Βιβλιο

Η επιστροφή του Χάρη Βλαβιανού

Το νέο του βιβλίο «Αυτοπροσωπογραφία του Λευκού» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 650
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Χάρης Βλαβιανός
Χάρης Βλαβιανός

Ποπ ποίηση, κι ας μην το κάνει με φτηνά εργαλεία-κολπάκια. Για να διαβαστεί δηλαδή και πέρα από τους «του χώρου», ή για να ποσταριστεί στο fb, χωρίς κίνδυνο να χαρακτηριστεί βαρύγδουπος. Μόνο για τη χαρά του να μοιράσεις κάτι που θα φτιάξει τη μέρα των followers, που δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη «να υποφέρουν από το βάρος των πραγμάτων». Κοινώς, διαβάστε άφοβα οι «ανεξοικείωτοι» αλλά και απολαύστε οι «φαν». Στην ερημιά με... Χάρη (Βλαβιανό). Γιατί νομίζω πως αυτό καταφέρνει ο Βλαβιανός με το νέο του βιβλίο. Χωρίς να συνθηκολογήσει με την ευτέλεια, το δήθεν, το «για λίγους», παραδίδει μια συλλογή που απευθύνεται σε όλους. Αρκεί να θέλουν ή να είναι ανοιχτοί σε ένα βιβλίο... ανάλαφρα βαθύ. Αλλά και βαθύ ταυτόχρονα.

Χάρης Βλαβιανός «Αυτοπροσωπογραφία του Λευκού» (εκδ. Πατάκη)
Χρόνια τώρα που τον διαβάζω, ο Βλαβιανός δεν απαρνιέται τη συνθήκη της «Έρημης Χώρας» (για τους μυημένους!). «Ας σταματήσει ο θρήνος. Δεν ωφελεί να πενθεί κανείς/ έναν σκοπό που έχει σβήσει, που είχε σβήσει πιο σωστά/ ακόμα κι όταν συνεχίζαμε (από κεκτημένη αδράνεια;)/ να τον σιγοτραγουδάμε». Επτά χρόνια μετά την τελευταία του ποιητική συλλογή, ο Χάρης Βλαβιανός επιστρέφει με την «Αυτοπροσωπογραφία του Λευκού - ποιήματα, στιγμιότυπα, μεταγραφές». Στο μεταξύ, δεν σταμάτησε να μεταφράζει, να ανθολογεί και να συγγράφει. «Χαμένα χρόνια είπες; Μη γίνεσαι μελό/ Υπάρχει Παράδεισος/ που στο τέλος του ονείρου/ να μην είναι απολεσθείς;». Και να παρατηρεί την εποχή. Εαυτόν, καθώς υπόκειται σε αλλαγές διαθέσεων - συναισθημάτων που φέρνει ή προκαλεί ο χρόνος, αλλά και η «περιρρέουσα... κατάσταση. Έτσι βέβαια τη βαφτίζουν οι πολιτικοί συντάκτες, ή οι κοινωνιολόγοι.

«Πεδίο», ας το αποκαλέσουμε, μιας και διαβάζοντας το βιβλίο του, είχα μια συνεχή αίσθηση πως ο Βλαβιανός παρατηρεί έξοχα και καταγράφει χρησιμοποιώντας τη φόρμα της ποίησης μια «κατάσταση» εκεί έξω, που πλέον αναπόφευκτα, όσο και να ορθώσεις προστατευτικά τείχη λέξεων-αμυντικών, εντούτοις είναι αδύνατον να μη σου επιτεθεί αυτή. Οπότε αναπόφευκτα κι ο Βλαβιανός δείχνει σαν να της απαντάει. «Μήπως θα ’πρεπε και εσύ/ αντί να δημαγωγείς πάνω σε ερείπια - έτσι κατάντησες τη χώρα-/ ν’ ακολουθήσεις το παράδειγμά του/ και να παραδώσεις την εξουσία προτού ο λαός και η Σύγκλητος εξεγερθούν;/ Μέχρι πότε θα εκβιάζεις εχθρούς και φίλους/ και θα μηχανορραφείς στις υπόγειες στοές του παλατιού;/ Θέλεις να σου πω το τέλος του Ιουγούρθα;». Γιατί μέρος των τελευταίων του ποιημάτων λειτουργούν και ως χρονικό της εποχής του εδώ και τώρα. «Ακούς το θρόισμα των φύλλων/ και τις φωνές των παιδιών/ που κατηφορίζουν τώρα τον δρόμο με τα ηλεκτρονικά τους πατίνια;/ Ξέρεις γιατί το μήνυμα που φέρνουν/ ανήκει σε ένα μέλλον/ που δεν είχες φανταστεί;».

Μα και την ίδια στιγμή που καταγράφει ή τοποθετείται επί του αγοραίου συμβαίνοντος, πόσο «ανάλαφρα» από σελίδα σε σελίδα, καθώς ρέουν τα ποιήματα, δεν μπαίνει σ’ εκείνες τις δύσκολες καταστάσεις, που από την Πλαθ ή τον Χιουζ, τον Χέρμπερτ ή τον Ώντεν, δείχνουν να συνθέτουν τη διεθνή της δυτικής ποιητικής παράδοσης. Γύρω από το είναι, μέσα στο είναι, είτε στο μέσο ενός ολάνθιστου κήπου είτε εκεί έξω στην ψηφιακή φαντασμαγορία μιας «επικοινωνίας», που παρά τον πλούτο των νέων μέσων, πραγματεύεται διαρκώς το ίδιο πανάρχαιο θέμα: «Λοιπόν, διαβολάκι μου/ σε αφήνω τώρα/ (δεν έχω άλλη μπαταρία)/ να καταστρώσεις το νέο σου σχέδιο./ Εμείς θα συναντηθούμε σίγουρα/ σε κάποια άλλη όπερα/ (οπερέτα πιο σωστά) της ζωής. Σε φιλώ». Βουβά ή γοερά πένθη, μνήμες, σύμβολα, αντικείμενα, άνθη, καλοκαίρια, λευκές πολυθρόνες, ρολόγια στον τοίχο, συνδαιτυμόνες, φιλοφρονήσεις, φανταστικές γυναίκες ή ξεκάθαρα to who it may concern μηνύματα. Και την ίδια στιγμή, σε αυτή την ιδιότυπη «τριλογία» που διαβάζεται απνευστί, από το «βαρύ», ο Βλαβιανός με μια παιγνιώδη διάθεση καταφεύγει(;) στο σουρεαλιστικό, το αστείο, είτε αυτοβιογραφούμενος στο τώρα, είτε διακτινίζοντας τον εαυτό του στο διηνεκές ποιητικό σύμπαν της λεγεώνας των αρίστων: «Κάθισα στα γόνατα του Σολωμού και μου διάβασε την “Ξανθούλα” πάλι και πάλι μέχρι να αποκοιμηθώ». «Όταν βγαίναμε από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, άκουσα τον Αναγνωστάκη να μονολογεί: Καλός ο Αντωνιάδης, αλλά ο Γιούτσος είναι κλάσεις ανώτερος».

Ποιήματα, στιγμιότυπα, μεταγραφές: τρία σε ένα, δηλαδή. Μεταγραφές από Σίμους Χίνι και Λόνγκλι, έως Ώντεν και Ο’ Χάρα. Σαν αναφορά, σαν συμπόρευση, σαν φόρο τιμής, ο Βλαβιανός για άλλη μια φορά τους ανθολογεί. Και ίσως στον «Νιλ Άρμστρονγκ στο γηροκομείο», γράφει ένα ποίημα όπου εμπεριέχεται συνοπτικά όλη η ανθρώπινη κατάσταση: «Καθισμένος αναπαυτικά/ στη λευκή πολυθρόνα/ δείχνει με το δάχτυλο το φεγγάρι/ που έχει μόλις ανατείλει/ πίσω από τον χαμηλό λόφο/ και φωνάζει δυνατά/ με όση δύναμη έχει απομείνει στο ασθενικό του κορμί:/ “Έχω πάει εκεί! Έχω περπατήσει πάνω της!”. “Ασφαλώς και έχεις πάει”/ απαντά η νοσοκόμα, “ασφαλώς κι έχεις. Έλα, πιες το φάρμακό σου τώρα/ σαν καλό αγόρι”». Στην ερημιά με... Χάρη (Βλαβιανό). 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ