Βιβλιο

«Πυροβολούσε και έλεγε Allah akbar! Μετά πυροβολούσε ξανά και ξανά Allah akbar!»

Ένας από τους επιζώντες της επίθεσης στο Charlie Hebdo περιγράφει την ιστορία του σε ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε

112491-222742.jpg
Μυρσίνη Λιοναράκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
2.jpg

Είναι ένας από τους επιζώντες της επίθεσης στην εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα Charlie Hebdo στις 7 Ιανουαρίου 2015. Τρία χρόνια αργότερα, ο Philippe Lançon κυκλοφορεί το βιβλίο του «Le Lambeau» για να διηγηθεί τι του συνέβη. Ο συγγραφέας περιγράφει τις τελευταίες στιγμές με τους φίλους και συναδέλφους του, τις τελευταίες τους πλάκες, τα τελευταία τους λόγια και μετά… την φρίκη.

3.jpg

Ήδη στις λίγες εβδομάδες που κυκλοφορεί το βιβλίο βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων. Πρωτοβρέθηκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων στις 12 Απριλίου και έκτοτε έχουν πουληθεί σχεδόν 100.000 αντίτυπα και έχει προχωρήσει στην τέταρτη έκδοση και πάει για την πέμπτη.

Στις 7 Ιανουαρίου 2015, στις 11.25’ ή ίσως 11.28’ δεν θυμάται καλά, η ζωή του Philippe Lançon άλλαξε για πάντα. Εκείνο το πρωινό ο χρονικογράφος βρισκόταν στα γραφεία του Charlie Hebdo την ώρα που τα αδέρφια Kouachi έμπαιναν ζωσμένα με καλάσνικοφ στον χώρο. Τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο και ακολούθησαν 17 εγχειρήσεις. Σήμερα είναι πλέον καλύτερα αλλά μεταμορφωμένος. Ένας από τους όρους που έβαλε σε όλους είναι καμία φωτογραφία του να μην κυκλοφορήσει στα μέσα. Και πράγματι έτσι έχει γίνει μέχρι τώρα. Ούτε μιλάει σε δημοσιογράφους. Μιλάνε εκ μέρους του οι γιατροί του, οι φίλοι ή οι συνάδελφοί του.

4.jpg

Στις 510 σελίδες του «Le Lambeau», η ιστορία δεν ξεκινάει με την επίθεση που άφησε πίσω της 12 νεκρούς όπως θα περίμενε κανείς αλλά από την προηγούμενη μέρα. Τότε που ο συγγραφέας συνόδευσε μία φίλη του στο θέατρο. Ήταν το τελευταίο ξέγνοιαστο βράδυ του, οι τελευταίες ώρες της ζωής του που έκρινε ότι ήταν απαραίτητο να συμπεριληφθούν στο βιβλίο αφού ήταν γεμάτες σημάδια. Ξεκινώντας από το έργο που είδε, τη Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ, «ένα έργο για δύο άτομα που αποφάσισαν να τιμωρήσουν τους ανθρώπους για τις απολαύσεις τους στο όνομα ενός θεού, αποφάσισαν να προκαλέσουν όσο κακό μπορούσαν για να επιβιώσουν οι ίδιοι».

Εκείνο το πρωινό του Ιανουαρίου ο Philippe Lançon έχει δίλημμα. Να περάσει πρώτα από το Charlie που είναι συνεργάτης ή από την Libération όπου επίσης εργάζεται ως μισθωτός; Άντε ας ξεκινήσει από το πρώτο και πάει μετά στην δουλειά του. Η σύσκεψη της συντακτικής ομάδας έχει μόλις ξεκινήσει. «Υπάρχει θέμα. Από την εποχή που δημοσιεύθηκαν τα σκίτσα του Μωάμεθ, η εφημερίδα έχει απομονωθεί. Αλλά η ομάδα δεν δείχνει πρόθυμη να θυσιάσει την ελευθερία της για τίποτα».

Μετά την επίθεση η ζωή δεν είναι πια όπως την ήξερε. Όλα έχουν αλλάξει. Ο Lançon θα δώσει μάχη για να συνέλθει και να γίνει κάτι που να μοιάζει έστω και κάπως στον παλιό του εαυτό. Προσπαθεί να γράψει με ένα μολύβι σφηνωμένο ανάμεσα στα δεμένα του δάχτυλα. Προσπαθεί να μάθει να βλέπει το σπασμένο του στόμα στον καθρέπτη. Αλλά βασικά θέλει να γράφει. «Το γράψιμο ήταν η θεραπεία του», θα πει ο γιατρός του μετά σε μία συνέντευξη.

1.jpg

Η επίθεση:

Πολλές σελίδες του βιβλίου, όπως είναι φυσικό, περιγράφουν τη στιγμή της επίθεσης και τις στιγμές που την ακολούθησαν. Απορεί ακόμα πως έτυχε να βρεθεί εκεί, εκείνη τη στιγμή. «Γιατί ήμουν στην σύσκεψη, εγώ που δεν πήγαινα σχεδόν ποτέ;». «Άκουγα όλο και πιο καθαρά τον στεγνό ήχο από τις σφαίρες να πέφτουν μία μία. Αρχικά κουλουριασμένος σε μία γωνία, μετά γονατισμένος και στο τέλος ξάπλωσα σχεδόν προσεκτικά ενώ σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να χτυπήσω πέφτοντας», θυμάται.

Ο συγγραφέας έχει τραυματιστεί σοβαρά, αιμορραγεί, αλλά δεν καταλαβαίνει τι του έχει συμβεί. «Δεν ένιωσα τίποτα ούτε συνειδητοποίησα τίποτα. Πίστευα ότι δεν είχα πάθει τίποτα. Όχι, όχι τίποτα. Μάλλον η ιδέα των τραυμάτων δεν είχε ακόμα ολοκληρώσει την διαδρομή της μέχρι εμένα».

Όλα γίνονται τόσο γρήγορα, σαν αστραπή τα περιγράφει. «Δεν άκουσα εκρήξεις. Αυτός που προχωρούσε προς το βάθος του δωματίου και προς την μεριά μου πυροβολούσε και έλεγε Allah akbar! Μετά πυροβολούσε ξανά και επαναλάμβανε Allah akbar! Πυροβολούσε ξανά και έλεγε ξανά Allah akbar! Και μετά και άλλοι πυροβολισμοί, και άλλα δευτερόλεπτα, και άλλα Allah akbar! Όλα ήταν συγχρόνως ομιχλώδη, ακριβή και ξεχωριστά. Το σώμα μου ήταν ξαπλωμένο σε ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στο τραπέζι συσκέψεων και τον τοίχο πίσω. Το κεφάλι μου ήταν στραμμένο στα αριστερά. Έκλεισα τα μάτια, μετά τα άνοιξα ξανά, σαν ένα παιδί που πιστεύει ότι κανείς δεν τον βλέπει αν κάνει το νεκρό. Γιατί κι εγώ έκανα τον νεκρό. Έκανα τον νεκρό γιατί βασικά πίστευα ότι ήμουν νεκρός».

Οι πυροβολισμοί σταματούν και ο Philippe Lançon είναι ακόμα ζωντανός. Ζωντανός ανάμεσα στους νεκρούς. «Οι νεκροί σχεδόν κρατιόντουσαν από το χέρι. Πόση ώρα άραγε κοιτούσα το μυαλό του Bertrand στο πάτωμα; Αρκετή ώστε να γίνει αυτή η εικόνα κομμάτι μου. Δεν ένιωθα το αίμα μέσα στο οποίο κολυμπούσα. Δεν είχα καν δει ακόμα δει το δικό μου αίμα που έπεφτε. Αλλά άκουγα την ησυχία, βασικά άκουγα μόνο αυτήν».

Αρχίζει να συνειδητοποιεί τι συμβαίνει. Ψάχνει με το βλέμμα του τριγύρω να δει κάτι, κάποιον. «Το μάτι μου έπεσε στο σώμα ενός άντρα, στο ένα μέτρο περίπου, που ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα και του οποίου αναγνώρισα το καρό σακάκι. Δεν κουνιόταν. Σήκωσα το βλέμμα μου στο κρανίο του και είδα ανάμεσα στα μαλλιά του το μυαλό αυτού του άντρα, αυτού του συναδέλφου, αυτού του φίλου να βγαίνει λίγο από το κρανίο του. Ο Bernard πέθανε μου είπε αυτός που ήμουν και απάντησα ναι, πέθανε». Παραδίπλα εντοπίζει τον Fabrice Nicolino που ήταν επίσης ζωντανός. «Όπως και εγώ μέχρι τότε, έκανε σίγουρα τον νεκρό».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ