Κινηματογραφος

Αστακός

Αστακός Ή και η, κατά Λάνθιμο, οσκαρική(;) εκδοχή του «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη»!

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
340106-707357.jpg

Σαν χώρα, βουτηγμένοι για άλλη μια χρονιά στη δίνη της οικονομικής κρίσης, έχουμε ανάγκη από καλές ειδήσεις. Όπως είναι αυτή της υποψηφιότητας για Όσκαρ της τελευταίας ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου στην κατηγορία πρωτότυπου σεναρίου. Υπομονή και για εμάς αλλά και για τον Ευθύμη Φιλίππου, μιας και ο «Αστακός», που προβάλλεται αυτό το μήνα στα Novacinema ανάμεσα σε άλλες μεγάλες ταινίες που έχουν διακριθεί στα μεγαλύτερα βραβεία της χρονιάς, αποτελεί σεναριακώς μια συνδημιουργία των δυο συνεργατών αλλά και φίλων: the judgement day is near!

Μια ταινία με συμβολισμούς και ιδιαίτερες σκηνές τις οποίες μπορούμε να απολαύσουμε και να αποκωδικοποιήσουμε ακόμα καλύτερα, χάρη στις δυνατότητες θέασης που προσφέρει η Nova, όπως εγγραφή, pause & play αλλά και rewind. Κρατάμε, ξαναβλέπουμε, διακόπτουμε και συνεχίζουμε όπως θέλουμε. Και το κλειδί ανάγνωσης της ταινίας, ας το πω, του ξεμπλοκαρίσματος της ιδέας, ας το αποκαλέσω, προκειμένου ο θεατής να μη χάσει χρόνο, αλλά να την απολαύσει από την κιόλας πρώτη σεκάνς, δεν είναι άλλο από τους στίχους του τραγουδιού του Τάκη Μωράκη. Ερμηνεία: Σοφία Λόρεν. Αυτό δηλαδή που ακούγεται στους τίτλους του τέλους. Γιατί ένα «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», λυρικό παρά το ώρες σουρεαλιστικό και θρίλερ κλίμα του, είναι που φτιάχνουν οι Λάνθιμος και Φιλλίπου στον «Αστακό». «Γέλιο, δάκρυ, λιακάδα, βροχή, της ζωής μας και το τέλος και η αρχή. Ποτέ, ποτέ, κανένα στόμα δεν το 'βρε και δεν το 'πε ακόμα».

Δυστοπικό μέλλον, καλωσόρισες: αν μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και έγκλειστοι εντός ξενοδοχείου, οι άνθρωποι-φιλοξενούμενοι δεν βρουν ταίρι συμβατό και ταιριαστό με τα συναισθήματά τους, μιας και η αγάπη ορίζεται από την εξουσία ως προαπαιτούμενο, έστω και υπό μορφή αισθηματικώς αγχωτικής «συγκόλλησης», τότε φευ. Πάραυτα μεταμορφώνονται σε ζώα και καταδικάζονται να ζήσουν και ως τέτοια. Αγρίμια ή οικόσιτα, μα ζώα. Χωρίς λαλιά, χωρίς φιλιά, έρμα, έρημα και έρμαια. Ταίρι μέσα σε 45 μέρες, αυτό είναι το deadline και για τον Κόλιν Φάρελ αλλά και για τη Ρέιτσελ Βάις, όντα μοναχικά και δυσλειτουργικά, που μέσα από τιμωρίες, περιορισμούς, μηχανορραφίες, εκβιασμούς, υποψίες φλερτ, χορών και σεξ, καλούνται επειγόντως να ζευγαρώσουν, ώστε να αποχωρήσουν από το ξενοδοχείο.

Κοινωνική νόρμα: γέννηση, αναπαραγωγή, θάνατος. Προαιώνια, ισοπεδωτική και απολυταρχικά επιβαλλόμενη στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Κι ένα σενάριο επομένως πολύ μακριά από όσα υπηρετούν οι παραπάνω χολιγουντιανοί σταρ, έτσι και για να βρούμε την ενθουσιαστική «σύνδεση» και των δυο ηθοποιών με το έργο, μιας και λίγες φορές τους δίνεται η ευκαιρία να παίξουν σε τέτοιου είδους «δυσνόητα» για το box office «θεάματα». Απέναντι από το ξενοδοχείο το δάσος. Ο νατουραλισμός, η φύση-προορισμός όπου καταφεύγουν οι κυνηγημένοι που αρνούνται να δεχθούν τους όρους του παιχνιδιού. Οι αποσυνάγωγοι, οι αμφισβητίες του συστήματος, οι αιωνίως εκτός επίσημης «γραμμής».

Πόσο «αγγλικά», μουντά δηλαδή, λες και με μπεντατίν ξεπλύθηκε κάθε ζεστό χρώμα της υπαίθρου, προκειμένου το σκηνικό να δείχνει ψυχρό και απάνθρωπο, κινηματογραφήθηκε το περιβάλλον! Πόση πίκρα, πόνο, βία και αίμα εμπεριέχει ακόμα κι αυτού του είδους η ζωή! Κάποιος άλλος, πιο εκπαιδευμένος σε μανιχαϊσμούς τύπου «πόλη, παγίδα δυστυχίας - εξοχή, αγάπη και χαρά» θα παρέδιδε μια ταινία βουκολική. Όχι όμως ο Λάνθιμος, που είτε στην πόλη είτε στα ξέφωτα, δεν αφήνει τους ήρωές του να ησυχάσουν.

Και όπως και στον «Κυνόδοντα» και τις «Άλπεις», η θεματική του συμπυκνώνει μερικά από τα αναπάντητα περί ανθρώπινων σχέσεων. Η αγάπη και η αυτοθυσία, ο έρως και η επανάσταση, όχι ως στομφώδης γραφή με καθαρτήριο χάπι εντ, αλλά ως μια διαρκής πηγή δυστυχίας αναπάντητης. Γιατί έτσι; No feelings. Ακόμα και στην τελική σκηνή, όπου The End δεν σημαίνει απαραιτήτως και τέλος καλό, όλα καλά, ο Λάνθιμος αφήνει κάθε ερμηνεία ανοιχτή. Υπό διερεύνηση. Ίσως αυτή η συνεπής, συνεχής άρνησή του να καταφεύγει σε μη ηθικοπλαστικά ή περιεκτικά σε αλεσμένο νόημα φινάλε, να είναι που κάνει ακόμα και ορκισμένους Έλληνες σινεφίλ να δυσφορούν. Έλληνες. Γιατί όπως δείχνει η διεθνής καριέρα και της ταινίας αλλά και του δημιουργού του, που κατακτά τις σκληρές «έξω» αγορές, μπορούμε να μιλούμε για ένα σινεμά-γλώσσα που αυτονομείται από το υπάρχον γνωστό και αναγνώσιμα εύκολο, προτάσσοντας, και μάλιστα με χιούμορ, μια άλλου είδους αντίληψη-αισθηματική αγωγή.

Και αισθητική αγωγή ταυτόχρονα, μιας κι ο «Αστακός» θεωρώ πως μαζί με τον «Κυνόδοντα» τοποθετούν τον Λάνθιμο στην ελίτ του σήμερα, επομένως μείνετε συντονισμένοι στα Novacinema.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ