Βιβλιο

Λεονάρδο Παδούρα: Το μπολερό της Αβάνας

Συναντήσαμε τον διάσημο Κουβανό συγγραφέα.

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 246
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
41167-92761.jpg

Λεονάρδο Παδούρα: Συνέντευξη με τον Κουβανό συγγραφέα με αφορμή το βιβλίο του «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη», εκδόσεις Καστανιώτη.

Τo πρώτο πράγμα που έκανε ο Λεονάρδο Παδούρα σε αυτή την ελάχιστη από χρόνο επίσκεψη ήταν μια βόλτα στην Ακρόπολη. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά όχι γι’ αυτόν το σεμνό, μελαχρινό άντρα από την Κούβα. Μου λέει ότι από την εποχή που σπούδαζε τους αρχαίους Έλληνες ήταν το όνειρό του να επισκεφθεί το «μαγικό τόπο», το μέρος όπου ξεκίνησε η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, όλη η δυτική κουλτούρα στην οποία νιώθει ότι ανήκει. «Αισθάνομαι Ελληνο-Λατίνος» λέει. Καθώς ο βραβευμένος συγγραφέας Λεονάρδο Παδούρα απαντάει στις ερωτήσεις μου, σκέφτομαι τη θορυβώδη Αβάνα. Μεγαλόπρεπα κτίρια που κατέρρεαν, κορίτσια του δρόμου κι η πανταχού παρούσα έλλειψη υλικών αγαθών που αντιμετωπιζόταν με καρτερική αισιοδοξία. Από το 1990 η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η εμμονή των ΗΠΑ με το εμπάργκο βύθισαν το νησί στην πιο φοβερή ύφεση. Η επανάσταση έχασε την ορμή της. Είναι η εποχή που γεννήθηκε ο Μάριο Κόντε, ο κατά συρροή απαισιόδοξος ήρωας του Παδούρα.

Ο μοναχικός, σαρκαστικός, πότης, ρομαντικός, παλιομοδίτης, μελαγχολικός, ηθικός ήρωας της τετραλογίας «Οι τέσσερις εποχές», αλλά και του «Αντιός, Χέμινγουεϊ». Στο «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη», που μόλις κυκλοφόρησε στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο Κόντε έχει πια εγκαταλείψει την αστυνομία και κερδίζει τα προς το ζην με την αγοροπωλησία παλιών βιβλίων. Με αφορμή τη διαλεύκανση της εξαφάνισης μιας τραγουδίστριας των μπολερό της δεκαετίας του ’50, ο Λεονάρδο Παδούρα μάς ταξιδεύει με δεξιοτεχνία στα χρόνια πριν από την Επανάσταση και στο σήμερα. Έχω ένα σωρό ερωτήσεις για το παρελθόν και το μέλλον, για τα μυθικά, αμφίσημα 50s και το άγριο, ζοφερό τώρα. Γιατί εξακολουθεί να ζει στην Κούβα όταν τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες και συγγραφείς έχουν εγκαταλείψει; Είναι απαισιόδοξος, όπως ο ήρωάς του;

n

Τι είναι αυτό που «νομιμοποιεί» τα βιβλία του Παδούρα σε ένα καθεστώς όπου ο σκόπελος της λογοκρισίας είναι πιθανό να βυθίσει ένα βιβλίο στην αφάνεια; Οι αστυνομικές ιστορίες είναι το πρόσχημα για να μιλήσει για την περιθωριοποίηση, την πορνεία, την προσωπική ηθική διαφθορά, την περιρρέουσα εθνική εξαθλίωση, την ομοφυλοφιλία, το δράμα της εξορίας; Χρησιμοποιεί το αστυνομικό μυθιστόρημα για να προπαγανδίσει ή να νοσταλγήσει κάποιο «χαμένο παράδεισο», ή για να παρατηρήσει και να φιλοσοφήσει παραμένοντας πάντα η κριτική φωνή «από μέσα»;

«Στο Πανεπιστήμιο άρχισα να γράφω τα πρώτα μου διηγήματα. Γύρω στο 1983-1984 ξεκίνησα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Ήταν μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε ένα αγόρι 18 χρόνων και μια γυναίκα 28, ένα μυθιστόρημα μύησης και για τους χαρακτήρες που αναπτύσσονται και για μένα ως συγγραφέα. Για τα επόμενα έξι χρόνια δούλευα σε μια εφημερίδα κι έτσι δεν είχα καθόλου χρόνο για να γράφω, όμως ήταν μεγάλο σχολείο. Το 1990 παραιτήθηκα και πήγα σε ένα πολιτιστικό περιοδικό. Τότε αποφάσισα να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που να μη μοιάζει με τα μέχρι τότε αστυνομικά κουβανέζικα μυθιστορήματα, που ήταν κακογραμμένα, πολιτικοποιημένα και πολύ προπαγανδιστικά. Ο μοναδικός τρόπος να φτιάξω έναν αληθοφανή χαρακτήρα ήταν να είναι ένας αστυνομικός, γιατί στην Κούβα δεν υπάρχουν ιδιωτικοί αστυνομικοί. Άρχισα λοιπόν να δίνω σάρκα και οστά στον Μάριο Κόντε. Προσπάθησα να είναι ένας χαρακτήρας πιστευτός όσον αφορά την ψυχολογία του και το χαρακτήρα του. Έτσι λοιπόν το 1990 και το 1991 γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα «Το τέλειο παρελθόν». Φυσικά δεν κυκλοφόρησε στην Κούβα αμέσως.

Κυκλοφόρησε στο Μεξικό, στα τέλη του 1991. Όταν εκδόθηκε προσπάθησα να φέρω στην Κούβα 25-30 αντίτυπα. Τα μοίρασα σε φίλους και μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι τους άρεσε. Ξαναδιαβάζοντάς το, συνειδητοποίησα ότι αυτός ο χαρακτήρας μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει και να μεγαλώνει μαζί μου. Αποφασίζω να γράψω άλλα τρία μυθιστορήματα με τον Κόντε, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα τι θα συνέβαινε σ’ αυτά όσον αφορά την πλοκή. Είναι η εποχή που διαλύεται η Σοβιετική Ένωση και ξεκινάει η σοβαρότερη κρίση στην Κούβα. Αυτό σημαίνει μεν ότι η πολιτιστική βιομηχανία πρακτικά σταματάει, δεν υπάρχει χαρτί, άρα εκδίδονται και λίγα βιβλία, όμως αφήνει χώρο ελευθερίας έκφρασης της γνώμης. Ταυτόχρονα ο καθένας που έγραφε ήξερε ότι έπρεπε να προσπαθήσει να βρει έναν εκδότη έξω από την Κούβα, πράγμα δύσκολο αφού δεν είχαμε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, δεν ταξιδεύαμε πολύ. Έτσι στο δεύτερό μου μυθιστόρημα, τους «Άνεμους της Σαρακοστής», συνειδητοποιώ ότι έχω ένα μυθιστόρημα έτοιμο στα χέρια και δεν ξέρω τι να το κάνω. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, είχαν μείνει λόγω της έλλειψης χαρτιού και βιβλίων δύο μόνο διαγωνισμοί στην Κούβα, ένας διεθνής από την Κάσα δε λας Αμέρικας και ένας εθνικός από την Ένωση Συγγραφέων. Το στέλνω στο διαγωνισμό της Ένωσης Συγγραφέων και κερδίζω το βραβείο. Από εκεί και μετά άρχισα να νιώθω πιο ασφαλής γι’ αυτό που έκανα. Ωστόσο, δεν έβρισκα τρόπο αυτά τα βιβλία να βγουν στη διεθνή αγορά. Το τρίτο της σειράς όμως, τις «Μάσκες», κατάφερα να το στείλω σε ένα διαγωνισμό στην Ισπανία και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Από εκεί και μετά όλα άλλαξαν, τόσο η οικονομική μου δυνατότητα όσο και η αντίληψη που είχα για τη λογοτεχνία. Πια δεν είχα σχέση με έναν εκδότη στην Κούβα, που θα μπορούσε να μου λογοκρίνει το βιβλίο. Είχα σχέση με έναν εκδότη στη Βαρκελώνη, ο οποίος απλώς απαιτούσε να κάνω το βιβλίο καλύτερο! Είχα την τύχη τα βιβλία μου να κυκλοφορήσουν σε 16 γλώσσες. Δεν έγιναν ποτέ τρομακτικές εμπορικές επιτυχίες, αλλά η όποια επιτυχία ήταν επαρκής για να μου επιτρέπει να ζω στην Κούβα από τη δουλειά μου, γράφοντας. Άλλωστε ζω μια ζωή πολύ μετρημένη. Στην Κούβα υπάρχουν πολλές ελλείψεις, πολλές δυσκολίες, κι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος για κάτι που θα γράψει κάποιος να έχει προβλήματα. Εγώ όμως αποφάσισα συνειδητά να συνεχίσω να ζω στην Κούβα. Πάνω απ’ όλα επειδή αισθάνομαι ένα πολύ ισχυρό αίσθημα του ανήκειν στη χώρα μου. Προτιμώ να ζω τις ελλείψεις και τις δυσκολίες εκεί παρά τη νοσταλγία εκτός.

Η εξορία για τον Λεονάρδο Παδούρα είναι μια εμπειρία πάρα πολύ δύσκολη. «Επιπλέον στην Κούβα με 1.000 ευρώ περνάω τρεις μήνες, ενώ αν ζούσα αλλού θα χρειαζόμουνα πάνω από 1.000 ευρώ για να περάσω ένα μήνα. Κάτι ακόμα πολύ σημαντικό είναι πως χρειάζομαι ένα σταθερό χώρο για να γράψω. Η γυναίκα μου είναι συντρόφισσά μου εδώ και 30 χρόνια. Ζω στο σπίτι που γεννήθηκα. Οι γονείς μου μένουν από κάτω, εγώ από πάνω. Έχω ένα όμορφο γραφείο να δουλεύω, ανοίγω το παράθυρο και βλέπω ένα τεράστιο δέντρο, με πορτοκαλί λουλούδια. Πάνω απ’ όλα, όμως, νομίζω ότι είναι η επαφή με τον κόσμο αυτή η οποία δίνει την ουσία στα βιβλία μου. Άλλωστε στα μυθιστορήματά μου η αστυνομική πλοκή είναι πάντα ένα πρόσχημα, μου χρησιμεύει για να δίνω μια εικόνα της Κούβας. Μια εικόνα που έχει κυρίως σχέση με το πνεύμα των ανθρώπων και με την εικόνα της κοινωνίας. Και μόνο σε τελική ανάλυση με την πολιτική. Γιατί το θέμα της πολιτικής μπορεί να το αντιμετωπίσει κανείς με 20 λέξεις και οι οποίες να είναι πάντα ίδιες. Πιο σημαντικό μου φαίνεται το πώς σκέπτονται οι άνθρωποι, τι προσδοκίες έχουν ή τι προσδοκίες δεν έχουν πια».

Πιστεύω, συνεχίζει ο Λεονάρδο Παδούρα, ότι αυτό μπορεί να συμβεί με το αστυνομικό μυθιστόρημα, αρκεί κάποιος να το δει μέσα σε μια οπτική λογοτεχνική. Τα μυθιστορήματά μου έχουν πάρα πολλές λογοτεχνικές αναφορές, η διακειμενικότητα, η παρουσία άλλων βιβλίων μέσα σ’ αυτά είναι πάρα πολύ προφανής. Για παράδειγμα τον Salinger, που τον αγαπάω πολύ, ήθελα σ’ ένα απ’ αυτά τα μυθιστορήματά μου να του αποδώσω ένα φόρο τιμής. Παρόλο που ως άνθρωπος δεν είναι ό,τι καλύτερο… Ξέρω συγγραφείς διάσημους που είναι θαυμάσιοι τύποι. Επίσης ξέρω σημαντικούς συγγραφείς που ως πρόσωπα είναι απεχθή. Τις προάλλες συναντήθηκα με ένα λατινοαμερικάνο συγγραφέα βραβευμένο με Νόμπελ, ο οποίος με χαιρέτησε λες και ήμουνα μια μύγα! Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος είναι μοιραία παιδί της εποχής του. Δεν θα ήθελα να ζήσω, για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1950 και να μη δω ποτέ τον κινηματογράφο των αδελφών Coen ή να μην έχω αυτή την ευκολία που έχω τώρα να ταξιδεύω σ’ όλο τον κόσμο. Όμως η δεκαετία του 1950 παραμένει μια εποχή μυθική για το συλλογικό φαντασιακό των Κουβανών. Ήταν μια εποχή αμφίσημη, παράξενη, γιατί ήταν επιπλέον και πολύ αιματοβαμμένη εξαιτίας της δικτατορίας του Μπατίστα. Τις δεκαετίες όμως του 1940 και του 1950 στην ουσία φτιάχτηκε το μεγαλύτερο μέρος της Κούβας, τα περισσότερα σπίτια εκείνη την εποχή χτίστηκαν. Τα αυτοκίνητα που βλέπεις είναι εκείνων των δεκαετιών. Ήταν η χρυσή εποχή της κουβανέζικης μουσικής, η νύχτα της Αβάνας είχε μια απίστευτη λάμψη. Σήμερα υπάρχει ελπίδα ότι μπορεί ο Obama να κάνει αλλαγές, μπορεί να φθάσει ακόμα και να άρει το εμπάργκο, να αλλάξει κάποια στοιχεία της ρητορικής. Αναρωτιέμαι βέβαια αν η κουβανέζικη κυβέρνηση πραγματικά θέλει να αρθεί το εμπάργκο, γιατί υπήρξε η δικαιολογία για πολλά προβλήματα που έχει η Κούβα. Πριν από λίγο καιρό ο Fidel έγραψε ένα άρθρο επιθετικό για τον Obama. Είναι περίεργο το πολιτικό παιχνίδι. Όσον αφορά το μέλλον της Κούβας, υποχρεώνω τον εαυτό μου να νιώθει αισιόδοξος. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ζήσει με τόσες δυσκολίες για τόσα πολλά χρόνια, που πιστεύω ότι τους αξίζει ένα καλύτερο μέλλον. Όμως είμαι απαισιόδοξος. Κι ο Μάριο Κόντε, ο ήρωάς μου, είναι ένας αθεράπευτος απαισιόδοξος. Παρ’ όλα αυτά θα συνεχίσει να εμφανίζεται σε μελλοντικά μυθιστορήματα που ελπίζω να γράψω».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ