Βιβλιο

Όταν ο Άκης Πάνου «συναντήθηκε» με τον Καμύ

Τρυφερά μαθήματα φτώχειας

21219-59240.jpg
Δημήτρης Στεφανάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
132061-300043.jpg

Όταν το 1967 άκουσα για πρώτη φορά τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να τραγουδά «θα κλείσω τα μάτια», στάθηκα στον επίμαχο στίχο «Τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει/ τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή». Φωτογράφιζε κατά κάποιο τρόπο την ηρωική διαδρομή των γονιών μας σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε ακόμα να κλείσει τις πληγές του εμφυλίου. Τις επόμενες μέρες το τραγούδι αυτό του Άκη Πάνου εξαφανίστηκε από τα ραδιόφωνο ‒ έγινε κάτι σαν τραγούδι-φάντασμα. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι το είχε απαγορέψει η Χούντα.

Μεγάλωνα στην Ελλάδα της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα όπου τα όνειρα άνθιζαν όπως ο βασιλικός στη γλάστρα. Έχω να θυμάμαι το κλοτσοσκούφι στις αλάνες και τις οσμές που μας μεθούσαν από το ανοιχτό παράθυρο κάποιας κουζίνας. Μικροί κόσμοι, στενά δρομάκια, άνθρωποι που η δρασκελιά τους δεν πήγαινε μακριά. Σ’ εκείνα τα χρόνια από πέτρα πήρα τα πρώτα μαθήματα φτώχειας – κι ήταν μαθήματα σκληρά. Είναι παράξενο αλλά σήμερα που το σκέφτομαι, ακόμα και οι επιθυμίες μας ήταν φτωχικές. Παθιαζόμασταν με το τίποτα, οι προσδοκίες μας δεν είχαν κάτι το εξαιρετικό, η γνώση ισχνή, η πληροφόρηση λειψή. Είναι να απορεί κανείς με ποια ερεθίσματα τρέφαμε την φαντασία μας. Την ένδειά μας την έβλεπε κανείς στα μπαλωμένα παντελόνια και στα παλιοπάπουτσα. Πώς να την κρύψουμε; Από την πλευρά μας διαβάζαμε το πρόσωπο μιας φτώχειας πιο σκληρής στα μυθιστορήματα του Ντίκενς. Είχε δίκιο ο Άκης Πάνου, που ένιωθε την φτώχεια μεγαλύτερη ντροπή.

Κι ύστερα ήρθε ένα ημιτελές μυθιστόρημα από ένα αγαπημένο συγγραφέα να φωτίσει αλλιώς το ζήτημα. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα κυκλοφόρησε Ο πρώτος άνθρωπος του Καμύ, όλοι εμείς που αγαπούσαμε τον γαλλοαλγερινό νομπελίστα σπεύσαμε να προμηθευτούμε τη μεταθανάτια έκδοση. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου διέκρινα για πρώτη φορά την τρυφερή ματιά ενός ανθρώπου πάνω στην ανέχεια της παιδικής του ηλικίας. Θα έλεγε κανείς πως ένας ήλιος μεσογειακός θέρμαινε με το φως του τις παιδικές αναμνήσεις από τα δύσκολα χρόνια στο Αλγέρι. Ο Καμύ περιέγραφε νοσταλγικά το τοπίο της παιδικής του ηλικίας: « Η οδός Μπαμπ Αζούν ήταν ένας στενός δρομάκος με αμφίπλευρες καμάρες πάνω σε γιγάντιες τετράγωνες κολόνες, που τον έκαναν ακόμα στενότερο. Τις θερμές ημέρες, ο βαθυγάλαζος ουρανός κάλυπτε σαν καυτό καπάκι το δρόμο και μόνο κάτω από τις καμάρες δρόσιζε… οι Άραβες πουλούσαν γλυκά που κολυμπούσαν στο λάδι και στο μέλι, σκοτεινά και βαθιά καφενεία, όπου οι μηχανές του καφέ δούλευαν στο φόρτε …». Αναθυμόταν τις στοργικές επιπλήξεις του διευθυντή στο σχολείο, όταν του έλεγε: «Σβέλτα, κουνούπι. Ελπίζω να μην έκανες καμιά ανοησία». Μνημόνευε την αδυναμία που είχε η κατά τα άλλα τυραννική γιαγιά του για τον γιο της, τον θείο Έρνεστ ως το «…φαινόμενο της αδυναμίας μπροστά στην ομορφιά που κάνει τον κόσμο πιο υποφερτό». Κι ύστερα αναφερόταν ευθέως στη φτώχεια των παιδικών του χρόνων και στα μετρημένα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν στο σπίτι και δεν είχαν όνομα, όπως το «βάζο πάνω στο τζάκι», σε αντίθεση με το λαμπερό κεραμικό των Βοσγίων ή το σερβίτσιο Κεμπέρ που θαύμαζε στο σπίτι του θείου. Ο ήρωάς του με τον οποίο ταυτίζεται: «έζησε τα παιδικά του χρόνια σε μια φτώχεια γυμνή σαν τον θάνατο, ανάμεσα σε ουσιαστικά. Στου θείου του ανακάλυπτε τα κύρια ονόματα».

Η «φτώχεια και η μιζέρια» στο τραγούδι του Άκη Πάνου μεταμορφώθηκε αίφνης σε ευλογία μέσα σ’ ένα αήττητο καλοκαίρι που τύλιξε και πήρε μαζί του τον συγγραφέα του Ξένου. Έχει δίκιο τελικά ο Μπένγιαμιν όταν λέει πως στο λαϊκό τραγούδι ανακαλύπτει κανείς τον εαυτό του. Χρόνια τώρα «κλείνω τα μάτια» και ισορροπώ ανάμεσα στην σκληροτράχηλη στιχουργική ενός τραγουδοποιού και στη γλωσσική απόσταξη ενός μεσογειακού στοχαστή. Σκέφτομαι πως υπάρχει πάντα κάτι τρυφερό στην καρδιά της φτώχειας κι επιστρέφω ξανά με νοσταλγία σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια που τα παιδιά της Μεσογείου μοιράζονταν ένα κομμάτι πικρό ψωμί.

image

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ