Βιβλιο

Ο Ανδρέας

Μισός ανήρ μισός γυνή, εν μέρει ανελκυστήρ

6971-132439.jpg
Ελένη Σταματούκου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
tie-690084_1920.jpg

Διαβάζεται ακούγοντας αυτό: 

Να μην μπορείς να συλλαβίσεις τους πόθους σου έναν έναν. Να παραλογίζεσαι επειδή είσαι αυτός που είσαι. Μισός ανήρ μισός γυνή, εν μέρει ανελκυστήρ όπως η Ελεωνόρα του Εγγονόπουλου, μόνο που εσύ είσαι ο Ανδρέας και είσαι ολόκληρος πια. Αισθάνεσαι μια πίεση βαθιά στο στέρνo. Ίσως είναι η καρδιά σου, πρέπει να προσέχεις σου είπε ο γιατρός. 45 χρόνια μετά, έχεις μάθει να ξεχωρίζεις τις κρίσεις πανικού. Έρχονται ύπουλα και αναστατώνουν πρώτα το σώμα σου. Ένα ελαφρύ σφίξιμο στην καρδιά, δυσκολία στην αναπνοή, το στόμα σου ξεραίνεται, όσο νερό κι αν πιείς δε θα συνέλθεις. Ένα, δυο, τρία, τέσσερα λεξοτανίλ είναι αρκετά για να αποσυντονίσουν το μυαλό. Το κοροϊδεύουν για λίγη ώρα και αυτό ξεχνιέται. Αποκοιμιέται μέχρι την επόμενη φορά. Μόνο που έχεις συνηθίσει πια και δε σε πιάνουν ούτε τα χάπια. Και τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Κοιτάς φωτογραφίες από το παρελθόν. Η μάνα σου, ο πατέρας σου, εσύ και ο αδερφός σου. Εκείνος παντρεύτηκε τον έρωτα του, τη Μαρία και έζησαν αυτοί καλά και εσύ όχι καλύτερα. Η μάνα σου το ήξερε. Οι μάνες πάντα γνωρίζουν, οι πατεράδες αγνοούν, επειδή δεν μπορούν να το αποδεχτούν. Εκείνες τα καταπίνουν όλα.

Το σώμα σου πεινάει. Πόσο βασανίζεται, πόσο μόνο νιώθει όταν δε θρέφεται. Ήσουν πάντα διαφορετικός. Μόνο όταν μεγάλωσες συνειδητοποίησες, ότι ήσουν ίδιος με τους άλλους. Η μόνη σου ιδιαιτερότητα ήταν ότι είχες μια έφεση στα γράμματα και στα βιβλία. Εκεί κρυβόσουν όταν τα πράγματα δυσκόλευαν. Έπλαθες κόσμους φτιαγμένους από γυαλί και εκεί ανέπνεες χρησιμοποιώντας φιάλες οξυγόνου, τουλάχιστον όμως ανάπνεες. Η μάνα σου έφυγε νωρίς, την ακολούθησε και ο πατέρας σου ύστερα από μερικούς μήνες, την αγαπούσε πιο πολύ από ότι εκείνη αυτόν. Τώρα που τα σκέφτεσαι τα πράγματα πιο καθαρά, ίσως ο μόνος που αγάπησε η μάνα σου ήταν ο εαυτός της. Ο πατέρας σου, ένας ήσυχος ανθρωπάκος, μαράζωσε μετά τον θάνατό της. Εκείνη θα ζούσε αν ήταν στο χέρι της, είχε πείσμα, τα έβαλε και με τον ίδιο τον Θεό, αλλά νικήθηκε. Δεν της έμοιασες καθόλου. Τώρα που μεγάλωσες, κοιτιέσαι στον καθρέπτη και προσπαθείς να την αναγνωρίσεις πάνω σου, αλλά δεν βλέπεις κανέναν από το παρελθόν ούτε καν τον πατέρα σου.

Πονάει η καρδιά σου. Ένα, δυο, τρία λεξοτανίλ. Δεν αισθάνεσαι τίποτα πια. Μόνο μοναξιά. Ήσουν 21 χρονών και εκείνος 30. Γνωριστήκατε στο Παγκράτι. Σε πλησίασε πρώτος. Πήγατε για καφέ στο Λέτζο. Καθίσατε ώρες συζητώντας περί ανέμων και υδάτων. Εκείνος σε μύησε στον έρωτα. «Δυο άνδρες μπορούν να αγαπηθούν;» είχες ρωτήσει μετά τη μάνα σου και εκείνη πονηρά είχε απαντήσει «μόνο αν τους συνδέουν δεσμοί αίματος». Μόνο που εσύ δεν μίλαγες για αυτή την αγάπη. Εκείνος σου έμαθε πώς ενώνονται τα σώματα. Στις ερωτικές μας σχέσεις λένε ότι επαναλαμβάνουμε τη σχέση που έχουμε με τους γονείς μας. Τη μάνα σου νόμισες για μια στιγμή ότι τη βρήκες μέσα σε εκείνον, ο πατέρας σου όμως πού ήταν; Ο πατέρας σου ήταν η Φιλιώ. Η Φιλιώ, ένα φάντασμα, ένας υπάκουος σκύλος. Υπήρχαν στιγμές που ήθελες να τη σκοτώσεις. Ήθελες να την πνίξεις με ένα μαξιλάρι στον ύπνο της. Δεν το έκανες ποτέ. Τη Φιλιώ στην επέβαλε η μάνα σου. Σε έπιασε από το γιακά, ανακάλεσε θεούς και δαίμονες, έριξε κατάρες, σε απείλησε και σε εκφόβισε, ποιός το μόνο θηλυκό που αγάπησες. Μέσα σε 2 μήνες η Φιλιώ έγινε η κόρη που δεν είχε. Η μάνα σου άνθιζε και εσύ μαράζωνες. Εκείνος έφυγε, τι να έκανε; Και εσύ απέμεινες λειψός, ανάπηρος. Έγινες ο καλός και υποδειγματικός σύζυγος. Παιδιά δεν μπορέσατε να κάνετε, ευτυχώς γιατί θα ήταν δυστυχισμένα όπως εσύ και η Φιλιώ, όπως η μάνα σου και ο πατέρας σου. Τελικά, έγινες η μάνα σου.

Γιατί τα αναλογίζεσαι όλα αυτά τώρα; Δεν είναι αργά; Έχει περάσει και η ώρα και εσύ απλά θέλεις να κοιμηθείς. Το σώμα τα υποφέρει και τα φέρει όλα, αλλά κουράστηκε πια. Δεν ξέρεις ποιός πρόδωσε ποιόν, το σώμα σου εσένα, ή εσύ το σώμα σου; Ο χρόνος λιγοστεύει. Τι σε έπιασε και τον μετράς; Είναι που έχει απομείνει λίγος. Έβαλες την αγαπημένη σου μουσική. Είχες ζητήσει από τη Φιλιώ να στείλει το μπλε κουστούμι στο καθαριστήριο και στο είχε κρεμάσει στον καλόγερο. Πάντα σε περιποιούταν, είχε εκπαιδευτεί καλά, στο να λατρεύει άνδρες που δεν την ποθούσαν. Φόρεσες το κουστούμι και κοιτάχτηκες στον καθρέπτη. Ήταν Κυριακή και ήσουν πάλι 21. Σε ένα λευκό χαρτί της έγραψες συγνώμη, που δεν μπορέσατε και να αποφύγετε τη μοίρα σας και ύστερα ζήτησες συγνώμη από το ίδιο σου το σώμα που το άφησες νηστικό. «Έπρεπε να διανύσω αυτή την απέραντη απόσταση απ’ το σώμα μου έως το σώμα μου για να με συναντήσω;» παραπονέθηκες.

Η Φιλιώ βρήκε τον Ανδρέα νεκρό αργά το μεσημέρι. Μέχρι τότε το μόνο που ήξερε ήταν να ζει και να αναπνέει μέσα από αυτόν. Λάτρευε τα πικρόχολα αστεία του, τις προσβολές του, καθετί που την ταπείνωνε. Μετά τον θάνατο του μαράζωσε, σχεδόν εξαφανίστηκε. Η εικόνα της χάθηκε και κανείς δεν την αναζήτησε.

Τὸ σῶμα -λέει-

στὴ γενική: τοῦ σώματος

καὶ γενικὰ τὸ σῶμα

ἄλλη λέξη πυκνότερη δὲν ἔχω

παίρνω τὴ νάϋλον σακούλα

μπαίνω στὰ λαϊκὰ ἑστιατόρια

μαζεύω ψαροκόκαλα

γιὰ τὶς ἄγριες γάτες τῆς γειτονιᾶς

στὰ διαλείματα -λέει-

κουβεντιάζω μὲ τοὺς μουσικοὺς

στὰ σκοτεινὰ παρασκήνια-

τί ἀπέραντη ἀπόσταση διανύω

ἀπ᾿ τὸ σῶμα σου

ἕως τὸ σῶμα σου. (Γιάννης Ρίτσος-Αθήνα 19.11.80)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ