Life

Πως ρόκαρε η Αθήνα στα 80s

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η «ανεξάρτητη» ροκ Αθήνα ήταν χωρισμένη σε δύο γειτονιές. Η μία ήταν τα Εξάρχεια. Η άλλη τα Πατήσια και η Κυψέλη

62076-137231.jpg
Γιάννης Παναγόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 422
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
34482-77769.jpg

Στην Αθήνα, τα 80s θα ήταν πληκτικά αν δεν υπήρχε το Rock’N’ Roll. Μιλάμε για μια μουσική σκηνή (συγκροτήματα και άνθρωποι που συνδεθήκαν μαζί τους) που πρόλαβε να γεννηθεί και να πεθάνει χωρίς να την πάρει κανένας στα σοβαρά. Άραγε, υπήρχε λόγος να συμβεί αυτό;

Μια ανθρώπινη ιστορία

«Σχεδόν έκλαιγα στα σκαλιά του “Πήγασου”. Είχα μόλις μάθει πως εκείνος ο βλάκας, που το έπαιζε πλούσιος μουσικοδημοσιογράφος και είχε συμφωνήσει να χρηματοδοτήσει το άλμπουμ μας, έλεγε ψέματα. Πως, τελικά, δεν θα έδινε φράγκο. Σκεφτόμουν τα παρακάλια που είχαμε ρίξει στο μακαρίτη τον Νίκο τον Παπάζογλου να κλείσουμε το στούντιό του “Αγροτικόν” (στη Θεσσαλονίκη) για ηχογραφήσεις. Σκεφτόμουν πως δεν ήταν η πρώτη αλλά η τρίτη φορά που του είχα πει πως θα ηχογραφούσαμε μαζί του και πως για ακόμα μια φορά δεν θα κρατούσα την υπόσχεσή μου. Όλα αυτά έπαιζαν στο μυαλό μου, έως τη στιγμή που έφτασε στο κλαμπ ο Πέτρος ο Κουτσούμπας. Θυμάμαι τη σκηνή.

Κοντοστάθηκε μπροστά μου λέγοντας: “Τι τρέχει, ρε Γιαννάκη;”. Του απάντησα “Α παράτα με!”. Με προσπέρασε απορημένος και μπαίνοντας στον “Πήγασο” τράκαρε τον Χρήστο τον Δασκαλόπουλο, που τότε είχε εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο. Πρώτα ρώτησε: “Ρε συ, τι έχει αυτός;”. Και μετά ρώτησε αν οι Anti-Troppau Council, η μπάντα που έπαιζα κιθάρα, ήταν καλή. Ο Δασκαλόπουλος του απάντησε: “Είναι από τις καλύτερες που παίζουν στο κλαμπ σου”.

Λίγο αργότερα ο Κουτσούμπας πρότεινε: “Γιάννη, θα πληρώσω εγώ το άλμπουμ. Πόσα θέλετε;”. Έβαλε 100.000 δραχμές. Το άλμπουμ “A Way Out” βγήκε το 1986. Από τις πωλήσεις πήρε τα χρήματά του πίσω σε δύο εβδομάδες. Και τις επόμενες δύο έγινε κάτι ανέλπιστο. Έφτασε παραγγελία από την Αμερική. Είχαμε πάρει απίστευτη κριτική από το περιοδικό (βίβλο της Post-Punk σκηνής) “Maximum Rock’N’ Roll”. Θέλανε να τους στείλουμε 5.000 αντίτυπα. Καθόλου άσχημα για μας. Ήμασταν μια ροκ εν’ ρολ μπάντα που έκανε πρόβες στα Σεπόλια».

n

Anti Troppau Council

Ο Γιάννης Ντρενογιάννης, κάποτε κιθαρίστας στους Anti Troppau Council, ακόμα κιθαρίστας στους Yeah!, μπορεί να θυμηθεί πολλά στιγμιότυπα σαν τα παραπάνω. Ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές μιας άγνωστης, εντελώς ροκ ιστορίας που διαδραματίστηκε στην Αθήνα του ’80. Την ίδια εποχή που, για τα mainstream ντόπια μίντια, ροκ ήταν η «Ευλαμπία» του Γιάννη Γιοκαρίνη, η «Γυριστρούλα» του Λάκη Παπαδόπουλου, ο «Μαύρος Γάτος» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, μπάντες σαν τη δική του έγραφαν ιστορία ροκάροντας σ’ ένα κλαμπ στα Εξάρχεια: τον «Πήγασο».

Το μαγαζί με σήμα κατατεθέν το διπλανό του κτίριο, το Α.Τ. (Αστυνομικό Τμήμα) της γειτονιάς. Ο «Πήγασος» ήταν μια τρύπα χωρητικότητας 150 ατόμων. Φιλοξενούσε κάθε βράδυ και διαφορετική μπάντα. DJs ήταν ο Χρήστος Δασκαλόπουλος και ο Αιμίλιος Κατσούρης. Ο δεύτερος το 1985 έφτιαξε τη δισκογραφική εταιρεία Hitch-Hike. Για εκείνη ηχογράφησαν το πρώτο τους άλμπουμ, το 1986, οι The Last Drive με τίτλο «Underworld Shakedown». Ένα surf-garage δυναμίτη. Το «Valley Of Death» (κομμάτι που υπάρχει στο άλμπουμ) είναι ο ορισμός του ψυχεδελικού garage.

Η Creep Records

Ήταν γεμάτος ιδέες για τη μουσική. Δεν είχε ιδέα πώς δούλευαν οι δισκογραφικές εταιρείες. Ήθελε να φτιάξει μία. Κεφάλαιο δεν υπήρχε. Μόνη λύση ήταν το, τότε, φρέσκο εφάπαξ του πρώην στρατιωτικού πατέρα του. Εκείνος γνώριζε πως το παιδί ετοίμαζε ένα «λάθος». Κάτι που θα μπορούσε να τινάξει τον οικονομικό προϋπολογισμό της οικογένειας στον αέρα, αλλά δέχτηκε να χρηματοδοτήσει το «κόλπο». Ο Μπαμπης Δαλίδης έφτιαξε την Creep Records στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Και το έκανε γιατί δεν θα ηρεμούσε αν δεν κυκλοφορούσε κανονικά, σε δίσκο δηλαδή, τη μουσική των Yell-O-Yell. Της μπάντας που ο κάποτε συμμαθητής και καλύτερός του φίλος, κάτοικος Γαλατσίου, Phil Scars  (ο Φιλώτας Βασκαλής, δηλαδή) τραγουδούσε.

n

Ο Δαλίδης λέει: «Πριν την Creep ήμουν απλά λάτρης του ροκ. Γούσταρα μπάντες σαν τους Bauhaus, τους Pop Group, τους Joy Division. Όταν τελείωσα το στρατό άνοιξα το “Blow-Up”, ένα δισκάδικο στα Εξάρχεια. Στόχευα στο “τότε” καινούργιο, το βρετανικό “New Wave” δηλαδή. Όλα αυτά το 1981, όταν ήμουν 21 ετών. Δύο χρόνια αργότερα ήρθε η Creep Records. Αποφάσισα πως πρώτη κυκλοφορία θα ήταν το σινγκλάκι των Yell-O-Yell.  Από εκείνη την εποχή δεν θα ξεχάσω την πρώτη τους ηχογράφηση. Έγινε σ’ ένα στούντιο στα Άνω Πατήσια.

Εκεί έγραφαν καλλιτέχνες από Νταλάρα μέχρι και β΄ ή γ΄ κατηγορίας λαϊκοί τραγουδιστές. Ηχολήπτης ήταν ο Βασίλης Γεωργόπουλος. Η ηχογράφηση ξεκίνησε με χαμόγελα. Το τέλος της μας βρήκε σκοτωμένους. Ο Γεωργόπουλος φρίκαρε. Ο Phil χτυπιόταν στο πάτωμα για να αποδώσει καλύτερα τα τραγούδια του, την ίδια στιγμή που εκείνος τσίριζε: “Μην ξαναπατήσετε το πόδι σας εδώ”. Τελικά όλες οι μπάντες της Creep ηχογράφησαν στο ίδιο στούντιο. Όχι μ’ εκείνον ως ηχολήπτη, αλλά με τον Χρίστο τον Μανωλίτση. Τον τύπο που δεν είχε πρόβλημα να βάλει flanger στη φωνή, όταν του λέγαμε πως έτσι ακουγόταν καλύτερα».

Για την Creep Records ηχογράφησαν μπάντες, εκτός των Yell-O-Yell, όπως οι South Of No North, οι Metro Decay, οι Clown, οι Headleaders, οι Cpt Nefos, οι Villa 21. O «Babis the Boss», όπως ήταν τότε το παρατσούκλι του Δαλίδη, θυμάται: «Τη διανομή των άλμπουμ την έκανα μόνος, όταν σχόλαγα από τη δουλειά. Καβάλαγα το μηχανάκι και έτρεχα στα δισκάδικα προσπαθώντας να πείσω τους μαγαζάτορες πως τα συγκροτήματα της εταιρείας μου άξιζαν. Κάποιους τους κατάφερα. Κάποιους άλλους όχι.

n

Metro Decay

Με τη βοήθεια περιοδικών σαν το “Ποπ & Ροκ”, το κόλπο “Creep Records” μεγάλωσε τόσο πολύ που δεν προλάβαινα να τυπώνω άλμπουμ. Η Creep ήταν μια αξιοπρεπής εταιρεία. Δεν μου έφερε φράγκα. Δεν μ’ ένοιαξε ποτέ αυτό. Ήθελα οι καλλιτέχνες της να είναι άνετοι. Δεν τους πίεσα ποτέ να κάνουν κάτι που δεν ήθελαν. Δεν ήθελα τα συγκροτήματα να βάζουν χρήματα από την τσέπη τους, όταν ηχογραφούσαν τις δουλειές τους. Τουλάχιστον αυτό το κατάφερα». Οι Yell-O-Yell, πριν σβήσουν, ηχογράφησαν το καταπληκτικό άλμπουμ «Hello Hell». Και οι Metro Decay την «Υπέρβαση». Μια δουλειά πολύ μπροστά από την εποχή της.

Μπάντες χωρίς μέλλον

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η «ανεξάρτητη» ροκ Αθήνα ήταν χωρισμένη σε δύο γειτονιές. Η μία ήταν τα Εξάρχεια. Η άλλη τα Πατήσια και η Κυψέλη. Στην πρώτη άραζαν μπάντες σαν τους The Last Drive, τη Λευκή Συμφωνία, τους Human Grape, τους No Man’s Land, τους Anti Troppau Council. Στη δεύτερη μπάντες σαν τους South Of No North, τους Metro Decay, τους Villa 21, τους Yell-O- Yell.  Το 1985 κυκλοφόρησε ένα compilation, σταθμός για την εποχή. Είχε τον τίτλο «Outsiders». Το έβγαλε η σημερινή Di Di Music. Εκεί ακούγονταν μπάντες όπως οι X-Mandarina Duck, οι Not 2 Without 3, οι Anti-Troppau Council και οι Villa 21.

Ο Ντρενογιάννης θυμάται: «Τον Λόρη ή Λορίδα, ή όπως αλλιώς τον λένε, τον έφτιαξαν αναξιοπαθούντες σαν και εμάς. Πουλάγαμε στη Νομική κασέτες με συγκροτήματα που έγραφαν για πάρτη του. Είναι μαγκιά του το ότι σήμερα κατάφερε να φτάσει ψηλά. Για μένα, όμως, είναι μόνο αυτό που είπα προηγουμένως. Και για τον Κουτσούμπα την ίδια άποψη έχω. Ήταν ένας αριστερός “κατηγορίας” Β΄ Πανελλαδικής που δεν είχε ιδέα για μουσική. Είχε τον “Πήγασο” συνεταιρικά με τον Ντάνυ. Μ’ εκείνον στήσαμε το μαγαζί κρυφά από τον Κουτσούμπα, όταν ήταν στρατό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βράδυ που ήρθε στο κλαμπ ανακαλύπτοντας πως το είχαμε αλλάξει. Κλαψούριζε λέγοντας: “Άγριοι, πουλήσατε το πιάνο μου για να στήσετε την καύλα σας”. Η αλήθεια ήταν πως είχε ένα πιάνο στο μαγαζί για να παίζουν κάτι άθλιοι τύποι μαλακίες. Κάποια στιγμή χαλάρωσε. Και αυτό έγινε μόλις πήδηξε κανά δυο γκομενάκια».

n

Villa 21

Το «πάρτι» του «Πήγασου», με τα σχεδόν σε καθημερινή βάση live, τέλειωσε στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Και λίγο αργότερα το ίδιο έκαναν η «Μουσική Αποθήκη», που βρίσκονταν ανάμεσα στην πλατεία Αμερικής και την οδό Αγίου Μελετίου (στο δεύτερο όροφο κτιρίου που στο υπόγειό του λειτουργούσε μπουρδέλο), και το «Mad», που τότε λειτουργούσε στη λεωφόρο Συγγρού. Το «Ρόδον», που άνοιξε το 1987 και λειτούργησε ως τον Μάιο του 2005, εκτόνωσε το απωθημένο των Αθηναίων Ελλήνων να δουν τις μπάντες που έως εκείνη τη στιγμή άκουγαν στo πικ-απ ζωντανά, στην πόλη τους.

Απ’ εκείνη τη στιγμή και μετά οι The Last Drive δοκίμασαν με σχετική επιτυχία την τύχη τους σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ο Phil, των Yell-O-Yell, μετά από ένα μακρόσυρτο φλερτ με την αυτοκαταστροφή «κατάφερε» να φύγει. Και σ’ ένα περιστατικό που θα μπορούσε να είναι ατραξιόν σε φεστιβάλ ατυχίας (αυτοκινητιστικό δυστύχημα) έφυγε και ο Κώστας Ποθουλάκης, κιθαρίστας και τραγουδιστής στους Villa 21. Δεν έχουν άδικο εκείνοι που λένε πως η δεκαετία του ’80 μουσικά ήταν «σκουπίδια».

Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς γιατί πολλές μπάντες δεν ήξεραν καν να κουρδίζουν σωστά τις κιθάρες τους ή οι ηχολήπτες στα κλαμπ, στις συναυλίες, ήταν πολλές φορές φίλοι των συγκροτημάτων που έπαιρναν τη θέση γιατί δεν μπορούσαν να παίξουν με κιθάρες. Αν δεν κάνω λάθος, όλα αυτά είναι ο ορισμός του D.I.Y. και γι’ αυτό και μόνο η rock’n’ roll σκηνή της Αθήνας στη δεκαετία του ’80 είναι αξιομνημόνευτη.

n

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ