Βιβλιο

Τι περιμένουμε από τη 15η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης;

Ο διευθυντής της Μανώλης Πιμπλής μιλά για το ελληνικό βιβλίο, την προσπάθεια «εξαγωγής» και διάδοσής του ανά την υφήλιο, αλλά και τη σημασία του θεσμού

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 657
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μανώλης Πιμπλής
©Φανή Τρυψάνη

Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτόν τον καιρό, αν φυσικά αυτές τις μέρες σας μένει χρόνος; 
Διαβάζω αυτή τη στιγμή ταυτόχρονα, αλλά όχι ολόκληρα, βιβλία συγγραφέων που θα έρθουν για την έκθεση. Τη νεαρή Αλγερινή Καουτέρ Αντιμί («Τα πλούτη μας») που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, τον Γερμανό δημοσιογράφο Γιόακιμ Κέπνερ («1941. Όταν ο πόλεμος εξαπλώθηκε στον κόσμο», εκδόσεις Μεταίχμιο), επίσης ξανακοιτάζω (αν και το έχω μάθει απέξω) το βιβλίο της Λορ Μαρσάν «Τριπλή δολοφονία στην οδό Λαφαγιέτ 147» (εκδόσεις Στερέωμα), γιατί την έχω ο ίδιος μεταφράσει και θα την παρουσιάσω. Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα βιβλία για διαφορετικούς λόγους. Τελευταία διάβασα ολόκληρο και κάποιον που δεν θα μπορούσε να έρθει στην έκθεση, τον περιηγητή του 19ου αιώνα Εντμόν Αμπού («Η Αθήνα του Όθωνα», εκδόσεις Μεταίχμιο), που έχει μια μεγάλη αρετή: το βλέμμα ενός αστού Γάλλου της εποχής είναι σαν σημερινό. Άρα περιγράφει την Αθήνα της εποχής σαν να τη βλέπαμε εμείς σήμερα και όχι σαν να την έβλεπε ο προπάππος μας.

Στον τουρισμό είναι πιο εύκολα: χρόνια τώρα πουλάμε ήλιο, θάλασσα, πολιτισμό και αξεπέραστα πακέτα υπηρεσιών ελληνικού καλοκαιριού! Μήπως όμως το να μιλάμε για «διάδοση του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό», στον παρατεταμένο καιρό της κρίσης, δεν είναι πέρα από wishful thinking, και κατά τι άτοπο, λόγω χρηματικής ένδειας; Μιλάμε στην ουσία, με τεχνοοικονομικούς όρους, για κονδύλια μάρκετινγκ και λόμπινγκ, που πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμα, ώστε να «ανοίξει» η διεθνής αγορά. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω και τις προθέσεις σας, μα και την αξία και τον κόπο σας, εκεί στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν ξαφνικά οι Έλληνες συγγραφείς να «κάνουν καριέρα» στο εξωτερικό, χωρίς ξόδεμα χρημάτων-διαφήμισης, που... δεν υπάρχουν!
Δεν χρειάζονται πολλά χρήματα για να ασκηθεί πολιτική βιβλίου. Πολλά μάλιστα πράγματα μπορούν να γίνουν χωρίς καθόλου χρήματα. Το καλό βιβλίο δεν είναι κάτι στο οποίο μετράς τα υπέρ και τα κατά. Είναι κάτι που ή σε αφήνει αδιάφορο ή το ερωτεύεσαι. Και αυτό δεν αλλάζει, όσες μεθόδους μάρκετινγκ και αν επινοήσει κάποιος. Από την άλλη, ο ήλιος και η θάλασσα πρέπει να πάψουν να είναι εχθρός της ελληνικής λογοτεχνίας. Να πάψουν δηλαδή να είναι το μοναδικό σήμα κατατεθέν της Ελλάδας. Πρέπει δηλαδή να κάνεις έναν ξένο να πει «α, αυτοί δεν έχουν μόνο ήλιο, θάλασσα, σουβλάκι και αρχαία μνημεία, έχουν και σύγχρονο πολιτισμό». Για να ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις, δεν χρειάζεται να σπαταλάς χρήματα ασκόπως. Πρέπει να παράγεις πολιτισμό και να τον δείχνεις συστηματικά. Αν η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης είναι καλή, κάθε ξένος συγγραφέας, εκδότης, μεταφραστής που την επισκέπτεται θα γκρεμίζει, μέσα του, ένα τουβλάκι προκατάληψης. Και θα διαδίδει το νέο. Και λάβετε υπόψη σας ότι σήμερα η ΔΕΒΘ γίνεται με λιγότερα από τα μισά χρήματα που γινόταν πριν δέκα χρόνια. Πολλές φορές όμως οι καλές ιδέες είναι τζάμπα. Δεν κοστίζουν, ούτε κοστίζει πολύ η υλοποίησή τους. Όσο για τους Έλληνες συγγραφείς, ούτε αυτοί πρέπει να περιμένουν τα πάντα στο πιάτο. Ο Μάρκαρης δεν περίμενε από το Υπουργείο Πολιτισμού, ούτε παλιότερα ο Καζαντζάκης ή ο Βασιλικός. Αν όμως ο καθένας από τη μεριά του -φυσικά και το Υπουργείο Πολιτισμού, το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού κ.λπ.- κάνει τη δουλειά του όπως πρέπει, ανάλογα με το ταλέντο και τις δυνατότητές του, το καλό αποτέλεσμα θα έρθει αναπόφευκτα. Και δεν θα αργήσει τόσο.

Ας είμαστε, παρ' όλα αυτά, αισιόδοξοι και ας επικεντρώσουμε σε μια λέξη-πρακτική, που κόντρα στα δεινά που έφερε η κρίση στον πολιτισμό, εντούτοις κατάφερε να γίνει «κλειδί». Και ως μέσο, και ως μήνυμα. Η λέξη «συνέργεια». Εσείς του Ιδρύματος, η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, ο Δήμος Θεσσαλονίκης, «σύμπραξη» δηλαδή. Πόσο μακριά «καλλιτεχνικά» αλλά και πρακτικά βλέπετε να σας βγάζει αυτή η συνεργασία;
Οι συνέργειες και συμπράξεις, όπως λέτε, είναι αυτονόητα απαραίτητες. Όποιος ισχυρίζεται ότι μόνος του μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω, είναι απλώς ή ανόητος ή εκτός πραγματικότητας. Τα αποτελέσματα θέλουν συνένωση δυνάμεων. Αυτή τη στιγμή διακρίνω ότι υπάρχουν δυνάμεις -στο κράτος, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση- που, παρά τις χρόνιες ενδογενείς αγκυλώσεις των διαφόρων συστημάτων, μπορούν όχι μόνο να μη σταθούν εμπόδιο -που ούτε αυτό είναι πάντα προφανές- αλλά και να συμπράξουν σε ένα κοινό στόχο. Οπότε αντιλαμβάνομαι τον ρόλο της ομάδας που δουλεύει για την Έκθεση ως έναν προωθητικό μοχλό δυνάμεων που δεν μπορούν να ξεκινήσουν από μόνες τους η κάθε μία μια δυναμική προωθητική πολιτική βιβλίου, μπορούν όμως, αν δουν κάποιους να βάζουν μπροστά τη μηχανή, να δράσουν από κοινού με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, που μόνο του ένα Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού δεν θα μπορούσε ποτέ να κατακτήσει. Και αυτό είναι ελπιδοφόρο.

Μανώλης Πιμπλής
©Φανή Τρυψάνη

Επιστρέφω από περιέργεια στα βιβλία, με τίτλο, όνομα συγγραφέα και «σχολή», για να μάθω, όπως ρωτώ και τους σκηνοθέτες ή τους μουσικούς, για τον αγαπημένο τους δίσκο-είδος, ή ταινία Χόλιγουντ. ή καλλιτεχνικό σινεμά. Εσείς; Καλό βιβλίο από οπουδήποτε ή έχετε προτίμηση ως προς την απόλαυση την αναγνωστική για αμερικάνικη, λατινοαμερικάνικη, ευρωπαϊκή ή λογοτεχνία Ανατολής;
Το βιβλίο, για να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον όταν θέλω να ψυχαγωγηθώ και όχι να μελετήσω κάτι από ανάγκη, πρέπει να έχει ψυχή. Ψυχή έχουν μερικά απίστευτα λατινοαμερικάνικα μυθιστορήματα, πολλά καλογραμμένα αγγλοσαξονικής σχολής δοκίμια, διάφοροι ανατολίτικοι μύθοι. Ψυχή και συγκίνηση είχε όμως και ένα βιβλίο που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στα νεανικά μου χρόνια, «Τα παιδιά της ζωής» του Πιερ Πάολο Παζολίνι (εκδόσεις Οδυσσέας), που είναι γνωστότερος ως σκηνοθέτης παρά ως πεζογράφος. Ευτυχώς συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα -και από Έλληνες συγγραφείς- βιβλία με ψυχή.

Συνδέσατε τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου με τις αντίστοιχες της Φρανκφούρτης και της Μπολόνια. Κι «απέναντι» από τη Θεσσαλονίκη βρίσκονται οι της Κωνσταντινούπολης και Βελιγραδίου, επίσης κομβικής σημασίας. Είναι σκοπός σας αυτό το δίκτυο «σύνδεσης»; Και για ποιον ακριβώς λόγο, επί του σκοπού σας;
Δεν υπάρχει σκοπός ανταγωνισμού με κανέναν. Θέλουμε εμείς να γινόμαστε καλύτεροι. Και ένας τρόπος να γίνει αυτό είναι να καταφέρουμε να φέρνουμε στη Θεσσαλονίκη, τις μέρες της έκθεσης, συγγραφείς και εκδότες της Δυτικής Ευρώπης, των Βαλκανίων αλλά και άλλους της ευρύτερης περιφέρειάς μας, Ρώσους, μαγκρεμπίνους, Τούρκους και, όλοι αυτοί, να έχουν μια αναμονή για την έκθεση, να την περιμένουν σαν ραντεβού. Αν το καταφέρουμε αυτό, η έκθεση θα έχει επιτελέσει τον ρόλο της: να φέρει σε επαφή το ελληνικό βιβλίο με τον έξω κόσμο και να κάνει τον επισκέπτη της να αισθάνεται καλά ως κάτοικος αυτής της πόλης, αυτής της χώρας, να αισθάνεται δηλαδή ότι θέλει να είναι και ο ίδιος κομμάτι ενός ελκυστικού περιβάλλοντος πολιτισμού, ανάγνωσης, ψυχαγωγίας και γνώσης.

Αλήθεια, όμως: δεν νοσταλγείτε εκείνες τις μέρες που ως δημοσιογράφος-κριτικός διαβάζατε περισσότερο, χωρίς όλο αυτό το τωρινό γραφειοκρατικό που καλείστε να συντονίσετε, αλλά και τη διαχείριση τέτοιου όγκου ανθρώπων, οργανισμών, πρεσβειών και εκδοτών; Μετανιώσατε, έστω και μία φορά, για την επιλογή σας να περάσετε από τη δημοσιογραφία στα «παρασκήνια» και τα «κατασκευαστικά» της έκθεσης;
Δεν το μετάνιωσα ποτέ, παρόλο που αυτό προέκυψε, ας πούμε, τυχαία και που είχα άγνοια κινδύνου. Ήταν μια στιγμή που ο ΔΟΛ κατέρρεε, στα τέλη του 2016, και έπρεπε να σκεφτώ άλλες επαγγελματικές πιθανότητες και λύσεις, σε ένα περιβάλλον τεράστιας κρίσης του γραπτού Τύπου. Κατά μία ευτυχή συγκυρία, το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού αναζητούσε κάποιον στο τιμόνι της Έκθεσης. Μου άρεσε πολύ η ιδέα να δοκιμάσω την άλλη όχθη των πραγμάτων και, επαναλαμβάνω, είχα άγνοια κινδύνου. Πρόκειται για ένα απίθανο σε όγκο και εύρος έργο, στο οποίο σε κάθε γωνία σε περιμένουν παγίδες και αντιξοότητες. Απαιτεί δε ενημέρωση και γνώσεις σε πολλούς και πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους τομείς. Και παρόλο που ποτέ, ως δημοσιογράφος, δεν άσκησα εύκολη κριτική σε κανέναν, η ανάληψη αυτού του έργου με έκανε σοφότερο. Συμβιβάστηκα με την ιδέα ότι θα γίνονται πάντα και λάθη, ενίοτε και σοβαρά, πίστεψα όμως ότι σημασία έχει τα πράγματα να προχωρούν και να γίνονται καλύτερα χρόνο με τον χρόνο.

Τοποθετηθείτε ελεύθερα! Μιας και έρχεται και Μουντιάλ ποδοσφαίρου, αναπόφευκτα πιο «ενδιαφέρον» και πολυάριθμο από πλευράς φίλων από το βιβλίο και τον πολιτισμό, θα χρησιμοποιήσω μια ατάκα του Γκάρι -μέγα παίκτη- Λίνεκερ: «Ποδόσφαιρο είναι αυτό που για 90 λεπτά 22 άνθρωποι τρέχουν πάνω κάτω και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί»! Παραφράζοντας: διεθνής αγορά βιβλίου είναι αυτή που γλώσσες και λέξεις μεταφρασμένες από όλον τον κόσμο, διεκδικούν τη «νίκη», μα στο τέλος κερδίζουν λόγω αριθμητικής «οπαδών» οι Αγγλοσάξονες, οι Λατίνοι, οι Κινέζοι και όχι οι μικρές εθνικές λογοτεχνίες που αναπόφευκτα δεν ενδιαφέρουν και τόσο τη μεγάλη μάζα των βιβλιόφιλων του κόσμου. Άρα πώς διαχειριζόμαστε ως χώρα αυτήν την «αριθμητική» πραγματικότητα;
Πράγματι, ευτυχώς ή δυστυχώς, το βιβλίο είναι ένας τομέας στον οποίο δεν θα κερδίσουν οι Γερμανοί όσο κι αν τρέξουν και αυτοί. Η τράπουλα είναι σημαδεμένη, το αγγλόφωνο βιβλίο έχει κερδίσει πριν ακόμα το σφύριγμα της έναρξης, γιατί η αγγλική γλώσσα σήμερα είναι η linguafranca. Η Ελλάδα είναι θεωρητικά στη Β’ Κατηγορία του πρωταθλήματος, σε δυσμενέστερη θέση ακόμα φερ’ ειπείν και από την Πορτογαλία, γιατί η πορτογαλική μιλιέται και από εκατοντάδες εκατομμύρια Βραζιλιάνους. Ωστόσο: όπως τα χρόνια του Αποστόλου Παύλου τα ελληνικά μιλιόντουσαν στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, έτσι και σήμερα, για πολύ διαφορετικούς λόγους, κυρίως μετανάστευσης, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός Βαλκάνιων, Ανατολικοευρωπαίων, Σύρων, ακόμη και μαύρων Αφρικανών, που μιλούν τη γλώσσα. Αυτό είναι πρωτοφανές για τα νεότερα χρόνια, πρέπει να το δούμε θετικά, ως πλούτο. Και να μην το θεωρούμε αμελητέα υπόθεση. Επιπλέον, για να χρησιμοποιήσω μια άλλη ρήση, όχι του Λίνεκερ αυτή τη φορά: όπως για έναν άνεργο, σε μία χώρα με μηδενική ανεργία, η ανεργία όπως την αισθάνεται εκείνος είναι σαν να υπήρχε σε ποσοστό 100% του πληθυσμού, έτσι και για έναν ξένο αναγνώστη βιβλίου συμβαίνει κάτι ψυχολογικά αντίστοιχο. Αν αγαπήσει, για παράδειγμα, τον Χρήστο Οικονόμου ή τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη ή τη Μάρω Δούκα, η ελληνική λογοτεχνία θα είναι γι’ αυτόν πρώτης γραμμής. Ούτε θα χρειάζονται συγκρίσεις ή η γνώμη των άλλων. Άρα αυτό που θέλουμε είναι καλά βιβλία και τρόποι να έρχονται σε επαφή μαζί τους άνθρωποι από το εξωτερικό. Τα υπόλοιπα είναι φληναφήματα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ