Βιβλιο

Στα ελληνικά το magnum opus του κορυφαίου συγγραφέα της Βραζιλίας

Η Μαρία Παπαδήμα μάς εξηγεί γιατί η «Ρεαλιστική τριλογία» του Μασάδο ντε Ασίς (εκδ. Gutenberg), την οποία μετέφρασε, είναι ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 612
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
352295-730738.jpg

Το σημαντικότερο έργο του πιο γνωστού συγγραφέα της Βραζιλίας μεταφράστηκε επιτέλους στα ελληνικά και κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Gutenberg. Πρόκειται για τρία μυθιστορήματα που συνδέονται άμεσα μεταξύ τους, τα οποία κυκλοφόρησαν σε έναν ενιαίο χορταστικό τόμο της ήδη ξακουστής σειράς «Orbis literae», κάτω από τον τίτλο «Ρεαλιστική Τριλογία». To έργο είναι ένας ακόμα καρπός του μεταφραστικού μόχθου της κ. Μαρίας Παπαδήμα, καθηγήτριας του πανεπιστημίου της Αθήνας, η οποία μεταφράζει απευθείας από τα πορτογαλικά, ενώ έχει προσθέσει και τις λαμπρές «Επισημειώσεις» που υποστηρίζουν την αναγνωστική διαδικασία.

Απόλαυσα το βιβλίο από κάθε άποψη. Και, θεωρώντας το σαν το σημαντικότερο λογοτεχνικό που διάβασα εδώ και δεν ξέρω πόσο καιρό, ζήτησα και πήρα από τη μεταφράστρια την (αποκλειστική για την A.V.)  συνέντευξη που ακολουθεί. 

Έχουμε συνδέσει το όνομά σας κυρίως με τις μεταφράσεις του Φερνάντο Πεσσόα. Μας ξαφνιάσατε που εγκαταλείψατε τον Πεσσόα για έναν άλλο συγγραφέα, εξίσου σπουδαίο, τον Μασάντο ντε Ασίς. Πώς συνέβη αυτό;

Η γνωριμία μου με τον Μασάντο ντε Ασίς είναι το ίδιο παλιά, όταν φοιτήτρια στο Παρίσι τον είχα διαβάσει κι αυτόν σε γαλλική μετάφραση. Στη Γαλλία είχε μεταφραστεί ήδη από το 1911. Η γαλλική μου παιδεία τροφοδότησε τελικά το μεταφραστικό μου μέλλον σε άλλες γλώσσες. Περίεργη που είναι η ζωή και ωραία ανεξερεύνητη... Πρότεινα λοιπόν τον Μασάντο στις εκδόσεις Gutenberg, που τον δέχτηκαν ανεπιφύλακτα –ήταν άλλωστε στα σχέδιά τους– στη σειρά «Orbis Literae». Δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη θέση. Όσο για τον Πεσσόα, η απιστία είναι παροδική, θα επιστρέψω. Εργάζομαι άλλωστε στο «Βιβλίο της ανησυχίας», που θα βγει σύντομα σε νέα αναθεωρημένη μετάφραση στη σειρά που επιμελούμαι.

Πώς θα συνοψίζατε την υπόθεση α) του βιβλίου στο σύνολό του β) του κάθε τόμου;

Την υπόθεση δεν θα την πω, για να αφήσω στους αναγνώστες την περιέργεια και την έκπληξη. Το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο της τριλογίας ξεκινάει με την αυγή του 19ου αιώνα, υποδέχεται την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βραζιλίας το 1822 και συμπίπτει στο μεγαλύτερο μέρος της με τη βασιλεία του Πέτρου Β΄ (1831-1889). Αλλαγές κυβερνήσεων, παραιτήσεις υπουργικών συμβουλίων, πολιτικές φιλοδοξίες και καριέρες, σκάνδαλα και διαπλοκές, υπουργοί και σύμβουλοι, περνούν μέσα από τις σελίδες των μυθιστορημάτων του Μασάντο ντε Ασίς. Η πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο είναι το θέατρο όπου εκτυλίσσεται η Τριλογία. Ο συγγραφέας, ως γνήσιος κάτοικός του, βέρος «καριόκα», δεν κρύβει το θαυμασμό του για την αγαπημένη του πόλη. Ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να γευτεί την πολιτιστική ζωή της εποχής, καθώς θέατρα, όπερες και κάθε είδους συρμοί, γιορτές, παρελάσεις και θρησκευτικές τελετές αναβιώνουν μέσα από τις σελίδες των τριών μυθιστορημάτων. Η θεματολογία τους είναι συγγενής, αν όχι ταυτόσημη, ενώ ανιχνεύονται πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία: η κοινωνική ανέλιξη, οι ταξικές διαφορές, η υποκρισία της πολιτικής, ο θεσμός της δουλείας και η κατάργησή του, η θέση της γυναίκας, η απειλή της τρέλας, η πολυπλοκότητα του ερωτικού συναισθήματος, ο θάνατος χωρίς εξιδανικεύσεις.

Ο συγγραφέας έχει ένα πολύ ενδιαφέρον και σπάνιο βιογραφικό. Σε ποιο βαθμό η ζωή του επηρέασε τη «Ρεαλιστική Τριλογία»;

Πάντα, κατά την άποψή μου, η ίδια του η ζωή ή οι ζωές των άλλων επηρεάζουν το συγγραφέα. Από αυτές άλλωστε αντλεί και την έμπνευσή του. Ο Μασάντο, που τον αποκαλούν «ο μάγος του Κόσμε Βέλιο», από το δρόμο όπου έζησε στο Ρίο, Μασαντίνιο χαϊδευτικά για τους Βραζιλιάνους καθότι είναι ο εθνικός τους συγγραφέας, έχει μια μυθιστορηματική ζωή: από την ταπεινή συνοικία του Ρίο όπου γεννήθηκε, εγγονός απελεύθερου σκλάβου, γιος μιγάδα χτίστη και πορτογαλίδας πλύστρας, ορφανός στα δέκα του χρόνια, θα γίνει ανώτερος αξιωματούχος του κράτους και ο ιδρυτής και ισόβιος πρόεδρος της Βραζιλιάνικης Ακαδημίας των Γραμμάτων. Και οι δυο αυτοί κόσμοι συνυπάρχουν στα βιβλία του. Ίχνη της πραγματικής του ζωής διατρέχουν την Τριλογία, όπως π.χ. ο πλανόδιος πωλητής ζαχαρωτών που υπήρξε κι ο ίδιος στην παιδική του ηλικία για να βοηθήσει στο οικογενειακό μεροκάματο.

Βρήκατε δυσκολίες, μεταφράζοντας από τα πορτογάλικα της Βραζιλίας του 19ου αιώνα; 

Δεν ήταν τόσο οι δυσκολίες των πορτογαλικών –τα πορτογαλικά της Βραζιλίας του 19ου αιώνα μού είναι πιο εύκολα, καθότι πιο κλασικά, από τα σημερινά, γιατί δεν έχω συχνή επαφή με τη χώρα αυτή και την εξέλιξη της γλώσσας–, ούτε με δυσκόλεψαν τόσο τα πολιτισμικά στοιχεία. Η ζωή που περιγράφει αφορά το Ρίο, πρόκειται για αστικό μυθιστόρημα που έχει όλα τα στοιχεία μιας κοινωνίας, παρότι σε άλλη ήπειρο, στην περιφέρεια της Ευρώπης. Τα έργα που παίζονται, τα βιβλία που διαβάζονται, οι συμπεριφορές της αστικής τάξης που έχει ως σημείο αναφοράς την Ευρώπη –την Ελβετία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Αγγλία– θυμίζει την Ελλάδα του 19ου αιώνα. Και στις δυο πρωτεύουσες η αστική τάξη διαβάζει τη «Revue de deux Mondes». Η Βραζιλία ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος το 1822. Οι ομοιότητες αυτές ισχύουν βεβαίως τηρουμένων των αναλογιών. Ούτε σκλάβους είχαμε ούτε την ίδια κοινωνική διαστρωμάτωση. Ούτε και τα ίδια γλυκά – άντε να τους βρεις ονόματα. Αλλά η σημαντικότερη δυσκολία ήταν ο διακειμενικός χαρακτήρας του έργου. Η «Τριλογία» είναι ένα παλίμψηστο, βρίθει από αναφορές εμφανείς ή λανθάνουσες, βιβλικές, λατινικές, αρχαιοελληνικές, ευρωπαϊκές. Όλη η παγκόσμια λογοτεχνία, φιλοσοφία και επιστήμη καραδοκεί σε μια λέξη και μια φράση, έτοιμη να καταποντίσει τον απρόσεκτο μεταφραστή. Νομίζω πως τα κατάφερα χρησιμοποιώντας σχολιασμένες εκδόσεις και ερευνώντας το καθετί. Κανείς δεν είναι παντογνώστης, μεταφράζεις για παράδειγμα ότι ο αυτοκράτορας Κλαύδιος είναι μια «κολοκύθα» γιατί αυτό λέει το κείμενο, αλλά καλύτερα να ξέρεις ότι αναφέρεται στην «αποκολοκύνθωση» του Σενέκα.

Μιλάμε για ένα βιβλίο 1.000 σελίδων. Πόσο καιρό σας πήρε η δουλειά;

Δεν μπορώ να το υπολογίσω, ξέρω ότι δούλευα και τελειωμό δεν είχε. Ξέρετε ότι διδάσκω στο πανεπιστήμιο και η μετάφραση είναι πάντα στο περιθώριο της κανονικής μου επαγγελματικής ζωής. Η ζωή μου της μετάφρασης είναι μια δεύτερη ζωή, είναι ο πολλαπλασιασμός του χρόνου. Στο φίνις, όλο το περσινό καλοκαίρι, δούλευα, αν θέλετε το πιστεύετε, δεκαπέντε ώρες τη μέρα με κάποια διαλείμματα ποδηλασίας. Θέλει αντοχές, αλλά μόνο έτσι προχωράει η μετάφραση, όταν βυθιστείς μέσα στο ξένο έργο, το οικειοποιηθείς, ζεις ολόκληρος μέσα σ’ αυτό, τότε μόνο γίνεται διαυγές και το πιο δύσκολο κείμενο. Πάντα μου αρέσει να βυθίζομαι σ’ αυτό που μεταφράζω κι όχι να τσαλαβουτάω.

Ποια είναι η θέση του Μασάντο ντε Ασίς στη βραζιλιάνικη και την παγκόσμια λογοτεχνία;

Είναι ασφαλώς ο πατέρας της σύγχρονης βραζιλιάνικης λογοτεχνίας και πρόδρομος πολλών σπουδαίων Βραζιλιάνων συγγραφέων, όπως οι Ολάβο Μπίλακ (Olavo Bilac), Λίμα Μπαρέτο (Lima Barreto), Κάρλος Ντρουμόν ντε Aντράντε (Carlos Drummond de Andrade), Κοέλιο Νέτο (Coelho Neto), Μοασίρ Σκλιάρ (Moacyr Scliar), Μούσιο Λεάο (Mucio Leâo), Λέο Βας (Leo Vaz), Νέλιντα Πινιόν (Nélida Pinon), Μίλτον Ατούμ (Milton Hatoum), αλλά και ξένων, όπως ο Τζον Μπαρτ και ο Ντόναλντ Μπαρθέλμ ή ακόμα η Σούζαν Σόνταγκ. Ο Χάρολντ Μπλουμ τον τοποθετεί δίπλα στον Δάντη, τον Καμόενς και τον Σέξπιρ.

Ποια είναι η θέση της «Ρεαλιστικής τριλογίας» στο σύνολο του έργου του συγγραφέα;

Είναι το σπουδαιότερο έργο του, και τα τρία αυτά μυθιστορήματα ανήκουν στη δεύτερη περίοδο, τη λεγόμενη ρεαλιστική περίοδο, όπου εγκαταλείπει το ρομαντισμό με τα έντονα στοιχεία ηθογραφίας και τη συμβατική γραφή, έρχεται σε ρήξη με τα έργα των συγκαιρινών του και προσχωρεί στο αστικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Οι μεταθανάτιες αναμνήσεις του Μπρας Κούμπας είναι το πιο ριζοσπαστικό ως προς τον τρόπο γραφής του, αφού ο αφηγητής του είναι νεκρός και διηγείται τη ζωή του απ’ την ανάποδη, ενώ το τρίτο βιβλίο «Δον Κασμούρο», ένα κομψοτέχνημα αμφισημίας και αμφιβολίας, διαθέτει την πιο αινιγματική γυναικεία μορφή της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας, την Καπιτού, και είναι το αγαπημένο μυθιστόρημα των Βραζιλιάνων όλων των εποχών.

Μιλάμε για ένα βιβλίο του 19ου αιώνα. Ποια είναι τα μοντέρνα στοιχεία που το κάνουν να μην παλιώνει και να μένει διαχρονικό;

Δεν θυμίζει καθόλου 19ο αιώνα. Είναι ένα βιβλίο δροσερό και ζωντανό,νομίζεις πως διαβάζεις σεκάνς. Ίσως γι’ αυτό το εξυμνεί ο Γούντι Άλεν. Σύντομες περιγραφές, περιεκτικές παρατηρήσεις, ανατροπή καταστάσεων, αποσπασματική γραφή και κυρίως υποδόρια ειρωνεία απέναντι στον ίδιο το συγγραφέα, στα πρόσωπα, στην κοινωνία και τους θεσμούς της αλλά και στον ίδιο τον αναγνώστη.

Ποιοι είναι οι συγγραφείς που τον έχουν επηρεάσει;

Ο Λόρενς Στερν, όσον αφορά το συνειρμισμό της γραφής του και την περιφρόνηση των συμβάσεων· ο Ξαβιέ ντε Μεστρ, όσον αφορά τη διάρρηξη της χρονικής γραμμικότητας, το σχολιασμό και τη συντομία των κεφαλαίων. Και ο Πορτογάλος Αλμέιντα Γκαρέτ, όσον αφορά τις συχνές παρεκβάσεις, την απροσδιοριστία του λογοτεχνικού είδους και το διάλογο που εγκαθιδρύει με τον αναγνώστη.

Έχουν ξαναδιαβάσει Μασάντο ντε Ασίς οι Έλληνες;

Ναι, μια εξαιρετική νουβέλα, τον «Φρενίατρο», που είχε βγει από την «Αλεξάνδρεια» σε μετάφραση της Άννυς Σπυράκου το 1992, ένα μέρος του πρώτου μυθιστορήματος της «Τριλογίας», που είχε βγει με τίτλο «Επιτάφιος για ένα μικρό νικητή», από την «Αστάρτη» το 1984 σε μετάφραση Λήδας Μοσχονά και την «Ελένα», πολύ πρόσφατα και πάλι από τον Gutenberg, σε μετάφραση, πρόλογο, σημειώσεις και επίμετρο του Νίκου Πρατσίνη. 

Τι έχει να κερδίσει όποιος/α διαβάσει το βιβλίο;

Θα γνωρίσει την κορυφή μια ξένης λογοτεχνίας της οποίας έχουμε στη γλώσσα μας ελάχιστα δείγματα –αν εξαιρέσουμε την απλοϊκή, πιο εξαγώγιμη και ευκολοδιάβαστη έκφρασή της στο πρόσωπο του Πάολο Κοέλιο–, θα γνωρίσει μια άλλη εποχή και έναν άλλο πολιτισμό, ένα συγγραφέα που στεγάζει όλη τη λογοτεχνία και εμπνέει ακόμα και τους σημερινούς συγγραφείς κι έναν τρόπο γραφής απολύτως μοντέρνο. Ο Μασάντο δεν είναι ένας απρόσιτος συγγραφέας, είναι ένας απέραντος συγγραφέας.

Ανταμείβεται η δημιουργική μοναχικότητα του/της μεταφραστή /άστριας;

Δεν μου αρέσει η έννοια της ανταμοιβής, αλλά της ευχαρίστησης. Η λογοτεχνική μετάφραση είναι ευχαρίστηση πρωτίστως για το μεταφραστή, είναι πάθος, δεν είναι απλώς βιοπορισμός. Είναι σχεδόν αδύνατο να ζήσει κανείς στη χώρα μας μόνο από τη λογοτεχνική μετάφραση. Ισορροπώ θαυμάσια με τη διδασκαλία και τη μετάφραση σε όλα τα επίπεδα. Προσπαθώ να εμπνεύσω τους φοιτητές μου, δουλεύω μαζί τους συλλογικές μεταφράσεις, κάποιες έχουν εκδοθεί, άλλες βρίσκονται στο δρόμο, έχω πάντα νέα μεταφραστικά σχέδια. Όσο για τη μοναχικότητα, ποτέ δεν ένιωσα μόνη ως μεταφράστρια, πρώτ’ απ’ όλα ο συγγραφέας όσο τον μεταφράζω αλλά και μετά γίνεται ταίρι μου για πάντα, είμαστε διαρκώς μαζί χωρίς όμως τη φθορά της συμβίωσης γιατί ο καθένας ζει τη ζωή του όπως τη θέλει, κι ύστερα υπάρχουν τα λεξικά, οι εγκυκλοπαίδειες, τα βιβλία, το διαδίκτυο, οι φίλοι μεταφραστές, οι αναγνώστες, ένας ολόκληρος κόσμος, καμιά μοναξιά.

Φαντάζομαι ότι, σε όγκο, είναι η μεγαλύτερη δουλειά σας μέχρι τώρα. Εσείς, πέρα από τη χαρά της αναγνώστριας και μάλιστα στο πρωτότυπο, τι κερδίσατε από τη συγκεκριμένη μετάφραση;

Σίγουρα ο μεταφραστής είναι ένας πολύ προσεκτικός αναγνώστης του πρωτοτύπου, θεωρητικά ο καλύτερος, κι ο πρώτος αναγνώστης της μετάφρασής του, αυτός θα διαβάσει πρώτος το ξένο έργο στη γλώσσα του. Μεγάλη στιγμή. Όσο για την «Τριλογία» είναι πραγματικά η μεγαλύτερη σε όγκο δουλειά μου, ωστόσο πρόκειται για τρία ξεχωριστά μυθιστορήματα. Σαν να βάζατε τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Τσίρκα, και τα τρία βιβλία μαζί. Ή όλα τα ποιήματα των ετερωνύμων του Πεσσόα που έχω μεταφράσει μαζί. Αυτό θα ήταν δυσκολότερο. Αν κέρδισα κάτι είναι η πειθαρχία και η άσκηση της προσοχής σε έκταση και σε διάρκεια. Α ναι, και η αναμέτρηση με τη διακειμενικότητα. Σ’ αυτό βοήθησε νομίζω και η πανεπιστημιακή μου ιδιότητα. Όλα «κουμπώνουν» στη μετάφραση: οι γνώσεις, η πειθαρχία, η επιμονή και η υπομονή.

Πώς νιώθει ο/η μεταφραστής/άστρια όταν ο κόσμος γνωρίζει ένα λογοτεχνικό έργο μέσα από τη μετάφρασή του/της;

Θα ήταν ψεύτικη ταπεινοφροσύνη να πω πως δεν χαίρομαι και δεν καμαρώνω. Όταν π.χ. μου λέει κάποιος: «Α, εσείς είστε η μεταφράστρια του Πεσσόα» ή «Σας ευχαριστούμε πολύ για τις μεταφράσεις του Πεσσόα». Συχνά μπερδεύονται όταν ανακαλύπτουν πως η καθηγήτρια και η μεταφράστρια είναι το ίδιο άτομο. Ο περισσότερος κόσμος με έχει ταυτίσει με τις μεταφράσεις του Πεσσόα και χαίρομαι γι’ αυτό. Είναι η μόνη ανταμοιβή, για να επιστρέψουμε στην προηγούμενη ερώτηση.

Ο/η μεταφραστής/άστρια είναι συγγραφέας, αναδημιουργός, μεσολαβητής ή κάτι άλλο;

Συγγραφέας όχι, εκτός αν με τον όρο εννοούμε το γραφιά εν γένει. Ο μεταφραστής εκτελεί την παρτιτούρα, δεν τη γράφει ο ίδιος, είναι ερμηνευτής, αναδημιουργός, γλωσσικός και πολιτισμικός μεσολαβητής. Το έχω ξαναπεί: Η μετάφραση είναι γραφή εκ του ασφαλούς. Την έμπνευση και τους κινδύνους της τους έχει μόνο ο συγγραφέας. Ο μεταφραστής είναι τεχνίτης, είναι βιρτουόζος, περφόρμερ, ζογκλέρ, καλλιτέχνης έστω. Πάντως όχι συγγραφέας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ