Βιβλιο

Σημειώσεις για την δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά

Συμβολή στην παρουσίαση της Ανθολογίας του Ανέστη Ευαγγέλου και του Γιώργου Αράγη

346048-718799.jpg
Χρίστος Ρουμελιωτάκης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
345881-718516.jpg

Όταν ο Γιώργος Αράγης μού πρότεινε να μετάσχω στην παρουσίαση της δεύτερης έκδοσης της Ανθολογίας του Ανέστη Ευαγγέλου, στή μνήμη μου επανήλθαν οι στίχοι που κατά καιρούς έχω γράψει για τον πατέρα μου: ο πατέρας μου έλειπε / η μάνα μου δούλευε / και τις νύχτες το σπίτι μας έσταζε. Και βέβαια οι ανάλογοι στίχοι που έχουν γράψει οι ποιητές που ανθολογούνται στην Ανθολογία αυτή. Τίποτα, νομίζω, δεν δίνει καλύτερα το στίγμα των ποιητών της Δεύτερης  Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς, όπως προσφυώς την ονόμασε ο Ανέστης Ευγγέλου και άλλοι πριν από αυτόν, όσο η αναφορά στον πατέρα. Ο πατέρας πάντοτε λείπει είτε γιατί  πέθανε στον πόλεμο, είτε γιατί βρίσκεται στη φυλακή ή την εξορία κι αυτοί συνομιλούν  μαζί του εκφράζοντες πάντοτε τον θαυμασμό τους γι αυτόν και τα βάσανα που πέρασε.

Ναι, λοπόν: Ο πατέρας μου έλειπε / η μάνα μου δούλευε / και τις νύχτες το σπίτι μας έσταζε.

Ναι, λοιπόν:  Έτσι έμαθα από μικρός / να προφητεύω το μέλλον. // Ο  πατέρας μου, βλέπω θα λείπει, / η μητέρα μου, βλέπω θα δουλεύει / και τις νύχτες το σπίτι θα στάζει για πάντα. // In the long, long years of defeat / στα μακριά τα ατελείωτα χρόνια της ήττας.

Ναι, ήμασταν νέοι, ήμασταν στα χρόνια της εφηβείας. Ο Εμφύλιος είχε τελειώσει πριν από μερικά χρόνια, αλλά οι συνέπειες του ήταν παρούσες, πανταχού παρούσες, κάθε στιγμή παρούσες για τους ηττημένους, αλλά και για τους νικητές– αν υπήρχαν ηττημένοι και νικητές από αυτή τη φοβερή σφαγή. Οι ηττημένοι ήταν στις φυλακές και τις εξορίες ή μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν στους τόπους αυτούς, ενώ οι νικητές έπρεπε ανά πάσα στιγμή επίσης να επιβεβαιώνουν την πίστη και την αφοσίωσή τους στην κρατούσα εθνικοφροσύνη, κινδυνεύοντας άλλως να μεταταγούν αρμοδίως στην ενδιάμεση κατηγορία του “συνοδοιπόρου” και τις συνέπειές της – έννοια που ένας σημερινός έφηβος είναι βέβαιο ότι δεν έχει ακούσει και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να κατανοήσει.

Στο σημείο αυτό νομίζω ότι είναι αναγκαίο για την παρούσα αφήγηση να αναζήτήσουμε τις ρίζες από τις οποίες ξεκινάει το ποίημα, το πόθεν δηλαδή διαμορφώνονται  οι βουλές της ποιήσεως του ποιήτη. Και για τον σκοπό αυτό θα επικαλεσθώ τη γνώμη δυο διαφορετικών μεταξύ τους ιδεολογικά, τεχνοτροπικά και ιδιοσυγκρασιακά ποιητών, του Ράινερ Μαρία Ρίλκε και του Τάκη Σινόπουλου.

Ο ποιητής, λέει ο Ρίλκε, δεν έχει βιογραφία∙ βιογραφία είναι τα ποιήματά του. Ο ποιητής, λέει επίσης ο Ρίλκε, για να ελπίζει ότι μπορεί κάποτε να φτάσει στο ποίημα, πρέπει να έχει εμπειρίες. Γιατί οι στίχοι δεν είναι, καθώς νομίζουν οι άνθρωποι αισθήματα, είναι εμπειρίες. Κι ακόμη, δεν αρκεί να έχει αναμνήσεις, πρέπει επίσης να μπορεί να τις λησμονά όταν είναι πολλές, και πρέπει να έχει τη μεγάλη υπομονή να περιμένει να ξανάρθουν. Μόνο όταν γίνουν αίμα μέσα του, βλέμμα και χειρονομία, δίχως όνομα και δίχως να ξεχωρίζουν από αυτόν, τότε μόνο μπορεί να συμβεί, σε μια πολύ σπάνια ώρα, η πρώτη λέξη ενός στίχου να υψωθεί στη μέση τους και να βγεί από αυτές. Το ποίημα λοπόν, κατά τον Ρίλκε, έχει τις ρίζες του στα βιώματα του ποιητή ή, όπως θα έλεγε ο Καβάφης, είναι στις εμπειρίες, που  βρίσκονται οι βουλές της ποιήσεώς του.  

Υπάρχουν έργα , γράφει ο Τάκης  Σινόπουλος, που φαίνονται να ζουν μια δική τους μυστική ζωή, που δεν χρειάζονται την αναδρομή στην ιδιωτική  ζωή του τεχνίτη για να μελετηθούν,  ταυτόχρονα όμως, τα έργα αυτά είναι αναπόσπαστα δεμένα με τις εξωτερικές περιπέτειες του δημιουργού τους, ώστε θα αποτελούσε βασικό σφάλμα αν θεωρούνταν και εξετάζονταν ανεξάρτητα από τις συνθήκες που, κρυφά η φανερά, τροφοδότησαν τη γέννηση και την ύπαρξη τους. Ανάμεσα στη ζωή και τη δημιουργία υπάρχουν σχέσεις και ανταποκρίσεις τέτοιες, που, χωρίς κίνδυνο, θα μπορούσαμε να συλλογιστούμε τα συγκοινωνούντα δοχεία ή να αναφερθούμε στη συνάρτηση μήτρας και εμβρύου.

Οι επισημάνσεις αυτές είναι χρήσιμες και νομίζω κρίσιμες για να αποφανθούμε αν  οι ποιητές που περιλαμβάνονται στην Ανθολογία  του Ανέστη Ευαγγέλου και, τώρα, και του Γιώργου Αράγη  συγκροτούν ή δεν συγκροτούν μια ιδιαίτερη γενιά με κοινές ρίζες, που φυτρώνουν σε κοινό έδαφος και ποτίζονται από τα υπόγεια ύδατα κοινού ή παραπλήσιου ψυχισμού. Και είναι χρήσιμες και κρίσιμες γιατί επι πολλά χρόνια επιφανείς κριτικοί αμφισβητούσαν την αυτοτέλεια και τα κοινά χαρακτηριστικά των ποιητών της γενιάς αυτής.

Στο σημείο  αυτό νομίζω ότι πρέπει  να κάνουμε μια νέα παρέκβαση για να υπενθυμίσουμε το αυτονόητο: Η ποίηση είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη  και, για τον δυτικό τουλάχιστον άνθρωπο, αρχίζει από τον Όμηρο. Στην πορεία της ανά τους αιώνες αλλάζει μορφή, αλλά η ουσία της  παραμένει αναλίωτη. Η διάκριση κατά είδη ή κατά εποχές ή, στα νεώτερα χρόνια, κατά γενιές,  δεν αλλάζει την παραδοχή. Απλώς θέτει το ερώτημα των κριτηρίων της διάκρισης. Και οπωσδήποτε δεν αναιρεί το γεγονός, ότι οποιοδήποτε κριτήριο και αν επιλέξουμε  οι διαχωρισμοί και οι διακρίσεις αυτές δεν εξυπηρετούν παρά μόνο μεθοδολογικούς σκοπούς, όπως σωστά γράφει ο Βαγγέλης Κάσσος. Διέπονται, συνεχίζει ο Κάσσος, από μια προσωρινότητα και δεν εμποδίζουν τα μεγάλα αναστήματα να αποδεσμέυονται ολοκληρωτικά από τις διακρίσεις αυτές και να πορεύονται μέσα στον χρόνο με τη δική τους αυτοτέλεια. Κανείς, όπως επιλέγει, δεν αναρωτιέται σήμερα σε ποιά γενιά ανήκει ο Καβάφης και σε ποια ο Καρυωτάκης.  

Ο Ανέστης Ευαγγέλου, παραβλέποντας τις απόψεις, που από το 1953 είχε δημοσιεύει στην «Αγγλοεληνική Επιθεώρηση» η Μιμίκα Κρανάκη, υιθετεί ως κριτήριο  για τις επιλογές του,  τον χρόνο γεννήσεως του ποιητή, θεωρώντας ότι τα παιδικά και τα χρόνια της εφηβείας είναι αυτά στα οποία κατοικούν τα καθοριστικά του βιώματα. Έτσι στίς επιλογές του περιλαμβάνει  τους ποιητές που γεννήθηκαν από το 1929 έως το 1940, συμπορευόμενος στό σημείο αυτό με τον Αλέξανδρο Αργυρίου. Είναι σωστό το κριτήριο αυτό ή έχει δίκιο η Μιμίκα Κρανάκη, όταν λέει , ότι το κριτήριο της γενιάς δεν θα πρέπει να είναι συνάρτηση μιας πατρικής σχέσης και μιας σύγχρονης δράσης αλλά του αντικειμενικού αποκρυσταλλώματος αυτής της δράσης; Και όταν λέει, ότι στην τέχνη διαλέγει κανείς τον πατέρα του και τους προγόνους του και δεν τους υφίσταται σαν μια θύελλα  ή ένα σεισμό;  Δύσκολα ερωτήματα, που τουλαχιστον για την παρούσα περίπτωση, νομίζω ότι η ενασχόληση, τώρα, με αυτά θα μας ξεστράτιζε από το κύριο θέμα μας, που είναι η Ανθολογία του Ευαγγέλου.

Ας επανέλθουμε λοιπόν στα πράγματα. Ο Ανέστης Ευαγγέλου εντοπίζει και καταγράφει 168 ποιητές που γεννήθηκαν στο διάστημα του χρόνου που αναφέραμε και οι οποίοι εμφανίστηκαν στα γράμματα από το 1950 ως το 1970. Από αυτούς επιλέγει  και ανθολογεί 44. Πρόκειται για ανθολογία ποιητών και όχι ποιημάτων, διευκρινίζει. Αυτό σημαίνει, συμπληρώνει, ότι δεν περιλαμβάνονται ποιητές που έγραψαν ένα ή και περισσότερα καλά ποιήματα, αλλά μόνο όσοι με το έργο τους, μικρό ή μεγάλο ‒ δεν έχει σημασία ‒ έχουν κερδίσει πια την προσωπική τους φωνή και έχουν προσθέσει τον δικό τους ευδιάκριτο ήχο στην πολυφωνία της ποίησης της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, συμβάλλοντας στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της.

Ναι λοιπόν, η ποίηση της γενιάς του ΄60‒ άλλος προσδιορισμός εξίσου νόμιμος‒ είναι πολυφωνική, όπως πολυφωνική είναι και η ποίηση κάθε προηγούμενης γενιάς, αφού οι ποιητές, όπως δέχεται ο Γιώργος Αράγης, είναι προσωπικότητες μοναδικές και ανεπανάληπτες, αντίστοιχες με το έργο τους και κανένας ποιητής δεν είναι όμοιος με κάποιον άλλο ποιητή. Αλλά μήπως μέσα στην πολυφωνία αυτή υπάρχει μια κυρίαρχη  συλλογική τάση, που εκπηγάζει από το κοινό έδαφος και τα κοινά υπόγεια – κατ’ επιφάνειαν ρέοντα τώρα, την δεκαετία του ’50 ‒ ύδατα; Ή μήπως είναι σωστή η άποψη του Αλέξανδρου Αργυρίου, που ισχυρίζεται ευθέως και σαφώς, ότι μια τέτοια κυρίαρχη συλλογική τάση δεν υπάρχει και ότι οι ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς είναι «σκόρπια κατηγορία» ‒ έτσι την ονομάζει ‒ «γιατί δεν ανήκουν σε κοινές τάσεις (αισθητικές, ιδεολογικές κλπ)» και «ειναι μάλλον μονάδες παρά σύνολα»;

Όχι, λέει ο Ανέστης Ευαγγέλου, ο Αργυρίου κάνει λάθος∙ δεν διαβάζει σωστά το κοινό βιωματικό έδαφος, που έθρεψε την ποίηση της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, και τις κοινές ιστορικές συνθήκες, που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της. Μια φυσιογνωμία που, όχι μόνο βρίσκει την έκφραση της σε κοινές τάσεις (κοινωνική, υπαρξιακή, ερωτική, εξομολογητική κλπ), αλλά και σφραγίζεται καθοριστικά από το στοιχείο της στέρησης. Η στέρηση αυτή σε όλες της τις μορφές και τις εκφάνσεις, οπως αποτυπώθηκαν στην ποίηση της (στέρηση του οράματος, της ελπίδας σε ένα καλύτερο κόσμο, στέρηση του έρωτα, των συντρόφων...) αλλά και όπως τη ζήσαμε λίγο πολύ στα πρώτα καθοριστικά μας χρόνια (στέρηση του ψωμιού, των ομαλών συνθηκών ζωής, στέρηση του πατέρα, που λείπει στο μέτωπο, στο βουνό, σε κάποιο νησί, στη φυλακή, στέρηση της στοργής, της χαράς, του αμέριμνου παιγνιδιού), βλέπω, συμπεραίνει, να είναι ο ισχυρότατος δεσμος, που συνδέει υπόγεια όλες τις τάσεις της γενιάς αυτής, της φαινομενικά μονάχα ασύνδετης και σκόρπιας, και την κάνει να ξεχωρίζει ευδιάκριτα ανάμεσα στις παλαιότερες και τις κατοπινές γενιές της λογοτεχνίας μας.

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επανέλθω στους στίχους με τους οποίους άρχισα το παρόν κείμενο, νιώθω όμως την ανάγκη να τελειώσω όπως άρχισα, με το εύγλωτο ποίημα του Τάσου Γαλάτη Ο ΤΡΟΜΟΣ, που ανθολογείται από τον Ευαγγέλου: Όταν αλήτευα στον Πόρο / με τον Θανάση Μαργαρίτη / πέντε χρονώ παιδιά / μια μέρα / προσπαθώντας να τον ξεπεράσω στο σημάδι / έξω απο το Προγυμναστήριο / στους ευκαλύπτους / μού ξέφυγε μια πέτρα / και τινάχτηκε στου Γερμανού τα πόδια / που φύλαγε σκοπιά. // Ω τρόμε / σε γνώρισα / νωρίς / κι ούτε χαλάρωσαν τ’ αρπάγια σου από τότε∙/ παιδιά μου όλης της γης / παιδιά στο Βιετνάμ και στην Καμπότζη / ν’ αλαφροπετάτε τα λιθάρια σας...

Το κείμενο αυτό αποτελεί φυσικά φόρο τιμής στη μνημη του Ανέστη Ευαγγέλου, που ανήγαγε την «σκόρπια κατηγορία» στο επίπεδο της γενιάς και, που αν ζούσε, σήμερα θα έιχε την ηλικία μου. Χρειάζεται επίσης να ευχαριστήσω το ναύαρχο Δημήτρη Γιακουμάκη, εκεί που από χρόνια βρίσκεται, και τα λοιπά μέλη της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού ΝΕΕΣ ΤΟΜΕΣ, Ηλία Κεφάλα, Βαγγέλη Κάσσο και Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, που πρώτοι, με το πρώτο τεύχος του περιοδικού τους, επιχείρησαν, επιτυχώς δε, την πρώτη ανθολόγηση της γενιάς μας. Και ιδιαίτερα τον Επαμεινώντα Μπαλούμη. Ο Μπαλούμης, πρώτος απ’ όλους, εισηγήθηκε στο Τρίτο Συμπόσιο Ποίησης, το καλοκαίρι του 1983, το θέμα «Η δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά: Συνιστώσες ωρίμανσης και έκφρασης». Για την ακρίβεια επιχείρησε  να το παρουσιάσει, αλλά μια διακοπή της ΔΕΗ τον κατέβασε από το βήμα. Το κείμενο όμως της εισήγησής του δημοσιεύθηκε στα πρακτικά του Συμποσίου.


Σημείωση: Το παρόν κείμενο αποτελεί συμβολή στην παρουσίαση της Ανθολογίας “Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΓΕΝΙΑ (1950-2012)” των Ανέστη Ευαγγέλου και Γιώργου Αράγη, GUTENBERG 2017, σελ.923. Λοιποί ομιλητές: Λουκάς Κούσουλας, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Γιώργος Αράγης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ