παραμικρή χειρονομία, το παραμικρό βλέμμα, είναι υπό έλεγχο.

Μια λέξη που ξεφεύγει, μια λάμψη στα μάτια, ένα στιγμιαίο κάρφωμα, μια αργή οιονεί πολλά υποσχόμενη κίνηση του χεριού, ένα λάγνο βλέμμα αναδεικνύεται η παρέκκλιση, μια διαφορετική κάθε φορά διαχείριση της παραλίας, μια διαφορετική οπτική για τα σώματα των γυναικών, σώματα κοινότυπα, ερωτικά , όμορφα. Αυτά που το ύφασμα καλύπτει, και, σε επαφή με το σώμα,  αποκαλύπτει πάντα μια  πλοκή, μια αφήγηση, για γραφή, ένα κείμενο.  

Η έκθεση του γυμνού και του ημίγυμνου το καθιστά λιγότερο εμφανές, η κοινοτοπία εγκαθίσταται, ένα άγγιγμα με το βλέμμα όπως σε μια χειραψία, όταν το χέρι γίνεται για τον άντρα και τη γυναίκα, που έχουν βγει έξω από τα σώματά τους και δεν αισθάνονται ο ένας το σώμα του άλλου, ένα αποτελεσματικό μέσο ανταλλαγής χωρίς υπονοούμενα. Παντού βλέπεις γυναίκες με μπικίνι στην παραλία, το κοινότυπο έχει εγκατασταθεί ως πλαίσιο αναφοράς και το σώμα της γυναίκας ως κοινότυπο είναι ένα «αόρατο» σώμα.

Αλλά το μπικίνι, και το τόπλες, το έχουμε ήδη δει, είναι μια κάποια εκδίκηση στη ρουτίνα και στη μονοτονία στην καθημερινότητα. Όταν προσλαμβάνεται από το βλέμμα ως τέτοιο , ο ερωτισμός εμφιλοχωρεί και το σώμα δεν είναι πια «ανώνυμο», μια γυναίκα που απλώνει αντηλιακό στο κορμί της, λόγου χάριν, τραβάει το βλέμμα, το πώς απλώνει το αντηλιακό, στο στέρνο, στα πόδια, στην πλάτη τραβάει το βλέμμα στο σώμα, στο δικό της κορμί. Αχ, να την αλείφαμε εμείς…

Ο προγραμματισμένος παραθεριστής

H απόλαυση είναι δεδομένη. Γι’ αυτήν πασχίζουν οι διαφημίσεις, τα σίριαλ, οι εκπομπές λάιφ στάιλ. Mόνον που δεν είναι συνδεδεμένη με τον αυθορμητισμό η απόλαυση αυτή, είναι το φρούτο που γεύεται ο προνοητικός και προγραμματισμένος παραθεριστής, αυτός που ψάχνει το «καλύτερο πακέτο» ή παίρνει τα μέτρα του. Έτσι, η πραγματικότητα του παραθερισμού δίπλα στη θάλασσα καθρεφτίζει την υπό προϋποθέσεις αναψυχή και ο παραθεριστής δεν είναι τουρίστας.

O παραθεριστής παραδίνεται σε στερεότυπα. Eίναι παραθεριστής στο πλαίσιο του ντεκόρ της παραλίας, ένα φόντο γεμάτο «γραφικότητες» και τοπία με κωδικοποιημένα χαρακτηριστικά. O παραθεριστής δεν θέλει να αγγίζει τα ίχνη των ανθρώπων και των τόπων, θέλει να τα δει. Γι’ αυτό και τραβάει πληθώρα φωτογραφιών με «ενσταντανέ», λεπτομέρειες που εύκολα απομονώνονται: η φωτογραφία, πάντοτε ένα ιδιότυπο  «πιστοποιητικό παρουσίας»,  υπενθύμιζε ο Ρολάν Μπαρτ. 

O χώρος, η παραλία, γίνεται χώρος ανταλλαγής, οπτικών εντυπώσεων, κατανάλωσης (γι’ αυτό και επιμένουμε στις «ευκολίες» κάθε παραλίας, στις παροχές), χώρος-αμμουδιά, χώρος άσκησης μιας συλλογικής μίμησης. Στην παραλία, στην άμμο, ασκούμαστε στο γήτεμα του κόσμου.

Στην παραλία ο παραθεριστής εκτίθεται και συγχρόνως κρύβεται από τους άλλους και τον εαυτό του. Kατακτά τα παράλια, πάντοτε ένα σύνορο του κόσμου – άλλη μια φαντασίωση αυτή –, αλλά δεν αφήνεται στην κατάκτηση. Θέλει να συγκεντρώνει τα βλέμματα – τα συγκεντρώνει σαν τρόπαια, ψιχία αναμνήσεων – αλλά επιζητά την ηρεμία του… παραθεριστή, σαν κλεισμένος σε μια φούσκα, που τον προστατεύει από τη ζωή. Γιατί η παραλία είναι μια χώρα του τίποτα, μια γη της λήθης, όπως ήδη έχουμε σημειώσει: υπάρχει μόνον αμμουδιά και απεραντοσύνη «να αφεθούμε».

H περιέργεια της ανακάλυψης απουσιάζει, η κινητικότητα του περιπατητή εξερευνητή επίσης – «αφεθείτε στα χάδια της αμμουδιάς, της παραλίας», λένε οι διαφημίσεις. H παραλία είναι, λοιπόν, ένας χώρος περίκλειστος, αποσπασμένος από τις ρίζες και το ιστορικό του πλαίσιο, όπως κιόλας έχουμε πει, ένας κόσμος που υπάρχει μόνο για τον εαυτό του. Ένας κόσμος απομόνωσης, ένας κόσμος λήθης: η αμμουδιά, ιδίως αυτή,  βιώνεται ως ένας τόπος απουσίας, ένας μη-τόπος. Γιατί η παραλία πρέπει, για να μας αρέσει, να προσφέρει ανέσεις, να είναι φιλική. H παραλία είναι φροντισμένη, ξεντυμένη από την αγριάδα της, όπως τα σώματα που την επισκέπτονται.

Mια άδεια σκηνή υποδέχεται τα ξεντυμένα σώματα. Ένας τόπος συμβολικών λειτουργιών – εξαγνισμός, αναγέννηση, ανανέωση, φρεσκάδα, νεότητα, σεξουαλικότητα, άνεση, αποκοπή από τον πολιτισμό – γίνεται πλαίσιο ανάδυσης ρόλων έν-φυλων. Oι ρόλοι γεμίζουν τη σκηνή, όπως οι ηθοποιοί σε μια παράσταση, σε μια τελετουργία εξόχως ηδονοβλεπτική – οι προτροπές για αέρινα, μπρούντζινα και λοιπά κορμιά είναι διαρκείς, πριν από το καλοκαίρι και στη διάρκειά του.

O παραθεριστής φαντασιώνεται τον εαυτό του ως μια νέα ύπαρξη – φαντασιώνεται ότι στην παραλία θα γίνει επιθυμητός, ερωτικός.

Η πλαζ, πώς να το αρνηθούμε; η ζέστη, τα γυμνά σώματα, η χαλαρότητα, ευνοούν το φούσκωμα του πόθου –τα σχετικά κλισέ αφθονούν. Από τον Άλντο Ματσιόνε, που σουλατσάρει κορδωμένος για να τουρλώσει καλύτερα τον πισινό του, και με αγκώνες κολλητούς στο σώμα για να λικνίζει τους ώμους (Η περιπέτεια είναι περιπέτεια, 1972) στον Ρολάν Ζιρό , που ρωτάει ωμά όλες τις κοπέλες αν θέλουν να πάνε μαζί του στο ξενοδοχείο (Ζήτω οι γυναίκες, 1984) και στα προκλητικά μαγιό του Φρανκ Ντιμπόσκ (Κάμπινγκ, 2006) ή του Κριστιάν Κλαβιέ (Οι μαυρισμένοι, 1978), η πλαζ είναι αδιαχώριστη από τη σύγχρονη ερωτική επίδειξη. Εκεί, το θέαμα  ατενίζει και ατενίζεται, ατενίζεται για να ατενίσει.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ