Βιβλιο

Αν δεν έχεις διαβάσει την «Ανάσταση» του Τολστόι, δεν έχεις διαβάσει τίποτα

Το αριστούργημα της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας, παντοτινά επίκαιρο

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
349055-724318.jpg
© Mareks Steins / Unsplash

Τίποτα δεν έχει αλλάξει από την εποχή του Τολστόι. Κάθε σελίδα της «Ανάστασης» βροντοφωνάζει ότι ο κύκλος των ανθρώπων με στρεβλές αντιλήψεις για τη ζωή είναι αχανής, και ανήκουμε και εμείς σε αυτόν. Οι εισαγωγικές αράδες δίνουν τον τόνο με βιτριολικό σκέρτσο: «Ο ήλιος ζέσταινε… το χορτάρι αναγεννημένο… πουλιά ετοίμαζαν χαρούμενα τις ανοιξιάτικες φωλιές τους… εύθυμα ήταν και τα φυτά. Όμως οι άνθρωποι, οι ενήλικες άνθρωποι, δεν έπαυαν να εξαπατούν και να βασανίζουν εαυτούς και αλλήλους». Διαχρονικά νοήματα σε κλασικές σελίδες που απολαμβάνονται σε οποιαδήποτε περίσταση.

Η πολεμική του Τολστόι, όπως ξεδιπλώνεται μέσα από την εξιστόρηση της σχέσης της πόρνης Μάσλοβα και του πρίγκιπα Νεχλιούντοφ στη Ρωσία του ύστερου 19ου αιώνα, δεν αφήνει παράμετρο της κοινωνικής και διοικητικής διάθρωσης ασχολίαστη. Από τη μια πλευρά, η φτώχεια και οι συνισταμένες της. Ένδεια, εξανδραποδισμός, δικαστική αίθουσα, κελί. Όχι μόνο δεν κάνουμε τίποτα για να εξαλείψουμε τις συνθήκες στις οποίες γεννιούνται τέτοιοι άνθρωποι, λέει ο Τολστόι, αλλά επιπλέον ευνοούμε τα ιδρύματα που τους παράγουν –φάμπρικες, εργοστάσια, καπηλειά, οίκους ανοχής. Στην αντίπερα όχθη, οι ευνοημένοι ενός συστήματος φτιαγμένου να ανατροφοδοτεί τον εαυτό του. Κυβερνήτες, διευθυντές, γιατροί, αστυνόμοι, χωροφύλακες, όλοι τυπικά αμέτοχοι στα μικρά καθημερινά εγκλήματα σε βάρος των ανυπεράσπιστων μέσα από το πλέγμα αλληλοεπικαλύψεων που φροντίζει η υπακοή τους στις εντολές.

Τολστόι πύρινος, Τολστόι αμείλικτος: Η γραφειοκρατία δεν είναι παρά το περιβάλλον στο οποίο με τόση φροντίδα απορρίπτονταν τα βάσανα που περνούν εκατομμύρια άνθρωποι για να εξασφαλίζονται οι ανέσεις και οι απολαύσεις ολίγων. Το δικαστήριο είναι το διοικητικό μέσον για τη διατήρηση της ισχύουσας τάξης πραγμάτων. Οι μορφωμένοι χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους για να ισχυροποιήσουν την αμάθεια στους αμόρφωτους. Ενώ η επίσημη θρησκεία έχει τη θέση απάτης σε βάρος των ανθρώπων –η θρησκεία της «Ανάστασης» εμπορεύεται «ελέησον, ελέησον» με τον τρόπο που οι άνθρωποι διαλαλούν ξύλα, αλεύρι, πατάτες.

Η χλιδή της δημοσιοϋπαλληλίας, ο αταβισμός της κρατικής μηχανής που καταπιέζει δίχως συνειδησιακό βάρος, ο μαρτυρικός εγκλεισμός των μαζών, η κομπορρημοσύνη των ανθρώπων που θεωρούν ότι μπορούν να αλλάξουν τα πάντα στον κόσμο, εκτός από τις άνωθεν εντολές. Όσοι γυρεύουν λογοτεχνία με αναγωγές στο σήμερα, δε χρειάζεται να ψάξουν παραπέρα. Είναι ανεξάντλητο το στοκ παραπτωμάτων ανώτατων αξιωματούχων του κράτους που παρέμεναν θρονιασμένοι σε σημαίνουσες θέσεις. Υπάρχουν και στην «Ανάσταση» διευθυντές υπουργείων που αντί για το κάτεργο διορίζονται κυβερνήτες στη Σιβηρία, η διαφθορά δεν είναι φαινόμενο των ’00s.

Και τι προτείνει στη θέση όσων στηλιτεύει ο Τολστόι στο τελευταίο του σπουδαίο έργο, το οποίο μάλιστα στην εποχή του, το 1899, ξεπέρασε σε πωλήσεις ακόμη και την «Άννα Καρένινα» και το «Πόλεμος και ειρήνη»; Έχοντας στραφεί σε έναν ιδιότυπο χριστιανικό μυστικισμό, ο οποίος κατόρθωνε μέσα στην εκκεντρικότητά του να εμπεριέχει στοιχεία ακόμη και από τις θεωρίες του αναρχισμού, βρίσκει και πάλι μέσα στις αναγνώσεις του ευαγγελίου τις πρακτικά εφαρμόσιμες εντολές που θα θεμελίωναν μια εντελώς καινούργια δομή κοινωνίας. «Δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μην είναι οι ίδιοι ένοχοι», προτείνει. «Και άρα δεν μπορούν να τιμωρήσουν ή να αναμορφώσουν». Μέσα από το επαναλαμβανόμενο «να συγχωρούμε πάντα, τους πάντες», διαφαίνεται και η ουτοπική, χιμαιρική πτυχή ενός έργου το οποίο παραμένει οραματικό στους θριάμβους όσο και τις δυστοκίες του. Πολλές από τις επιδιώξεις της «Ανάστασης» μπορούν άλλωστε να ανιχνευθούν και στον ίδιο το βίο του Τολστόι, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Υπάρχει, φυσικά, και μια ιστορία, ένα μακρύ ταξίδι μέσα στο μεδούλι της τσαρικής Ρωσίας. Με αφετηρία ένα ασυνήθιστο συμβάν στα τέλη Απριλίου, στο προσκήνιο μιας δίκης στην οποία ο Νεχλιούντοφ, με τον πριγκιπικό του τίτλο και με τις νωθρές επιθυμίες του αριστοκράτη, καλείται σαν ένορκος. «Στον πάγκο των κατηγορούμενων είδα εκείνη την εξαπατημένη από εμένα Κατιούσα, με ρούχα φυλακισμένης. Από ένα παράξενο μπέρδεμα και από δικό μου λάθος, την καταδίκασαν σε κάτεργα», γράφει στο ημερολόγιό του δηλώνοντας έτοιμος να κάνει τα πάντα για να μεταμεληθεί στη συνείδηση αυτής της αφελούς πόρνης με τα αστραφτερά σαν υγρά φραγκοστάφυλα μάτια και το ελαφρώς στραβίζον βλέμμα που σου γεννά την επιθυμία να την προστατέψεις. Αυτό ακριβώς θα επιδιώξει με όλες του τις δυνάμεις ο Νεχλιούντοφ, καθώς η σύμπτωση απαιτεί την παραδοχή της χυδαιότητάς του προς την Μάσλοβα, την αφοσίωσή του στην πορεία από τις φυλακές στο τρένο για τη Σιβηρία και τη συμμετοχή του στην εξουθενωτική διαδρομή του καραβανιού των εκτοπισμένων. Ένα επικό λογοτεχνικό ταξίδι που παρασέρνει κάθε αναγνώστη. Κλασικός Τολστόι, σε διαχρονικές σελίδες. Το πιο διαβαστερό δώρο που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου.

Λέων Τολστόι, «Η ανάσταση», εκδόσεις Κέδρος, 631 σελίδες, μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ