Αρχειο

Επίσκεψη στους γείτονες

Ένα ταξίδι προς την Αλβανία

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
47890-98780.jpg

 Η Ιστορία, βαγόνι εκτροχιασμένου τραίνου απ' όπου συνεχίζει ν' ακούγεται η παλιά μουσική.

Οι Βιλαρδουίνοι ανασηκώνονται με κόπο στους αγκώνες από τις χιλιόχρονες κλίνες τους, να μας δουν καθώς περνάμε από τη Μονή Δαφνίου. Κολακεύονται που κάποιοι θυμούνται πως είχαν κάποτε την Ακρόπολη για κατοικία τους, πως εκκλησιάζονταν στον Παρθενώνα. Υποταγμένοι τώρα κάτω από το χολωμένο βλέμμα του Παντοκράτορα στον τρούλο, με τα τοξωτά ματόφρυδα. (Στο Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη ο συντηρητής του πολύτιμου ψηφιδωτού βρίσκει μπηγμένη στό δεξί Του μάτι αιχμή από βέλος, Σαρακηνού ή Σταυροφόρου. Ο κάθε άπιστος εκεί δε θα στόχευε;)

Αμέσως μετά, τα βιομηχανικά διυλιστήρια του Ασπρόπυργου δεν είναι το μόνο στο παλιά εύφορο Θριάσιο Πεδίο, που θα ξάφνιαζε έναν αρχαίο. Στην πεδιάδα αυτή για την οποία τόσο αίμα είχε χυθεί, Μεγαρίτικο και Αθηναϊκό, δεν θα αναγνώριζε καν τους ευκάλυπτους, αφού ήρθαν στην Ελλάδα πριν μόλις 150 χρόνια. Όπως δεν θα αναγνώριζε τις τομάτες τη ζάχαρη ή τον καφέ. Ναι, υπήρξε κάποτε διανόηση χωρίς καφείνη.

Περνάμε αλώβητοι από τις Σκιρωνίδες πέτρες, αγαπημένο κολαστήριο της μαθητικής φαντασίας με πρωτοστατούντες τον Σκίρωνα, τον Πιτυοκάμπτη, τον Προκρούστη.Η σήραγγα του Ευπαλίνου οδηγεί στην πρώτη θέαση του Ακροκόρινθου, ιερό πορνείο της ένοπλης Αφροδίτης στην αρχαιότητα και Κάστρο πολύπυλο και πολύπαθο. Ο τοπικός άρχοντας που αυτοκτόνησε το 1204 από εδώ ορμώντας έφιππος στο κενό, έδεσε πρώτα τα μάτια του αλόγου του, φυσικά. Ήταν το αγαπημένο του.

Πέρασμα στην Αιτωλοακαρνανία μπροστά απ' τους διάστικτους όγκους της Βαράσοβα και της Κλόκοβα, λεβέντικα, θεσπέσια βουνά με την πιο μικρή, την Γκλόκοβα, γυμνή και ορθόβυζη, να με προκαλεί να τις φανταστώ ως ερωμένες ενάντια στη ρήση “βουνό με βουνό δε σμίγει”. Παντού εδώ γύρω, λαλέοντα τοπωνύμια: Η Γαβρολίμνη και ο Εύηνος ποταμός (άλλως Φίδαρης) οι αρχαίες Καλυδών και Πλευρών, οι λίμνες του Οζερού και της Αμβρακίας, το Γιοφύρι της Άρτας πάνω απ' τον Άραχθο και, στη βαθιά Ήπειρο πλέον, ο Λούρος. Εδώ, οι πύλες του Άδη, όχι αλλού.

Ανεβαίνοντας στα δεξιά μας το πάλαι πότε Αλβανόφωνο Ορθόδοξο Σούλι και ο φιλόμαθος Μάρκος Μπότσαρης να καταρτίζει την Ελληνοαλβανική του μέθοδο άνευ διδασκάλου. Εδώ, στα περίχωρα της Ηγουμενίτσας, της Παραμυθιάς, και η Τσαμουριά, των Αλβανόφωνων Μουσουλμάνων, των Τσάμηδων, που η δυσκολότατη συμβίωσή τους με τους Έλληνες μέχρι, ούτε λίγο, ούτε πολύ, την τελική εθνοκάθαρση του 1944, τεκμηριώθηκε μόλις την τελευταία δεκαετία στην ιστορία των εθνοτικών μειονοτήτων.

Αδύνατον σε αυτήν τη διαδρομή προς την εξωτική, απομονωμένη, πεισματάρικη Αλβανία να μην ανακινηθούν ζητήματα γλώσσας, θρησκείας και εθνικής ταυτότητας. Να μην αναρωτηθείς, π.χ., για τους Αρβανίτες, τις Αλβανόφωνες κοινότητες που ευημερούσαν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα στην Αργολίδα, Κορινθία, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες και Σαλαμίνα, σε μεγάλο μέρος της Αττικής (γύρω από την Αθήνα, όχι μέσα), στη Βοιωτία, νότια Εύβοια και βόρεια Άνδρο. Από εκεί εξάλλου τα τοπωνύμια Βάρη, Βαρυμπόπη, Λιόσια, Σπάτα, Βάρκιζα, Λιόπεσι, Βίλια, Κιούρκα. Από εκεί, surprise, surprise!, και το 'κουβέντα'. Και το 'λουλούδι'.

'Ισως χρειάζεται να ζητήσουμε καταφύγιο από τις απανταχού εθνιστικές αιχμές στο όριο ιστορίας και μύθου, φτάνοντας, γιατί όχι;, μέχρι και στους Χάονες του Θουκυδίδη, που κατοικούσαν τον τόπο μέχρι βόρεια, μέχρι την μακάρια κοιλάδα της Δρόπολης. (Είναι άραγε ανοησία να διαβάζει κανείς τη μνήμη εκείνων των Πελασγών στη μάρκα της Αλβανικής μπύρας ΚΑΟΝ;)...

Με την είσοδο μας, απομεσήμερο, στα σύνορα, μας σταματάει η Αλβανική τροχαία για να μας θυμίσει την πρακτική κοινή σε όλα τα Βαλκάνια, να κυκλοφορούν τα οχήματα με τα φώτα τους αναμένα και στη διάρκεια της ημέρας. Έτσι, λέει, καταλαβαίνεις τους Αλβανούς στη δική μας Εθνική. Έχουμε ήδη σταμπάρει τους πρώτους περιπατητές μεγάλων αποστάσεων, μοναχικές φιγούρες στην άκρη των αυτοκινητόδρομου, ένας άντρας με το σακάκι ριγμένο στον ώμο, μια μαυροφορούσα γιαγιά με αθλητικά, που περπατούν στωικά μες το λιοπύρι προς τον πλησιέστερο ανθρώπινο καταυλισμό. Δεν δείχνουν να βιάζονται και δεν στρέφονται επικλητικά προς τα διερχόμενα οχήματα, σα να μετράνε ήδη πολύ καιρό σε αυτή την πεζοπορία και να μη γίνεται τώρα να σταματήσουν. Εξάλλου, τον δρόμο που κάνεις με τα πόδια θυμάσαι. Μιρεσεβίνι.*

Πληθαίνουν στο πλάι του δρόμου και τα αυτοσχέδια παραπήγματα από ξερά καλάμια και αλουμίνιο που στεγάζουν ξύλινους πάγκους με : στο Λαγαρό μέλι και ντόπιο κόκκινο κρασί εμφιαλωμένο σε μπουκάλια νερού, στον κόλπο της Χειμάρας φρούτα και κολοκύθες, ζάντες και άλλα τροχαία αξεσουάρ. Δίπλα σε ένα τέτοιο μικρομάγαζο και το κεκλιμένο κάθισμα ενός αυτοκινήτου μαρτυρά τις ατέλειωτες ώρες μοναχικής αναμονής για την τροχοφόρα πελατεία. Το private entreprise έχει ακμαίο ηθικό εδώ, σε μια χώρα που βγήκε από το κρατικό μονοπώλιο μόλις το 1990.

Το σύνθημα ΟΜΟΝΟΙΑ στους τοίχους των Ελληνόφωνων χωριών της Χειμάρας, είναι η υπογραφή του “αλύτρωτου” δεξιού εθνικισμού. Το άλλο εθνικό σήμα κατατεθέν της Αλβανίας δεν μπορεί να είναι παρά τα πανταχού παρόντα LAVAZH! αυτοσχέδια στημένα πλυντήρια με μάνικες πίεσης και ευσυνείδητο προσωπικό που για τριακόσια lek (λιγότερα από δύο ευρώ) σου κάνουν το αυτοκίνητο λαμπίκο, μέσα κι έξω.

Η γη πάντως, δεν περνάει πάντα εύκολα πίσω σε χέρια ιδιωτών. Αναρίθμητα κτίρια παρακμάζουν, κυρίως εγκαταστάσεις εργοστασίων, ανάγλυφα αντι-μνημεία στην ενδοχώρα όσο και κατά μήκος του Ιόνιου. Προσπερνώντας τα, διακρίνεις μέσα από τα χαίνοντα κουφάρια τη θάλασσα να λαμπυρίζει. Παντού σπαρμένα σημάδια, παντού γραμμένος ο μισός αιώνας κομμουνισμού. «Είχες όμως απόλυτη ασφάλεια, τότε. Καμιά πόρτα δεν κλείδωνε», αναθυμάται η ώριμη ξενοδόχος μας, έφηβη όταν έπεσε ο Ενβέρ Χότζα.

n

Και άλλες εικόνες. Ένα ευρύχωρο κλουβί με δυο κατσίκες δίπλα σε μια στάση λεωφορείου - γύρω άνθρωπος κανείς. Αγαπημένο βουκολικό έθιμο, το κάψιμο των σκουπιδιών στην ύπαιθρο.Τηλεγραφόξυλα που για χιλιόμετρα, είναι γερμένα προς την φορά του ανέμου. Σκουρόχρωμα δέντρα γατζωμένα σε κίτρινους λόφους σαν καβούρια. Σπίτια κτισμένα επάνω σε ρέματα και πηγές με το νερό να κελαρύζει από μέσα τους. Μια πέτρα βαμμένη γαλάζια. Δίπλα στα Ακροκεραύνια όρη, η μοναχική KISHA E MARMIROIT, ορθόδοξη εκκλησία του 13ου αιώνα, περιμένει ήσυχα το θάνατο. (Δεν υπάρχει καν μονοπάτι μέχρις εκεί, μόνο η φωτογραφική μηχανή μας την φτάνει.) Λίγο μετά, τρεις αγελάδες καταμεσίς στην εθνική που προχωρούν στην λουρίδα μας άφοβα, αναγκάζοντάς μας να μπούμε στην αντίθετη. Και άλλα γιδοπρόβατα κολλημένα στη σκιά μιας οικοδομής. Από τον δεύτερο όροφο κρέμεται ένα σκιάχτρο. Αλλού, σε άλλα γιαπιά, στο ρόλο του σκιάχτρου ένας τεράστιος λούτρινος αρκούδος, ένας πλαστικός Κινγκ Κονγκ. Ο ρόλος τους, αποτροπαϊκός. Άλλο 'γουρλίδικο' σύμβολο η Αλβανική σημαία διασταυρωμένη με την Αμερικανική. Η Αμερικανική ομογένεια εξάλλου είναι που χρηματοδοτεί σε αυτή την Μουσουλμανική (αλλά τόσο χαλαρά) επικράτεια την ανέγερση πικάντικων ορθόδοξων εκκλησιών με σχήμα (και χρώματα) τούρτας. Είναι η απόδειξη πως το κιτς δεν έχει πατρίδα! SUFFLAQE TONI! Πρατήρια βενζίνης KASTRATI!

Και απ' όλα αυτά τα στοιχεία αναδύεται ένας εξωτισμός που μας θυμίζει την Ελλάδα του '60, ένας εξωτισμός που δεν είναι άλλος από εκείνον της παιδικής μας ηλικίας. Φαλεμεντέριτ.*

Πιο βόρεια καθοδόν από τη Δρόπολη προς στο Τεπελένι, εκεί όπου συζεύονται ο Δρείνος με τον Αώο, περνάμε από την τραχιά Τρεμπεσίνα που τα πευκοδάση της έχουν αντρωθεί επάνω στους νεκρούς μαχητές του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Καδραρισμένη στη στενή πόρτα μιας στάνης, μια σκηνή με εφιαλτικές προεκτάσεις. Ανάσκελα στο πάτωμα ένα τεράστιο ζώο (αγελάδα; μουλάρι; φαίνονται μόνο τα πίσω πόδια και η ουρά) και από πάνω του ένα ημίγυμνος άντρας υψώνει το χέρι κρατώντας μεταλλικό εργαλείο. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν είναι σφαγέας ή πεταλωτής. Εξάλλου σύντομα θα τελειώσει και η μπαταρία της φωτογραφικής μηχανής. Από εδώ κι εμπρός, συνεχίζουμε άοπλοι.

Μιρουπάφσιμ.*

* Καλωσήρθες, Ευχαριστώ, Καλή αντάμωση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ