Βιβλιο

Προδημοσίευση: Έχω μεγάλη ανάγκη να πεθάνω

Η «Τυφλή γωνία» του Dean Koontz κυκλοφορεί στις 7/6 από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Πήραμε μια γεύση…

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 661
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Dean Koontz
Dean Koontz

Ένας άντρας είχε τα πάντα στη ζωή του αλλά επέλεξε να πεθάνει. Μια γυναίκα ερωτευμένη, η χήρα του, αποφασισμένη να ανακαλύψει την αλήθεια πάση θυσία. Οι πανίσχυροι εχθροί της προστατεύουν ένα μυστικό τόσο σημαντικό και τόσο τρομακτικό, ώστε δε διστάζουν να εξοντώσουν τους πάντες προκειμένου να το διατηρήσουν κρυφό. Αλλά η δύναμη και η πανουργία τους αρκούν για να σταματήσουν μια γυναίκα που οδηγείται από ένα μίσος γεννημένο από έρωτα; 
Είναι στο σπίτι εκείνη τη μέρα του Ιανουαρίου, καθισμένη στον υπολογιστή της, και συγκεντρώνει κι άλλες περιπτώσεις αλλόκοτων αυτοκτονιών από τοπικές εφημερίδες από τη μιαν άκρη της χώρας έως την άλλη, αφού οι εφημερίδες πανεθνικής κυκλοφορίας δεν είχαν γράψει για πολλές από τις πιο παράξενες περιπτώσεις.

«Τυφλή γωνία» του Dean Koontz, εκδόσεις Ψυχογιός
Ο Τράβις είναι στο δωμάτιό του, παίζει με Lego. Δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση για παιχνίδι μετά τον θάνατο του Νικ, και η πρόσφατη εμμονή του με την κατασκευή κάστρων από Lego είναι είτε ένα πρώτο βήμα επιστροφής σε μια φυσιολογική παιδική ηλικία είτε μια συγκαλυμμένη έκφραση του φόβου του και της αίσθησης ότι είναι ανυπεράσπιστος σ’ έναν κόσμο που του πήρε τον πατέρα του.
Εμφανίζεται στην πόρτα του γραφείου της σοβαρός, με λαμπερά μάτια. «Μαμά, τι σημαίνει;» ρωτάει

Η Τζέιν παίρνει το βλέμμα της από τον υπολογιστή. «Τι σημαίνει ποιο;»
«Νατ σατ.1 Τι σημαίνει;»
«Φαντάζομαι πως σημαίνει ότι κάποιος που τον λένε Νατ κάθισε πάνω σε κάτι».
Ο Τράβις βάζει τα γέλια και φεύγει τρέχοντας, με τα βήματά του να αντηχούν στον διάδρομο έως το δωμάτιό του.
Η Τζέιν απορεί, αλλά ταυτόχρονα έχει γοητευτεί από την αντίδρασή του και νιώθει μια νέα ελπίδα, μιας κι αυτή είναι η πρώτη φορά που τον ακούει να γελάει εδώ και εβδομάδες.

Έπειτα από ένα λεπτό εμφανίζεται πάλι. «Όχι, κάνεις λάθος. Το νάτσατ είναι μία λέξη, όχι δύο. Μπορώ να έχω ένα γάλα συν;»
«Γάλα συν τι, αγόρι μου;»
Ο Νατ κάθισε. (Σ.τ.Μ.)
«Δεν ξέρω. Περίμενε. Θα δω». Γελώντας όπως και πριν, τρέχει πάλι στο δωμάτιό του.
Νάτσατ, γάλα συν… Το μυαλό της Τζέιν είναι απασχολημένο με τις λεπτομέρειες παράξενων αυτοκτονιών, απορημένο από τα τρομακτικά και αινιγματικά μηνύματα που άφησαν μερικοί από τους αυτόχειρες, αλλά σιγά σιγά αναδύεται στη μνήμη της μια ανάμνηση από μια εποχή που τώρα της φαίνεται μακρινή όσο και η Ρώμη του Καίσαρα: τα χρόνια της στο κολέγιο.
Έχει αρχίσει και σηκώνεται από το κάθισμα του γραφείου της, όταν εμφανίζεται πάλι ο Τράβις, με μια ενθουσιώδη έκφραση. «Ο κύριος Ντρουγκ λέει ότι ξέρεις τι είναι γάλα συν».
Ναι, το θυμάται τώρα. Δεκαεννιά χρονών, στην τελευταία χρονιά ενός εντατικού κολεγιακού προγράμματος, εντυπωσιάζεται από το μυθιστόρημα του Άντονι Μπέρτζες «Το κουρδιστό πορτοκάλι». Μιλάει για μια μελλοντική κοινωνία που ολισθαίνει γοργά προς την αταξία και την κτηνώδη βία και επηρεάζει την απόφασή της να στραφεί προς μια καριέρα στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου.
Στο βιβλίο, νάτσατ είναι μια διάλεκτος που μιλούν οι νεαροί Βρετανοί κακοποιοί, ένα συνονθύλευμα από ρουμανικά, ρωσικά και μωρουδίστικες εκφράσεις, που τις χρησιμοποιούν ακολουθώντας τσιγγάνικους ρυθμούς στην ομιλία τους. Τα μπαρ γάλακτος σερβίρουν γάλα με διάφορα ναρκωτικά. Οι βίαιοι μαστουρωμένοι κακοποιοί αυτοαποκαλούνται ντρουγκ.

Η Τζέιν τινάζεται από το κάθισμα φοβισμένη.
Στην πόρτα, ο Τράβις την κοιτάζει με μια έκφραση αθώας χαράς, μην ξέροντας ότι τα επόμενα λόγια του προκαλούν μέσα της έναν ανεξέλεγκτο τρόμο.
«Ο κύριος Ντρουγκ λέει πως εγώ κι αυτός θα πιούμε ένα γάλα συν και μετά θα παίξουμε ένα πολύ ωραίο παιχνίδι που λέγεται βιασμός».
«Αγάπη μου, πότε μίλησες με αυτό τον κύριο Ντρουγκ;»
«Είναι στο δωμάτιό μου, είναι πολύ αστείος». Καθώς μιλάει, ο Τράβις κάνει μεταβολή.
«Τράβις, όχι. Έλα εδώ!»
Δεν την ακούει, χάνεται τρέχοντας στον διάδρομο, τα βήματά του βροντούν στο πάτωμα.
Ο μέσος χρόνος ανταπόκρισης της Άμεσης Δράσης στην περιοχή της είναι τρία λεπτά. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα τρία λεπτά και στην αιωνιότητα.
Ανοίγει ένα συρτάρι του γραφείου και παίρνει το όπλο που είχε βάλει εκεί όταν κάθισε να δουλέψει.
Νάτσατ, γάλα συν, ντρουγκ…
Αυτή δεν είναι συνηθισμένη εισβολή διαρρήκτη. Κάποιος έχει ερευνήσει το ιστορικό της. Σε βάθος. Φτάνοντας έως το κολέγιο.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιεί πως ανέμενε να υπάρξει κάποια αντίδραση στην επίμονη έρευνά της γύρω από την επιδημία αυτοκτονιών στη χώρα, αλλά δεν περίμενε τέτοια θρασύτητα και αγριότητα.
Έχει ξεχάσει όλους τους κανόνες έρευνας και ασφάλειας χώρων από υπόπτους, είναι εξίσου πανικόβλητη με κάποιον που δεν αποφοίτησε ποτέ από την ακαδημία στο Κουάντικο. Αργότερα δε θυμάται πώς έφτασε από το γραφείο της στην κρεβατοκάμαρα του γιου της. Θυμάται μόνο να φτάνει εκεί και να τον βρίσκει να στέκεται μέσα στο δωμάτιο με μιαν απορημένη έκφραση, λέγοντας: «Πού πήγε;»
Η πόρτα της ντουλάπας είναι κλειστή. Πηγαίνει και στέκεται δίπλα της, την ανοίγει με το αριστερό χέρι κρατώντας το περίστροφο στο δεξί, που το έχει περάσει σταυρωτά πάνω από το αριστερό της μπράτσο, έτοιμη να σκοτώσει όποιον πάει να της επιτεθεί. Αλλά δεν υπάρχει κανένας στην ντουλάπα.

«Μείνε πίσω μου, κοντά μου. Ήσυχα και κοντά μου…» ψιθυρίζει στον Τράβις.
«Δε θα του ρίξεις… Έτσι δεν είναι;»
«Ήσυχα και κοντά!» επαναλαμβάνει η Τζέιν, και η φωνή της έχει μιαν ατσάλινη χροιά, με την οποία ο Τράβις δεν είχε ακούσει ποτέ να του απευθύνεται.

Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε είναι να ψάξει το σπίτι με ένα παιδί πίσω της. Υπάρχουν χίλια ενδεχόμενα να πάει κάτι στραβά. Αλλά δεν μπορεί να τον αφήσει εδώ, δεν τολμάει, επειδή ενδεχομένως να μην τον βρει όταν γυρίσει. Μπορεί να μην τον βρει ποτέ ξανά.
Ο Τράβις μένει κοντά της δίχως να μιλάει, σαν καλό παιδί που είναι. Είναι φοβισμένος, η Τζέιν τον έχει τρομάξει, αλλά αυτό είναι καλό, σημαίνει ότι τουλάχιστον έχει πάρει μια μικρή ιδέα για το τι διακυβεύεται.
Ο δικός της φόβος είναι τόσο μεγάλος, που της προκαλεί τάση εμετού, αλλά τον πνίγει.
Στην κουζίνα, επάνω στο τραπέζι, υπάρχει ένα αντίτυπο του βιβλίου του Μπέρτζες. «Το κουρδιστό πορτοκάλι». Δώρο και προειδοποίηση.
Η πίσω πόρτα είναι ανοιχτή. Ήταν κλειδωμένη. Πολλοί φέρονται ανόητα με τις κλειδαριές. Η Τζέιν ξέρει την αξία τους, κρατάει συνέχεια κλειδωμένα όλα τα παράθυρα και τις πόρτες, μέρα και νύχτα.

«Εσύ του άνοιξες;» ψιθυρίζει.
«Όχι, ποτέ, όχι», τη διαβεβαιώνει ο Τράβις – και τον πιστεύει.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Η συσκευή είναι στον τοίχο κοντά στον νεροχύτη. Η Τζέιν το κοιτάζει, δε θέλει να της αποσπάσει την προσοχή. Περίμενε, όμως, τηλεφωνήματα, και ο τηλεφωνητής δεν είναι ενεργοποιημένος. Το τηλέφωνο χτυπάει ξανά και ξανά και ξανά. Κανένας δε θα το άφηνε να χτυπήσει τόσες φορές αν δεν ήξερε πως η Τζέιν είναι στο σπίτι.
Τελικά το σηκώνει, αλλά δε μιλάει.
«Είναι υπέροχο παιδί, γεμάτο εμπιστοσύνη», λέει ο άγνωστος. «Και τόσο τρυφερό».
Δεν έχει σημασία ό,τι και να του απαντήσει. Αλλά οτιδήποτε πει αυτός υπάρχει πιθανότητα να της προσφέρει κάποιο στοιχείο.
«Για την πλάκα μας και μόνο, θα μπορούσαμε να το κάνουμε πακέτο το κωλόπαιδο και να το στείλουμε σε καμιά κόλαση του Τρίτου Κόσμου, να το παραδώσουμε σε καμιά ομάδα όπως το ISIS ή η Μπόκο Χαράμ, που τους αρέσουν οι σεξουαλικοί σκλάβοι».

Η φωνή του έχει δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρώτον, μια πολύ αμυδρή προσποίηση βρετανικής προφοράς, κάτι που ο ομιλητής κάνει τόσο πολύ καιρό, ώστε του έχει γίνει δεύτερη φύση. Η Τζέιν έχει ακούσει κι άλλους να το κάνουν, συχνά απόφοιτους αριστοκρατικών πανεπιστημίων, που, χωρίς να τους ρωτήσεις, θέλουν να σε πληροφορήσουν έμμεσα πως έχουν τελειώσει ακριβό πανεπιστήμιο, τόσο οι ίδιοι όσο και οι προηγούμενες γενιές της οικογένειάς τους, ότι είναι σούπερ μορφωμένοι και ανήκουν στην πνευματική ελίτ. Δεύτερον, έχει φωνή τενόρου, που, όταν δίνει μεγάλη έμφαση σε μια λέξη, μετατρέπεται πότε πότε σε άλτο, όπως με τις λέξεις «εμπιστοσύνη» και «πλάκα».

Όταν η Τζέιν δε μιλάει, ο άγνωστος την πιέζει. «Μ’ ακούς; Θέλω να ξέρω ότι μ’ ακούς, Τζέιν».
«Ναι. Σ’ ακούω».
«Μερικά από κείνα τα αποβράσματα εκεί κάτω γουστάρουν και αγοράκια και κοριτσάκια. Μπορεί να τον δίνουν ο ένας στον άλλο μέχρι τα δέκα ή τα έντεκα, μέχρι να τον βαρεθεί κάποιος βάρβαρος και να του κόψει το ωραίο κεφαλάκι του».
Οι λέξεις «γουστάρουν» και «βάρβαρος» είναι προς το άλτο.
Η Τζέιν σφίγγει το ακουστικό τόσο δυνατά, που την πονάει το χέρι της και νιώθει το πλαστικό να γλιστράει από τον ιδρώτα της.
«Καταλαβαίνεις γιατί είναι απαραίτητο αυτό, Τζέιν;»
«Ναι».
«Ωραία. Το ξέραμε ότι θα καταλάβαινες. Είσαι έξυπνο κορίτσι. Εσύ είσαι πιο πολύ του γούστου μου από τον γιο σου, αλλά δε θα δίσταζα να σε στείλω και σένα πακέτο μαζί του και ν’ αφήσω τα παιδιά της Μπόκο, που δεν τα απασχολούν λεπτομέρειες όπως το φύλο, να κάνουν ένα τρίο. Ασχολήσου με τις δικές σου δουλειές αντί για τις δικές μας, κι όλα θα πάνε καλά».
Και της το έκλεισε.

Καθώς έβαζε στη θέση του το ακουστικό, ο Τράβις κόλλησε πάνω της. «Με συγχωρείς, μαμά. Αλλά ήταν καλός».
Η Τζέιν γονάτισε στο ένα πόδι και τον έσφιξε στην αγκαλιά της, αλλά δεν άφησε το όπλο. «Όχι, αγάπη μου, δεν ήταν καλός».
«Φαινόταν καλός και ήταν αστείος».
«Οι κακοί μπορούν να προσποιηθούν ότι είναι καλοί, και είναι δύσκολο να καταλάβεις πότε προσποιούνται».
Τον κρατάει μαζί της καθώς πηγαίνει στην πίσω πόρτα, την κλείνει, την κλειδώνει.
Εκείνη τη μέρα αγοράζει την παλιά Chevy από τη μάντρα μεταχειρισμένων.
Εκείνη τη νύχτα ξεκινάει με τον Τράβις για το σπίτι του Γκάβιν και της Τζες Ουάσινγκτον στην Καλιφόρνια.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ